«Διεκδικούμε τα αυτονόητα, το ότι ένας άνθρωπος έχει το δικαίωμα να βρίσκεται πάνω στη σκηνή»

Με αφορμή το επερχόμενο live της με τον Τάκη Φαραζή στις «Χορδές» αυτή την Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου, η Μάρθα Φριντζήλα μας μίλησε για τη μουσική και το θέατρο που χρόνια υπηρετεί καθώς και για όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας, σε μία εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη μαζί της που δεν θα μπορούσε παρά να είναι τόσο αληθινή όσο και η τέχνη της.

«Διεκδικούμε τα αυτονόητα, το ότι ένας άνθρωπος έχει το δικαίωμα να βρίσκεται πάνω στη σκηνή»
ΠΡΟΒΟΛΗ

Σχεδιάζοντας τη συνέντευξη αυτή με την ερμηνεύτρια, ηθοποίο και σκηνοθέτρια Μάρθα Φριντζήλα, επ' αφορμή του live της με τον Τάκη Φαραζή στη νέα μουσική σκηνή «Χορδές» αυτή την Παρασκευή, άφησα το μυαλό μου να ταξιδέψει στις στιγμές που με εξέπληξε επί σκηνής και ήταν πολλές.

Οι απροσδόκητες ερμηνευτικές προσεγγίσεις της σε τραγούδια και οι συχνές ρεπερτοριακές ανατροπές που δημιουργεί μου έδειχναν πάντοτε έναν άνθρωπο τολμηρό, με μία αυτοπεποίθηση που πηγάζει από την ευθεία σύνδεσή της με το συναίσθημα μέσα της.

Η αποδοχή και η καταξίωση ήρθαν στην καλλιτεχνική της πορεία, τόσο στη μουσική όσο και στο θέατρο. Ωστόσο, είμαι βέβαιος ότι και χωρίς αυτά θα ήταν το ίδιο γεμάτη και ευτυχισμένη αν απλώς έκανε το ίδιο ελεύθερα αυτό που αγαπάει, ακόμα και για πολύ λιγότερους.

Και είναι πάντα μαγικό να το νιώθεις για έναν καλλιτέχνη αυτό, όπως και η αίσθηση να συζητάς με έναν απόλυτα δημιουργικό άνθρωπο, με καθαρή ματιά στα πράγματα.

Την Παρασκευή εμφανίζεστε για δεύτερη φορά με τον Τάκη Φαραζή στις «Χορδές». Είναι σημαντικό που ανοίγει μια καινούργια μουσική σκηνή σε τέτοιους καιρούς;

«Είναι πολύ ωραίο και πολύ τολμηρό. Ήταν και ο λόγος που με τον Τάκη Φαραζή αποφασίσαμε να στηρίξουμε έναν χώρο που ανοίγει ξαφνικά στις πιο δυσοίωνες καταστάσεις που έχουμε ζήσει, σ’ αυτή την τρελή συγκυρία. Αποφάσισαν κάποιοι άνθρωποι να στηρίξουν το τραγούδι που αγαπάνε, να στηρίξουν τους καλλιτέχνες, να ανοίξουν την πόρτα, να αλλάξουν το μαγαζί τελείως -γιατί ο χώρος προϋπήρχε- ώστε να μπορεί να φιλοξενεί μουσικές παραστάσεις. Οι άνθρωποί του λοιπόν έφτιαξαν ένα χειμερινό πρόγραμμα και εύχομαι να προχωρήσει και να τα εκατοστήσει».

Δεν είναι και εύκολη η απόφαση να το τολμήσει κανείς αυτό...

«Δείχνει έναν ρομαντισμό που μας λείπει και που τον έχουμε ανάγκη, γιατί είμαστε όλοι και πολύ απογοητευμένοι και πολλοί από εμάς είναι απελπισμένοι. Βλέπω ότι το τούνελ απομακρύνει την έξοδό του όσο προχωράμε και είμαστε μουδιασμένοι με αυτή τη νέα κατάσταση που βιώνουμε όλοι. Και μιλώ γι’ αυτή την ιστορική στιγμή της πανδημίας που όλους μας έχει ταράξει, μας έχει ανακατέψει, μας έχει διαλύσει. Από πολλές μεριές, όχι μόνο από την οικονομική. Είναι ο φόβος που έχει εισβάλει στη ζωή μας, αλλά και ο διχασμός, με έναν τέτοιο άσχημο τρόπο. Και ναι, οι ρομαντικές κινήσεις πάντοτε είναι μεγάλη παρηγοριά, ειδικά για εμάς τους καλλιτέχνες, που είμαστε από τη φύση μας ρομαντικοί για να κάνουμε τη δουλειά που κάνουμε».

Στη δική σου περίπτωση πάντως, και παρακολουθώντας την πορεία σου όλα αυτά τα χρόνια, το ρομαντικό στοιχείο συνδυάζεται με μία γείωση και μία κοφτερή αντίληψη της πραγματικότητας, που είναι σύμφυτα σε αυτό που κάνεις. Με έχει εντυπωσιάσει, όμως, και το πόσο αδιαφορείς για τις ταμπέλες στον καλλιτεχνικό χώρο, επιλέγοντας πολύ συχνά να πεις τραγούδια που σε συγκινούν ανεξάρτητα από το πού προέρχονται. Αυτό θα το δούμε να συμβαίνει και στις «Χορδές» την Παρασκευή;

«Αυτό το κάνω πάντα. Προσπαθώ να αντιλαμβάνομαι τα τραγούδια σαν ζωντανούς οργανισμούς. Όταν ένα τραγούδι μού φαίνεται ανεπιτήδευτο, μου φαίνεται πηγαίο και αληθινό, και με συγκινεί, θέλω να το υιοθετήσω, θέλω πολύ να το πω, να γίνει δικό μου. Όταν ένα τραγούδι μού φαίνεται επιτηδευμένο, εξυπνακίστικο ή απλά πιασάρικο, προτιμώ να μην το βάλω στο πρόγραμμά μου. Θεωρώ ότι πάρα πολλά τραγούδια είναι παρεξηγημένα επειδή μπορεί να τα έγραψε κάποιος άνθρωπος ο οποίος στην πορεία του άλλαξε πλεύση. Ή να το τραγούδησε ένας τραγουδιστής που δεν μας γέμιζε το μάτι ή να γράφτηκε σε μία εποχή που δεν ταίριαζε με την εποχή του. Ένα τραγούδι πηγαίο και ανεπιτήδευτο, ένα τραγούδι που έχει λόγο ύπαρξης, έχει λόγο και να τραγουδηθεί. Όλες αυτές οι γενικότητες τώρα, που τραγουδάμε για να υπάρχουμε, απλά για να επιπλέει μία κατάσταση, και να μην υπήρχαν δεν χάλασε και ο κόσμος».

Είχαμε, δυστυχώς, πολύ πρόσφατα την απώλεια του Χρήστου Κυριαζή, του τραγουδοποιού, και κάνοντας εδώ στο site ένα αφιέρωμα στα τραγούδια του, νιώσαμε ότι το έργο του ήταν μια κατάθεση καρδιάς που αξίζει κάθε σεβασμό. Δεν ξέρω τι εξυπηρετούν όλοι αυτοί οι διαχωρισμοί.

«Η ανάγκη για ταξινόμηση υπάρχει – εσύ με ποιους είσαι, πού ανήκεις. Απλά τώρα έχει γιγαντωθεί γιατί τα πράγματα μοιράζονται πολύ πιο εύκολα και μπορεί ο καθένας να εκφράσει την άποψή του για τα πράγματα. Γι’ αυτό βλέπουμε -μίλησα και για τον διχασμό πριν- ότι οτιδήποτε προταθεί στο διαδίκτυο, θα ανοίξει κατευθείαν από κάτω ένας διάλογος για όλους αυτούς που βρίσκουν την ευκαιρία να κάνουν διάλογο. Οπότε, ακόμη και μία τέτοια περίπτωση σαν του Κυριαζή, ο οποίος ήταν ένας πολύ πηγαίος και πολύ αληθινός άνθρωπος και δημιουργός, έφτιαξε δύο στρατόπεδα, “εσύ με ποιον είσαι, σιγά μην τραγουδάς τέτοια τραγούδια” κ.λπ. Νομίζω πως τώρα απλά το βλέπουμε περισσότερο, γιατί έχουμε αυτή την ανάγκη του κόσμου να συμμετέχει σε αυτόν τον κανιβαλισμό».

Εσύ έχεις μια μητρική, θα έλεγα, στοργή για τους δημιουργούς. Δεν τους κρίνεις. Ή τους νιώθεις ή δεν τους νιώθεις.

«Ακριβώς έτσι είναι. Ποιος θα κρίνει ποιον τώρα δηλαδή, τι συζητάμε; Εδώ έχουν γίνει ρεζίλι άνθρωποι που έγραψαν μία πολύ κακή κριτική για έναν μεγάλο συνθέτη του παρελθόντος. Η ιστορία τα ανατρέπει όλα, το τι θα μείνει στον χρόνο και τι θα έχει διάρκεια, τι θα επιβιώσει, είναι μία πολύ μεγάλη κουβέντα. Θα κρίνουμε τώρα τι κάνει ο άλφα και ο βήτα; Είναι ένα φάγωμα στο οποίο δεν μου αρέσει ποτέ να συμμετέχω.
Για να μπει στη διαδικασία ένας άνθρωπος να εκτεθεί, το πρώτο που έχει είναι τη συμπόνοια, ειδικά αν θέλει να ακολουθήσει αυτό το επάγγελμα. Τον συμπονώ γιατί ξέρω ότι είναι σε μία χώρα που δεν είναι φιλική προς την καλλιτεχνική δημιουργία, που όλα είναι εμπορικά, που τα πάντα μετράνε με το πόσο πουλάνε και όχι με το πόσο διαρκούν. Το βλέπουμε και στο πώς αντιμετωπίζουμε τη φύση, σαν να μην υπάρχει αύριο. Καταναλώνουμε σαν να μην υπάρχει αύριο, καίμε σαν να μην υπάρχει αύριο, βρίζουμε σαν να μην υπάρχει αύριο. Οπότε, συμπονώ τους ανθρώπους που νιώθουν την ανάγκη να πουν με στίχο ή με μουσική αυτό που έχουν στην ψυχή τους. Γιατί βρίσκονται σε εχθρικό περιβάλλον».

Ένα από τα νέα τραγούδια που σε ακούσαμε πρόσφατα, ήταν το «Από μικρή» του Δημήτρη Μυστακίδη.

«Με τον Δημήτρη γνωριζόμαστε πάρα πολλά χρόνια. Η συνεργασία μας ξεκίνησε το 2003 με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, που κάναμε τους Λαϊκεδέλικα. Από τότε έχουμε βρεθεί πολλές φορές στη σκηνή μαζί, σε παρέες μαζί, έχουμε κοινούς φίλους, κοινούς γνωστούς, κοινά στέκια. Ο Δημήτρης, όπως και ο Φώτης Σιώτας, που έχω τραγουδήσει τραγούδια τους και είναι από αυτή την παλιά παρέα, και ο Μπασλάμ, είναι συγγενείς μου. Ξέρω ότι την πονάνε, την αγαπάνε πολύ τη δουλειά τους, και φυσικά αν ο Δημήτρης μου έλεγε να τραγουδήσω ένα τραγούδι του, το οποίο να μου ταιριάζει βέβαια, φυσικά και θα το τραγουδούσα. Είχε λόγο που βγήκε το τραγούδι αυτό. Ήταν σημαντικό για τον Δημήτρη να το γράψει και μου άρεσε που το φαντάστηκε με τη φωνή μου μέσα στη φαντασία του και καταφέραμε και το βγάλαμε μαζί».

Το τραγούδι μιλάει για την ιστορία μιας γυναίκας που σκότωσε τον επίδοξο βιαστή της και στη δίκη δεν της αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό της αυτοάμυνας.

«Ο Δημήτρης δεν βγάζει τραγουδάκια. Τα εννοεί αυτά που λέει και έχει λόγο να τα λέει. Δεν είναι “πάμε να δούμε τι θα κάνουμε τώρα”. Τα πονάει τα τραγούδια του και έχει λόγο που γράφει. Το λέω αυτό γιατί ακούμε πάρα πολλά τραγούδια που σαν να μπαίνουν από το ένα αυτί και να βγαίνουν από το άλλο, ακόμα κι αν μιλάνε για θέματα που μας καίνε όλους. Καταλαβαίνεις πότε ένα τραγούδι γράφτηκε γιατί είχε λόγο να γραφτεί και όχι απλά για να γεμίσει τον χρόνο. Ο Δημήτρης είναι από αυτές τις περιπτώσεις, όπως και ο Φώτης Σιώτας. Είναι παιδιά της πιάτσας, της δουλειάς. Και στου Φώτη τη νέα δουλειά λέω μέσα ένα τραγούδι και είμαι πολύ χαρούμενη γι’ αυτό».

Σε είδαμε καλεσμένη και της Μαρίας Παπαγεωργίου, στα live που έκανε πριν από λίγο καιρό στο Gazarte. Τι σας φέρνει κοντά με τη Μαρία;

«Ότι αγαπάμε τα ίδια πράγματα, ότι βλέπουμε τα τραγούδια με πολύ μεγάλη αγωνία και αγάπη. Η Μαρία ίσως αγωνιά λίγο περισσότερο από μένα για τα τραγούδια, έχει δηλαδή την αγωνία του live, να παίζει, να υπάρχει, να συνεχίζει. Από την αρχή που με πρωτοπλησίασε μου έδειξε πολύ μεγάλη αγάπη και εκτίμηση. Με φροντίζει πάρα πολύ όταν είμαστε μαζί, μου προσφέρει τόσο απλόχερα την αγάπη της, και όπως λένε όλοι οι άνθρωποι που την αγαπούν, είναι ένα πλάσμα ξωτικό, ένα κλαράκι».

Μοιάζει να μη σε απασχολεί πολύ το αν θα τραγουδήσεις μπροστά σε 50-100 ανθρώπους ή σε ένα στάδιο με χιλιάδες κόσμου, όπως έχει συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν. Προετοιμάζεσαι διαφορετικά ανάλογα με τη συνθήκη;

«Έχει να κάνει πολύ με το ρεπερτόριο, δηλαδή τι έχω να τραγουδήσω. Αν έχω να τραγουδήσω ένα ρεπερτόριο σαν αυτό που συμβαίνει τώρα στις “Χορδές”, δηλαδή ένα πιάνο - φωνή και με ένα πρόγραμμα γεμάτο δύσκολα τραγούδια, θέλει πολλή συγκέντρωση, προετοιμασία, καλό ζέσταμα. Θέλει πολλή μελέτη, είναι πολύ μεγαλύτερη η έκθεση. Είναι πολύ διαφορετικό το να έχεις τις πλάτες μιας μπαντάρας, ανθρώπων πολύ δυνατών δίπλα σου, όπως όταν κάναμε συναυλίες με τη Χαρούλα Αλεξίου, που είχε από κάτω 10.000 κόσμο, αλλά ένιωθα δίπλα μου ότι είχα την Αλεξίου και πίσω μου μια μπάντα αδιανόητη. Ή με την Τάνια Τσανακλίδου όταν παίζαμε, που ένιωθα δίπλα μου να με στηρίζει ένας άνθρωπος. Δεν θεωρώ ότι βλέπεις πιο σοβαρά το ένα και πιο χαλαρά το άλλο. Απλά όταν έχει πολύ κόσμο πολλαπλασιάζεσαι, ανοίγεις πολύ περισσότερο, πρέπει να πάει παντού αυτό που εκπέμπεις. Στο πιο cozy, στο πιο ανθρώπινο, που μου αρέσει κάπως περισσότερο, το να έχω κλειστά τα μάτια, να επικοινωνώ, είναι πολύ μεγάλη η έκθεση, ίσως και μεγαλύτερη».

Για τα live αυτά με τον Τάκη Φαραζή στις «Χορδές», έπαιξε ρόλο η ανάγκη σου να βρεθείς μαζί με τον κόσμο και να τραγουδήσετε;

«Δεν είναι η ανάγκη μου να επικοινωνήσω κάτι. Πώς να το πω αυτό και να μην ακουστεί περίεργο - είναι η δουλειά μου και την αγαπώ πολύ. Δεν είναι ότι έσκασα, ενάμιση χρόνο καραντίνα, και θέλω να τα πω, αφήστε με να μιλήσω. Έχω το θέατρο, έχω πράγματα που τα αγαπώ και με γεμίζουν πάρα πολύ. Περισσότερο η ανάγκη μου είναι να βρίσκομαι με τον Τάκη Φαραζή επί σκηνής. Η αγάπη μου για αυτόν τον άνθρωπο, ο θαυμασμός μου για το έργο του, το πόσο μαγικός πιανίστας είναι, πόσο σπουδαίος μουσικός είναι. Και να μοιράζομαι αυτή τη στιγμή πρώτα μαζί του και αυτό που μαζί φτιάχνουμε να το προσφέρουμε. Δηλαδή είναι σαν να μαγειρεύουμε ένα ωραίο φαγητό και να το προσφέρουμε στον κόσμο, αυτό αισθάνομαι. Και ο κόσμος είναι πολύ πεινασμένος μετά από τόσο καιρό που είχαμε να παίξουμε, το βλέπω πολύ καθαρά, μας δείχνει πολύ την αγάπη του.
Ένιωσα πολύ συγκινητικά την προηγούμενη Παρασκευή στις “Χορδές”, το πόσο μας στήριζαν και έλεγαν “α, πείτε κι αυτό”, “να κάνουμε εκείνο”, το να μιλήσουμε, το να πούμε τα παράπονά μας. Είναι όμορφες οι στιγμές που μοιραζόμαστε με ανθρώπους που δεν γνωρίζουμε. Να νιώθουμε ότι να, κι άλλη συγγένεια, κι άλλος ένας αδερφούλης υπάρχει στο κοινό, κι άλλη μια αδερφή μας».

Το 2015 είχε κυκλοφορήσει και η ζωντανή ηχογράφηση της συναυλίας σας με τον Τάκη Φαραζή στην Ελευσίνα.

«Ναι, και από τότε μέχρι σήμερα δεν χάσαμε επαφή, βρισκόμασταν, παίζαμε. Ακριβώς πριν από την πανδημία, είχαμε περάσει και δύο χειμώνες μαζί».

Είναι ωραίο που έχετε συνεχώς τη δίψα να παίζετε μαζί.

«Μα όταν βρίσκεις έναν άνθρωπο που περνάτε πολύ όμορφα, δουλεύετε μαζί, είστε δημιουργικοί, είστε ελεύθεροι, χαίρεσαι τη συνεργασία, γιατί να ψάξεις να βρεις άλλον; Όλοι οι άνθρωποι που έχω συνεργαστεί παραμένουν συνεργάτες μου, μιλούσαμε πριν για τον Μυστακίδη ή για τον Σιώτα. Τους ανθρώπους που έχουν υπάρξει στη ζωή μας ουσιαστικά, δεν τους βγάζουμε από τη ζωή μας, δεν φεύγουν ποτέ».

Μόλις ολοκληρώσατε και έναν κύκλο παραστάσεων στο θέατρο με το «Marivaudage», όπου έχεις κάνει τη σκηνοθεσία. Θα γίνουν κι άλλες παραστάσεις;

«Βάλαμε άλλες δύο Τετάρτες, γιατί πήγε πολύ ωραία και χαρήκαμε πολύ, δύο διπλές παραστάσεις στις 15 και στις 22 Δεκεμβρίου. Αυτό επίσης ήταν κάτι που με γέμισε και με συγκίνησε πάρα πολύ, το ότι βρέθηκα με τη “φυλή” μου πάλι, δημιουργήσαμε κάτι και ήρθε ο κόσμος, μας τίμησε με την παρουσία του και μας έδειξε την αγάπη του. Μου είχε λείψει πολύ».

Η παράσταση θίγει το θέμα της επικοινωνίας και των επιλογών μας, το πώς παρεισφρέουν διάφοροι παράγοντες στις επιλογές που κάνουμε;

«Ναι, ακριβώς. Είναι μία αφορμή για θέατρο, ένα ωραίο παλιό κείμενο, μεταφρασμένο τώρα, που ουσιαστικά ήταν η αφορμή για να πάρουμε τα παιχνίδια μας και να βρεθούμε να παίξουμε όλοι μαζί. Αγαπώ πολύ το παλιό θέατρο. Δεν νιώθω απόσταση από αυτό, ότι αυτά έγιναν τον 18ο αιώνα, για παράδειγμα, και τι σχέση έχουν αυτά με εμάς. Νιώθω μεγάλη συγγένεια με κάποιους συγγραφείς και ακόμα μεγαλύτερη συγγένεια με κάποιους ηθοποιούς, είναι η οικογένειά μου. Εδώ νιώθω λες και έχουν έρθει τα ξαδέρφια μου να παίξουμε».

Κάνεις μια ιδιαίτερη σκηνοθεσία, με προβολή video που λέει την ιστορία παράλληλα με τους ηθοποιούς επί σκηνής. Πώς ξεκίνησε αυτή ιδέα;

«Αυτό ξεκίνησε από το άγχος της συνθήκης, γιατί οι επιχορηγούμενοι θίασοι πρέπει να επιστρέφουμε το ότι κάναμε αυτή τη δουλειά. Μέσα στην πανδημία χρειάστηκε να κάνουμε live streaming ή βιντεοσκοπημένες παραστάσεις, δεν ξέραμε πώς να το χειριστούμε. Είμαστε μισοί χωρίς το κοινό, ήταν πολύ περίεργη όλη αυτή η κατάσταση. Ξεκινήσαμε λοιπόν κάνοντας μία βιντεοσκόπηση της παράστασης, για την περίπτωση που θα μας ξαναέκλειναν. Άρχισε και η συνεργασία με τον Πάνο Ανδριανό, που είναι ένας εξαιρετικός videographer και καλλιτέχνης και είχαμε μεγάλη επιτυχία, οπότε είπαμε για ποιον λόγο δεν πάμε κάπως να ψηλαφίσουμε αυτή την περιοχή, γιατί εγώ αγαπώ πολύ και το σινεμά. Το βάλαμε λοιπόν στη ζωή μας και το βάλαμε στα πλάνα μας της επόμενης τριετίας.
Ξεκινώντας με το “Marivaudage”, έπειτα έχω προγραμματισμένη την “Ορέστεια” του Αισχύλου για το 2022 - θα παρουσιαστεί το 2023- και θα δουλεύουμε ταινίες μικρού μήκους μαζί με θέατρο. Μπήκαμε σε αυτόν τον χώρο που ήθελα από πάντα να μπω, μας έβαλε λίγο η ανάγκη σε αυτό. Αλλά αν αγαπάς το σινεμά, αν αγαπάς τον κινηματογράφο, το θέατρο, βρίσκεις τρόπους να τα παντρεύεις και να τα κάνεις πιο δυνατά».

Αναρωτιέμαι πώς μπορεί να αισθάνθηκες με το περιστατικό της εισβολής πάνω στη σκηνή και διακοπής μίας παράστασης, που ζήσαμε πρόσφατα.

«Ξεφτιλίκια της κοινωνίας. Το θεωρώ βάναυσο, φασιστικό και ένα μεγάλο λάθος. Μου κάνει μεγάλη εντύπωση που δεν υπήρξε μία συγγνώμη. Όποιον λόγο και να έχω να σταματήσω μία παράσταση, έστω ότι μου τη σβούριξε, μου γύρισε το κεφάλι. Θα όφειλα μία συγγνώμη, συγγνώμη δεν κρατήθηκα. Είναι το λιγότερο που μπορούσε να γίνει. Είναι δυνατόν τώρα; Συζητάμε για ένα τέτοιο θέμα; Διεκδικούμε τα αυτονόητα, το ότι ένας άνθρωπος έχει το δικαίωμα να βρίσκεται πάνω στη σκηνή. Πρέπει δηλαδή να το πιάσουμε από την αρχή όλο. Το πήραμε λάθος από την αρχή - πάμε πάλι, πρώτο έτος. Πάμε νηπιαγωγείο πάλι. Οτιδήποτε συμβαίνει είναι για τα αυτονόητα. Τη γυναίκα που δεν αγαπώ, δεν τη σκοτώνω. Ή τη γυναίκα που αγαπώ, δεν τη σκοτώνω. Ή τον άλλο τον άνθρωπο δεν τον σκοτώνω. Παιδιά, παιδάκια. Αυτό είναι κακό. Δεν μπορεί να λέμε την αλφάβητο κάθε φορά».

Όλα αυτά θα έπρεπε να έχουν λυθεί δεκαετίες τώρα, αλλά δεν είναι θετικό ότι πλέον μοιάζει να μην τα ανεχόμαστε πια;

«Και βέβαια. Μακάρι, τι να πω. Καμία όμως μάχη δεν κερδίζεται χωρίς να χυθεί αίμα και το βλέπουμε. Αλλά το να μιλάμε το 2021 για τη θέση της γυναίκας στα εργασιακά ή για την ισότητα των δύο φύλων ή για τον ρατσισμό ή για τον σεξισμό, δεν το χωράει το μυαλό μου. Δεν μπορεί να το χωρέσει. Ευτυχώς κάπου αρχίζουμε, όπως λες, και προσέχουμε. Αλλά πιστεύω ότι δύσκολα θα κερδηθούν αυτές οι μάχες».

Θεωρείς ότι οι μάχες αυτές πρέπει να κερδηθούν πρώτα μέσα μας;

«Για μένα, έχει σημασία να κερδηθούν πρώτα από τους νόμους του κράτους. Από εκεί ξεκινάμε. Εφόσον δεν μπορεί ο άλλος να συγκρατηθεί επειδή είναι, δεν ξέρω και εγώ τι είναι, ας ξέρει ότι θα μπει φυλακή, ας ξέρει ότι θα τιμωρηθεί. Ας ξέρουμε ότι προστατεύονται τα δικαιώματα των ανθρώπων, ότι τα λέμε με το όνομά τους τουλάχιστον. Να οργανωθεί η κοινωνία μας σε αυτό. Τώρα, η εκπαίδευσή μας και το πώς το παιδί θα μάθει από μικρό και θα εκπαιδευτεί, έρχονται οι γενιές, πολύς κόσμος έρχεται μετά από εμάς. Δεν είμαστε και οι τελευταίοι».

Σίγουρα, και τα δείγματα της νέας γενιάς που έρχεται δεν είναι αποθαρρυντικά, αντιθέτως είναι θετικά.

«Φυσικά και είναι θετικά και έτσι πρέπει να το βλέπουμε. Δεν μπορούμε να θεωρούμε ότι εμείς πετύχαμε κάτι που θα το συντηρήσουμε και θα το διατηρήσουμε στις επόμενες γενιές».

Όλο το θέμα λοιπόν είναι η διεκδίκηση ώστε να αλλάξουν κάποια πράγματα κεντρικά.

«Φυσικά. Δεν έχουμε από πού αλλού να πιαστούμε. Βλέπεις ότι όλα σκοντάφτουν στο πώς θα τα διαχειριστεί η εξουσία, οτιδήποτε και να συμβεί. Φυσικά και βλέπουμε ένα κύμα, και όταν ένα κύμα σηκώνεται δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο η εξουσία παρά να το αντιμετωπίσει. Αλλά δεν μπορούμε να περιμένουμε το πότε θα χυθεί αίμα, πρέπει επιτέλους οι πολιτικοί να τολμήσουν κάποιες αλλαγές. Δηλαδή, συζητάμε για τον διαχωρισμό κράτους - Εκκλησίας ακόμα, λες κι είμαστε στον Μεσαίωνα. Πολύ βασικά θέματα έχουμε να αντιμετωπίσουμε. Δεν έχουν λυθεί ακόμη μεσαιωνικά κατάλοιπα. Με κάποια θέματα πρέπει να ξεμπερδεύουμε».


Επικοινωνία: Αλεξάνδρα Τζουανάκη

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ