«Γυναικείες ιστορίες»: Η "κατασκευή" της ελληνικότητας μέσα από 4 γυναικες

Τέσσερις γυναίκες από το παρελθόν ανεβαίνουν στη σκηνή του Πολυχώρου Vault Theatre Plus για να αναστήσουν μέσα από τις ιστορίες τους μια ολόκληρη εποχή. Μια παράσταση που καυτηριάζει χρόνιες πληγές της ελληνικής κοινωνίας και τιμά τη θηλυκότητα, τον φεμινισμό και τη γυναικεία φιλία.

«Γυναικείες ιστορίες»: Η
ΠΡΟΒΟΛΗ

Τον διόλου ευκαταφρόνητο χαρακτηρισμό του «Ντίκενς της Ελλάδας» έχει αποδώσει ο Μίμης Ανδρουλάκης στον Γιώργη Μασσαβέτα για τη συλλογή διηγημάτων του με τίτλο «Γυναικείες ιστορίες». Το βιβλίο, που περιλαμβάνει 16 διηγήματα, πρωτοεκδόθηκε το 2003 από τις εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», ενώ μάλιστα επανεκδόθηκε το 2016 από τον «Γαβριηλίδη». Δυστυχώς, οι διάφορες εξελίξεις του παρελθόντος που σχετίζονται με τους εν λόγω εκδοτικούς οίκους καθιστούν δύσκολη την άμεση εύρεση και αγορά του βιβλίου, ωστόσο δίνεται έτσι στους αναγνώστες μια ευκαιρία για εξερεύνηση στα διάφορα καταστήματα με παλιά και μεταχειρισμένα βιβλία, ιδίως μετά την παρακολούθηση της ομότιτλης παράστασης, που βασίζεται στη συλλογή και ανεβαίνει στον Πολυχώρο Vault Theatre Plus.

Ο Κάρολος Ντίκενς έχει μείνει στην ιστορία ως ένας συγγραφέας που καταπιάστηκε με τη ζωή των φτωχών, των ανήμπορων και των κατατρεγμένων. Τα ίδια ανεξάλειπτα χνάρια παίρνει κι ο Μασσαβέτας στις «Γυναικείες ιστορίες» του, δίνοντας μια παλλόμενη, ολοκάθαρη εικόνα της κοινωνίας της Μεταπολεμικής Ελλάδας, μέσα από διάπυρες αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας που σχετίζονται με γυναίκες. Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Καρατζιάς συλλέγει ορισμένες διηγήσεις και τις παρουσιάζει με ενότητα σε μία μοναδική πράξη, όπου το κεντρικό σημείο συνάντησης είναι ένα ασβεστωμένο πεζούλι σε μια φτωχογειτονιά της Κοκκινιάς. Εκεί, τα μέλη μιας γυναικοπαρέας αντικρίζουν την σκληρή πραγματικότητα της φτώχειας, της πενίας, της εξαθλίωσης και της ανισότητας, καθώς και τις χαρές της ζωής τους.

Για 30 συναπτά έτη, από το 1944 έως και το 1974, τέσσερις γυναίκες, η Αννέτα η Βλάχα, η «Αγία» Ασήμω, η καφετζού η Μαριγώ και η πρώην ελευθέρων ηθών Κατινάρα, κουβεντιάζουν επί παντός επιστητού, περνώντας από το ένα θέμα στο άλλο με ασυναγώνιστη ταχύτητα. Την ίδια ώρα, οι εμπειρίες του βίου τους αποτελούν και μια ανάγνωση των πιο νευραλγικών σελίδων της ελληνικής ιστορίας, που έχουν μέσα τους και Κατοχή και Εμφύλιο και Δεκεμβριανά, εξορίες, εκτελέσεις, φτάνοντας έτσι ως την χούντα. Ανάμεσά τους ο νεαρός Γιώργης που κρυφακούει τις εκμυστηρεύσεις τους και τις αφηγείται στο κοινό, πότε σχολιάζοντας ο ίδιος και πότε αφήνοντας τις πρωταγωνίστριες να μιλήσουν, να εκτονωθούν γελώντας ή κλαίγοντας, να εναποθέσουν το φορτίο τους και να ανασάνουν.  

Ο Δημήτρης Καρατζιάς «χτενίζει» τα διηγήματα του Μασσαβέτα κι επιλέγει να ανεβάσει στη σκηνή τέσσερις γυναίκες, βάζοντας και τον εαυτό του στην πολύτιμη θέση του αφηγητή. Το σκηνικό συντίθεται κυρίως από τα μεγάλα πάνελ με κολλάζ φωτογραφιών, σαν σε έκθεση… ιστορίας. Ασπρόμαυρες στιγμές του παρελθόντος, αποτυπώσεις της ύπαρξης δεκάδων γυναικών που μοιάζουν με τις τέσσερις γυναίκες, κλείνουν το μάτι και ψιθυρίζουν «ήμουν εδώ». Στο κέντρο τέσσερις καρέκλες ορίζουν τον χώρο δράσης, ήτοι το ασβεστωμένο πεζούλι. Η πρωτότυπη μουσική του Μάνου Αντωνιάδη, με έντονο το παραδοσιακό στοιχείο, συνάδει με το ύφος της παράστασης. Το τραγούδι που παίζει στο τέλος ξεκινά με τους στίχους «εγώ κι αν φύγω δεν θα χαθώ» και εύχομαι πραγματικά να κυκλοφορήσει κάπως και να ακουστεί ολόκληρο.

Η Μαρία Γράμψα, με πετυχημένη προφορά για το ρόλο της κυρά Άννας της Βλάχας, διδάσκει μαθήματα ήθους κι ευγένειας. H κουρδισμένη ερμηνεία της είναι για την Αννέτα της μια λυτρωτική αποφόρτιση από όλες τις αγωνίες, τα βάσανα και τις ενοχές της. Από τον απαραίτητο ασβέστη μέχρι το θρεπτικότατο φασολοζούμι της, η ιστορία της γυναίκας αυτής, που γέννησε 14 παιδιά, αποτελεί τον ορισμό της ανιδιοτελούς προσφοράς και ενέχει στοιχεία που με βεβαιότητα έχουμε διακρίνει σε συγγενικά μας πρόσωπα. Κατόπιν η Χριστίνα Σαμπανίκου, που υποδύεται την Ασήμω, διεισδύει με πραότητα στον εσωτερικό κόσμο μιας θρησκόληπτης γυναίκας, χωρίς παρ’ όλα αυτά να χάσει την ανθρωπιά και την καλοσύνη της.

Δίπλα από την Ασήμω κάθεται η Μαριγώ, την οποία ενσαρκώνει η Κική Μαυρίδου. Μια γυναίκα που δεν χάρηκε τον έρωτα και την αγάπη, εξαιτίας μιας αναπηρίας στο χέρι και στο πόδι της. Διωγμένη απ’ το σπίτι της, εκδηλώνει συχνά ένα κακό, κακομοίρικο πρόσωπο και δημιουργεί προστριβές. «Και ποιος δεν θα είχε κακία μέσα του;», ρωτάει η Άννα με τις αντιλήψεις του καιρού της. «Δεν ξέρεις τι πάει να πει να ‘σαι σακάτης άνθρωπος, να ‘σαι για το χωριό σου σημαδεμένος και να ‘σαι και γυναίκα». Εξαιρετική άρθρωση και κίνηση απ’ την ηθοποιό. Τέλος η Φανή Παλιούρα παρουσιάζει με περισσή ευχέρεια την Κατίνα ή Κατινάρα, η οποία σαν κομπέρ σιγοντάρει την παρέα με το επιδραστικό χιούμορ της και το χαμόγελό της.

Στο ρόλο του αφηγητή Γιώργη, ο Δημήτρης Καρατζιάς παρουσιάζεται μετρημένος, αλλά όχι αποστασιοποιημένος, πιο πολύ για να απευθύνεται άμεσα προς τους θεατές και όχι για να ηγείται της δράσης. Μέσα από τον σχηματικό λόγο του παρέχει στον θεατή ένα δεύτερο ζευγάρι μάτια προκειμένου να αντιληφθεί και μέσα απ’ τον ίδιο τα όσα παραθέτουν οι κυρίες πίσω του. Διαφαίνεται παράλληλα πως με την παρουσία του εισβάλλει και στο ρόλο του σκηνοθέτη, αναδεικνύοντας την εγγενή δύναμη του γλαφυρού κι αρκετά θεατρικού κειμένου του Μασσαβέτα, εστιάζοντας στη νοσταλγική του διάθεση, συγκρατώντας όμως πάντοτε μια ψευδαίσθηση ρεαλισμού. Αυτό που επιθυμεί να στήσει είναι μια παράσταση που ποντάρει στα βεβιασμένα, διάχυτα γλυκόπικρα συναισθήματα.

Η δομή του έργου είναι τέτοια, ώστε αυτό που παρουσιάζεται εκτυλίσσεται πρωτίστως στη φαντασία του θεατή κι όχι εντός της μικρής, 5 επί 6 θεατρικής αίθουσας. Γι’ αυτό και το θέαμα φέρει τη μορφή μιας μισοτελειωμένης παράστασης, λες και πρόκειται για πρόβα. Λες και η εικόνα των γυναικών αποτελεί κι αυτή μία από τις τόσες φωτογραφίες πίσω τους και κάτω τους ή σαν εσκεμμένα η ιστορία να εκτυλίσσεται μέσα από αυτές. Παρά το ότι οι χαρακτήρες παρουσιάζονται αρκετά μονοδιάστατοι και περιφραγμένοι απ’ τα δικά τους βιώματα, μέσα απ’ το συντονισμένο χόρδισμα των διαλόγων τους επέρχεται η συνειδητοποίηση της θέσης της γυναίκας. Εμποτίζοντας κάθε πονεμένη εξιστόρηση με τον αναγκαίο σαρκασμό. Αφορμές για να κλάψουμε δεν μας λείπουν άλλωστε.


ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ:

Η παράσταση έκανε πρεμιέρα στις 27 Νοεμβρίου και θα παίζεται κάθε Σάββατο στις 21:15 και Κυριακή στις 18:15 έως τις 27 Φεβρουαρίου.

Εισιτήρια στο viva.gr.

Συγγραφέας: Γιώργης Μασσαβέτας

Δραματουργική επεξεργασία-Θεατρική διασκευή-Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καρατζιάς

Πρωτότυπη μουσική/Τραγούδια έναρξης και τέλους (στίχοι-μουσική): Μάνος Αντωνιάδης

Παραδοσιακά τραγούδια ερμηνεία: Μαρία Γράμψα

Διδασκαλία τραγουδιών: Μάνος Αντωνιάδης – Μαρία Γράμψα

Σκηνικά-Κοστούμια: Γιώργος Λιντζέρης

Βοηθός σκηνογράφου: Ανθή Βελουδογιάννη Παρασκευά

Σχεδιασμός Φωτισμών: Βαγγέλης Μούντριχας

Βοηθοί Φωτιστή: Χριστίνα Φυλακτοπούλου / Θοδωρής Μαργαρίτης

Επιμέλεια κίνησης: Έλιο Φοίβος Μπέϊκο

Σύμβουλος Δραματουργίας: Λεωνίδας Παπαδόπουλος

Βοηθός Σκηνοθέτη: Βαγγέλης Λάσκαρης

Β' Βοηθός Σκηνοθέτη: Αλεξάνδρα Γαϊδατζή

Κινηματογραφιστής - μοντέρ / trailer παράστασης: Στέφανος Κοσμίδης (ORKI)

Αφίσα Παράστασης: Γιάννης Κεντρωτάς

Τεχνικός Ήχου & Φώτων-Φωτογραφίες παράστασης: Χριστίνα Φυλακτοπούλου

Διεύθυνση Παραγωγής: Δήμητρα Γεωργοπούλου

Επικοινωνία-Προώθηση παράστασης: Χρύσα Ματσαγκάνη

Παραγωγή: Καλλιτεχνικές Επιχειρήσεις Ε. Αντωνιάδης & ΣΙΑ ΟΕ / VAULT Theatre Plus

Παίζουν (αλφαβητικά): Μαρία Γράμψα, Δημήτρης Καρατζιάς, Κική Μαυρίδου, Φανή Παλιούρα, Χριστίνα Σαμπανίκου.

*Η παράσταση πραγματοποιείται με την υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού.

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ