2021: Η χρονιά του μεγάλου «αντίο» στον Μίκη Θεοδωράκη (videos)

Η απώλεια του κορυφαίου Έλληνα μουσικοσυνθέτη, του οποίου η ζωή και το έργο ταυτίστηκαν στη συνείδηση όλων των Ελλήνων με τους αγώνες για δημοκρατία, ειρήνη και κοινωνική δικαιοσύνη, σημάδεψε ανεξίτηλα τη χρονιά που φεύγει, με σύσσωμη την κοινωνία και τους καλλιτέχνες να τον αποχαιρετούν με την ύψιστη συγκίνηση και ευγνωμοσύνη.

2021: Η χρονιά του μεγάλου «αντίο» στον Μίκη Θεοδωράκη (videos)
ΠΡΟΒΟΛΗ

Την Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2021 γνωστοποιείται η είδηση του θανάτου του κορυφαίου Έλληνα μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη σε ηλικία 96 ετών, βυθίζοντας ολόκληρη τη χώρα στο πένθος.

Ο Μίκης Θεοδωράκης, τόσο με το μουσικό του έργο όσο και με τους κοινωνικούς του αγώνες, άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στον Πολιτισμό και την κοινωνική μας ζωή, αποτελώντας για δεκαετίες ένα κοινό σημείο αναφοράς, μία κοινή πατρική φιγούρα, που ένωσε και ενέπνευσε γενιές και γενιές Ελλήνων και όχι μόνο. Τα ιδανικά της ελευθερίας, της ειρήνης και της κοινωνικής δικαιοσύνης που με πάθος υπερασπίστηκε σε όλη του τη ζωή, μέσα από τη μουσική και τη δράση του, ενέπνευσαν ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο να ονειρευτούν και να παλέψουν για έναν πιο δίκαιο κόσμο.

Το πολυδιάστατο μουσικό του έργο εξαπλώθηκε στα μήκη και τα πλάτη της Γης, μεταφέροντας τον ελληνικό ήχο αλλά και λόγο στο παγκόσμιο κοινό, καθιερώνοντας διεθνώς τον Μίκη Θεοδωράκη ανάμεσα στους κορυφαίους μουσικοσυνθέτες του 20ού αιώνα.

Οι καλλιτέχνες «αποχαιρετούν» τον Θεοδωράκη

«Η Ελλάδα σήμερα ορφάνεψε. Ο Μίκης είναι η έκφραση της ελληνικής ψυχής και με το έργο του έδειξε σε όλο τον κόσμο ότι ελληνισμός σημαίνει πολιτισμός. Γεννήθηκε με την ευλογία των Μουσών. Μίλησε με την οικουμενική γλώσσα της μουσικής και της ποίησης για τον άνθρωπο, τους αγώνες, τις χαρές και τους καημούς του.
Ο Μίκης είναι παγκόσμιος, μα πάνω απ' όλα είναι Έλληνας κι αποτελεί την αντάξια συνέχεια των μεγάλων παραδόσεών μας. Αγωνίστηκε κι υπέφερε υπερασπιζόμενος την ελευθερία, τη δημοκρατία και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Είχα τη χαρά και την τιμή να υπηρετήσω το μεγάλο του έργο, μια ολόκληρη ζωή, να μοιραστώ μαζί του συγκινητικές στιγμές, την επαφή με τόσους λαούς, τους αγώνες και την ιστορία τους δίνοντας συναυλίες σε ελληνικά και παγκόσμια ακροατήρια.
Ο Μίκης είχε την τύχη πριν φύγει να ζήσει την αθανασία του. Μας χάρισε το ωραίο ταξίδι, για αυτό θα είναι πάντα κοντά μας σαν να μην έφυγε ποτέ. Με τη μουσική και τα τραγούδια του θα ενώνει τις καρδιές μας, θα μας ανοίγει καινούργιους κόσμους όπως κάνει κάθε μεγάλη τέχνη που συνομιλεί με την εποχή της και την Ιστορία.
Μίκη μου, με τα χέρια-φτερά σου, όσο ζω θα σε βλέπω πάντα να διευθύνεις τα τραγούδια μας και τα όνειρά μας»
, ήταν τα λόγια με τα οποία τον αποχαιρέτησε η ερμηνεύτρια που ταυτίστηκε όσο καμία με το έργο του, Μαρία Φαραντούρη.

Ο Γιώργος Νταλάρας, στο άκουσμα της είδησης του θανάτου του, κατάφερε αρχικά να βάλει τέσσερις λέξεις σε ένα μαύρο φόντο με τη φράση «Για λίγο τώρα ΣΙΓΗ», ενώ μία μέρα αργότερα του απηύθυνε το ξεχωριστό του «αντίο»:

«Η Ελλάδα κι ο κόσμος πενθεί. Άπνοια. Σαν να κόπηκε ο αέρας. Έφυγε η φθαρτή υπόσταση. Αυτό το δυνατό, στιβαρό σώμα που υπέμεινε καρτερικά και αγόγγυστα, πολέμους, διωγμούς, εξορίες, φυλακές, φάλαγγα, προβοκάτσιες, κυνηγητά. Το πνεύμα όμως μένει. Αυτό το πνεύμα που έκανε την υψηλή ποίηση τραγούδι που ένωσε τον λαό και τον σήκωσε ψηλά. Η βαθιά ψυχή, η γενναιότητα, το ανεξάντλητο έργο που έγινε τραγούδι αξιοπρέπειας και παρηγοριάς, αυτό που ένωσε τους συνανθρώπους μας σε άλλες χώρες, από την Κρήτη μέχρι την Λατινική Αμερική. Ο Μίκης, ως μέγιστος εθνικός ευεργέτης, προσέφερε απλόχερα την μουσική του, τα τραγούδια του, τον λόγο του, το υπόδειγμα της ζωής του σε όλο τον κόσμο.
Ανεκτίμητη περιουσία!
Τα θεμέλιά του είναι στα βουνά. Και αυτά τα βουνά καλούμαστε όλοι και κυρίως ο σκεπτόμενος και ο ανήσυχος λαός που τόσο αγάπησε, να σηκώσει τώρα στους ώμους του, όσο αντέξει, αυτή την παρακαταθήκη. Έτσι όπως σήκωνε αυτός στους ώμους έναν αιώνα όλη την Ελλάδα ως τα πέρατα της γης. Δεν είναι εύκολο ν’ αντέξουμε, αλλά θα προσπαθήσουμε!
Μικρό παιδί με πήγε η μάνα μου, συναγωνίστρια του, στην Νέα Σμύρνη να τον δω για πρώτη φορά. Σήκωσα τα μάτια μου ψηλά, πολύ ψηλά, για να τον συναντήσω. Σήμερα τα κατέβασα για πρώτη φορά για να τον δω, για να του πω πόσο τον αγαπάμε και πόση ευγνωμοσύνη του χρωστάμε. Εμείς και ο κόσμος όλος
».

Τα πρώτα λόγια της Χαρούλας Αλεξίου ήταν τα ακόλουθα: «Αποχαιρετάμε ένα θεό, μια χώρα, ένα έθνος, έναν αιώνα Ελλάδας», ενώ ο Γιάννης Κότσιρας έγραψε στη δική του σελίδα: «Καλό ταξίδι φίλε, σύντροφε και δάσκαλε. Τώρα μόνο σιωπή…Η Ελλάδα πενθεί. Έφυγε ο Μίκης Θεοδωράκης…».

Ένα βαθιά προσωπικό «αντίο» προς τον κορυφαίο μουσικοσυνθέτη απηύθυνε ο Φοίβος Δεληβοριάς, στο κείμενό του με τίτλο «Ο μόνος άνθρωπος που είδα να πετάει»:

«Δεν θα ξεχάσω ποτέ που οι γονείς μου -ο πατέρας μου δεν αγάπησε ποτέ άλλη μουσική περισσότερο απ'τη δική του- με πήγαν στο Ηρώδειο 14 χρονών να ακούσουμε το “Άξιον Εστί”, που θα παιζόταν για πρώτη φορά εκεί.
Ο Μίκης στα 60 του δεν είχε ακόμα τη χαρά να του παραχωρηθεί το Ηρώδειο.Του το αρνούνταν σθεναρά οι διάφορες εκλεγμένες καρέκλες. Μόλις ξεκίνησε η συναυλία, καταλάβαμε όλοι γιατί.
Πρώτη και τελευταία φορά τη μέρα εκείνη είδα άνθρωπο να πετάει. Δεν ήταν διεύθυνση αυτό, ήταν το πρώτο πέταγμα του ανθρώπου. Ο Μίκης μπορούσε να το κάνει. Και ήθελε να πάρει κι εμάς μαζί. Το ότι άλλες φορές το ελληνικό σώμα τον αντιμετώπιζε σα Θεό και άλλες φορές ομοθυμαδόν ήθελε να τον εξευτελίσει, δεν οφειλόταν στην όποια ανθρώπινη ανισότητά του. Αλλά στην δική μας σχέση με την πτήση.
Κάποτε –το 2005 νομίζω- πήγαμε μαζί κι ακούσαμε την πρόβα της «Πρώτης Συμφωνίας» του στο Μέγαρο. Δεν έχω δει μεγαλύτερο καλλιτεχνικό παράπονο απ’αυτό που είχε όσο παρακολουθούσε. Θυμόταν την εποχή που –ανάμεσα σε εξορίες- είχε πρωτογράψει το έργο. Θυμόταν κάθε αρνητική κριτική, κάθε πολιτικο-καλλιτεχνική συνομωσία που του στέρησε τότε τη χαρά και τον έπαινο. «Δεν είχα ενθάρρυνση», μου έλεγε. “Διαφορετικά, θα είχα προχωρήσει αλλιώς”. Σκέψου να το ακούς αυτό απ’τον άνθρωπο που έφτασε στο απροχώρητο.
Γυρνώντας στο σπίτι του, περνώντας απ’του Μακρυγιάννη, μου διηγήθηκε –έτσι όπως ποτέ δεν τα έγραψε- τα δικά του Δεκεμβριανά. Είχε πάλι τόση ζωντάνια και τόσο παράπονο ο λόγος του, που αισθάνθηκα σα να παίζω στο φινάλε του «Αποκάλυψη Τώρα». Σα να είμαι με τον -μεγαλύτερο από τη Ζωή- συνταγματάρχη Κουρτς και να προσπαθώ να αποκρυπτογραφήσω το νόημα της ανείπωτης ελευθερίας του, της βουτηγμένης στο αίμα και στην ομορφιά. Όταν το βράδυ γύρισα στο σπίτι μου, αισθανόμουν πως η όποια ελευθερία των σημερινών επιλογών μου, η Δημοκρατία στην οποία ζούσα, έγραφα και ανέπνεα, οφειλόταν στην τρελή θυσία της γενιάς του.
Πολλές φορές περνούσα κάτω απ’το σπίτι του, απέναντι απ’την Ακρόπολη. Δεν του χτυπούσα το κουδούνι. Μόνος στο αμάξι άκουγα τη μουσική του-σαν ένα είδος χάρτη, κάποια πρωϊνά που το ταξίδι ήταν δύσκολο.
Δεν πειράζει που εμείς οι συγκαιρινοί του Έλληνες δεν μπορέσαμε να ακολουθήσουμε την “οδηγία” της Μουσικής του. Το μέρος όπου καταλήγει η πτήση μας, είναι εκεί. Χαρτογραφημένο. Μια αληθινή Νεφελοκοκκυγία του μέλλοντος. Κάποια στιγμή, από τα σωστά παιδιά -που ίσως σήμερα γεννιούνται- θα ανακαλυφθεί».

Ο Μανώλης Μητσιάς, μιλώντας στον ΑΝΤ1, τον χαρακτήρισε ως τον «μέγιστο των Ελλήνων», δηλώνοντας: «Είναι σαν να έφυγε μια κολώνα του Παρθενώνα. Ο Μίκης ήταν η καινούργια μας Ακρόπολη», ενώ ο Χρήστος Νικολόπουλος τόνισε στον ίδιο τηλεοπτικό σταθμό πως: «Ό,τι και να πω θα είναι λίγο, η προσφορά του είναι τεράστια. Ανέδειξε το ελληνικό τραγούδι παγκόσμια. Είναι μεγάλη η απώλεια του για το ελληνικό τραγούδι».

Μια ιδιαίτερη αναφορά στη σχέση του πατέρα του με τον Μίκη Θεοδωράκη έκανε στο Mega ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο γιος του αείμνηστου τραγουδιστή Γρηγόρη Μπιθικώτση που υπήρξε ο πλέον εμβληματικός ερμηνευτής των τραγουδιών του συνθέτη:

«Όσο ζούμε κι αναπνέουμε θα ακούμε Μίκη Θεοδωράκη, όσο θα υπάρχει Ελλάδα. Οι δυο τους ξεδίψασαν μια ολόκληρη Ελλάδα με τα τραγούδια τους. Οι δυο τους αγαπήθηκαν πολύ. Θυμήθηκα ένα αρχειακό υλικό που ο Μίκης αναφέρει ότι με τον “Γρηγόρη είμαστε συνέταιροι και στη ζωή και στον θάνατο”.
Ο Θεοδωράκης ήταν ένας άνθρωπος ανήσυχος που πάντα στη ζωή του έψαχνε. Κουράστηκε, πολεμήθηκε κι έφυγε ήσυχα. Αλλά αυτό που θέλω να πω είναι ότι στην Ελλάδα μας, οι άνθρωποι σαν το Μίκη είναι η σημαία μας, η κληρονομία μας, το DNA μας. Και πρέπει να είμαστε όλοι μας πολύ υπερήφανοι, που γεννήθηκε , έζησε και μεγαλούργησε ένας τέτοιος άνθρωπος ανάμεσα μας.
Όταν έφυγε ο πατέρας μου, ο Μίκης δεν μπορούσε να μιλήσει από τη συγκίνησή του. Οι δυο τους είχαν μια σχέση στοργής. Και είμαι σίγουρος ότι θα ξανασυναντηθούν και θα ξαναδημιουργήσουν. Εμείς δεν θα τα βλέπουμε, αλλά αυτοί θα τα κάνουν. Γνωρίστηκαν παιδιά στην Μακρόνησο. Ο Μίκης σπούδαζε μουσική και γνωρίστηκαν εντελώς συμπτωματικά. Ο πατέρας μου τον είχε αποκαλέσει
Μέγα Αλέξανδρο της Ελλάς”».

Στο άκουσμα της είδησης του θανάτου του συνθέτη, ο Θέμης Καραμουρατίδης δεν έκρυψε τη συγκίνησή του: «Ξύπνησα με τη είδηση θανάτου του Μίκη Θεοδωράκη. Και δεν μπορώ κι ούτε θέλω να ελέγξω τα δάκρυά μου. Βαθια συγκίνηση για έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες , απεραντη ευγνωμοσύνη για το κολοσσιαίο μουσικό έργο και την κοινωνική και πολιτική του επιδραστικότητα. Δεν θα υπάρξει άλλος Μίκης Θεοδωράκης. Όμως υπήρξε, και ένα κομμάτι της ελπίδας που ένιωσε αυτός ο τόπος, του ανήκει εις τους αιώνες των αιώνων».

Ιδιαίτερα τρυφερός ήταν και ο αποχαιρετισμός του Γιάννη Ζουγανέλη«Μίκη μου, αγάπη της ψυχής μου. Μορφή Θεϊκή ελληνική. Παρουσία της πατρίδας σε όλο τον κόσμο. Σ’ ευχαριστώ με τη καρδιά και το μυαλό μου, αλλά και με τη γνώση μου, που είσαι η καθοριστικότερη προσωπικότητά της. Υποκλίνομαι στο βαθύ έργο σου. Που έχει ρίζες στην ελληνική φιλοσοφία, στο δίκαιο που έκανες ιδεολογία. Η Ελλάδα χωρίς εσένα στην καθημερινότητα θα ήταν αλλιώς. Με λιγότερη ποίηση, με διαφορετικούς ρυθμούς. Σ’ ευχαριστούμε».

Τον κορυφαίο συνθέτη αποχαιρέτησαν με μεγάλη θέρμη και συγκίνηση τόσο οι παλιοί του φίλοι και συνεργάτες, όσο και εκείνοι που συνεργάστηκαν μαζί του τα τελευταία χρόνια της ζωής του, καθώς και σύσσωμοι οι καλλιτέχνες από κάθε χώρο και κάθε μετερίζι της Τέχνης, αναγνωρίζοντάς τον ως κορυφαία καλλιτεχνική προσωπικότητα.

Ο λαός «αποχαιρετά» τον «δικό του» Μίκη

Από το πρώτο άκουσμα της είδησης του θανάτου του Μίκη Θεοδωράκη, ένα τεράστιο κύμα συγκίνησης πλημμύρισε κάθε Ελληνίδα και Έλληνα απανταχού της Γης, που θέλησαν να εκφράσουν την οδύνη τους για την απώλειά του καθώς και την ευγνωμοσύνη τους προς το πρόσωπό του.

Η τεράστια αυτή συγκίνηση του κόσμου αποτυπώθηκε στα videos από τον αποχαιρετισμό στον κορυφαίο συνθέτη στη Μητρόπολη Αθηνών, εκεί όπου χιλιάδες κόσμου έσπευσαν να του απευθύνουν το τελευταίο «αντίο» τραγουδώντας τραγούδια του.

Ήταν ένα ανεπανάληπτο παλλαϊκό «αντίο» που έμεινε στην Ιστορία, αντάξιο ενός παγκόσμιου καλλιτέχνη και εμβληματικού αγωνιστή.

Και μία προσωπική κατάθεση, ως υστερόγραφο: Εκείνες οι 2-3 εβδομάδες του Σεπτέμβρη που τα ραδιόφωνα έπαιξαν κατά κόρον τα σπουδαία τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη προς τιμήν του, αποτέλεσαν το ωραιότερο ραδιοφωνικό «διάλειμμα» που μπορώ να θυμηθώ τα τελευταία χρόνια. Γέμισαν ομορφιά και μουσική οι αισθήσεις μας - είναι κάτι που το έχω συζητήσει με πολλούς. Δυστυχώς, κράτησε πολύ λίγο όλο αυτό και δεν στάθηκε καν αφορμή για να επιστρέψει έστω ένα μέρος του έργου του στα μεγάλα ραδιόφωνα. Ας όψονται οι ιθύνοντες.

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ