«Έρημη χώρα», μια όαση στην έρημο (review)

Η «Έρημη χώρα» (The Wasteland), το εικαστικό αριστούργημα του Ιρανού Αχμάντ Μπαχραμί, μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη ορισμένες σημαντικές παθογένειες της ιρανικής πραγματικότητας. Αφού άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις στα διεθνή φεστιβάλ κινηματογράφου, το φιλμ προβάλλεται πλέον και στις ελληνικές αίθουσες από την One from the Heart.

«Έρημη χώρα», μια όαση στην έρημο (review)
ΠΡΟΒΟΛΗ

«Είμαι πλέον πεπεισμένος πως η αθανασία σας προέρχεται από τις ανθρωποθεσίες που κάνατε στα ποιήματά σας. Όχι, κύριε Έλιοτ, δεν είπα ανθρωποθυσίες, αλλά ανθρωποθεσίες. Στους πλίνθινους στίχους σας έχουν εγκιβωτιστεί ανθρώπινες υπάρξεις». Στο πλαίσιο μιας μικρής εκτροπής, αλλάζοντας τους «στίχους» του Έλιοτ με τους «τοίχους» ενός εργοστασίου και τις «ανθρώπινες» με κάτι εντελώς έρημες υπάρξεις, ο Αχμάντ Μπαχραμί έρχεται να συστήσει τη δική του «Έρημη χώρα» (The Wasteland). Ο Ιρανός σκηνοθέτης ήθελε πάντα να αφιερώσει μια ταινία στον πατέρα του, που έφαγε τη ζωή του δουλεύοντας στα εργοστάσια. Η στιλιζαρισμένη ιστορία που τοποθέτησε σε αυτή την άγονη γη έρχεται να γίνει το ποτήρι που υψώνει προς τιμήν του, αλλά και προς τιμήν των εργατών απανταχού της γης, χωρίς τους οποίους ο κόσμος αυτός δεν θα είχε γνωρίσει καμία κοινωνική και οικονομική προκοπή.

Μετά το «Panah», ο Μπαχραμί στήνει το δεύτερο πόνημά του σ’ ένα καβαλέτο που σε βοηθά να αναγνωρίσεις το ύψος, το μέγεθος της τέχνης του. Πρώτα, όμως, δυο εισαγωγικά λόγια για την υπόθεση. Ο 40χρονος Λοτφολά εργάζεται ως επιστάτης σ’ ένα απομακρυσμένο παραδοσιακό εργοστάσιο οικοδομικών υλικών. Άλλη ζωή δεν έχει γνωρίσει, αφού γεννήθηκε εκεί, όταν η μετοίκηση από τις πόλεις στην έρημο του Ιράν ήταν μονόδρομος για πολλές οικογένειες, που έπρεπε να δουλέψουν. Έρχεται, λοιπόν, μια μέρα όπου ο Λοτφολά μαθαίνει πως ο ιδιοκτήτης του εργοστασίου σκοπεύει να το κλείσει και να αφήσει τους εργάτες στο δρόμο. Τότε είναι που αναγκάζεται για πρώτη φορά να πάρει θέση με έναν διαφορετικό τρόπο, προκειμένου να προστατέψει (να προσπαθήσει, έστω) την μοιραία Σαρβάρ, με την οποία είναι ερωτευμένος.

Με σημαία τον Κουροσάβα και τον θρυλικό «Ρασομόν» του, ο Μπαχραμί χρησιμοποιεί έναν ιδιότυπο τρόπο για να αφηγηθεί την ιστορία του, πιο σύνθετο και πολυσχιδή. Στο πρώτο μισό της ταινίας ασχολείται με την ανακοίνωση του ιδιοκτήτη της βιομηχανίας πλίνθων σχετικά με το κλείσιμο αυτής, από πέντε διαφορετικές οπτικές γωνίες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο θεατής να γίνεται σιωπηλός μάρτυρας των φόβων και των αγωνιών του κάθε εργαζομένου. Όλοι τους έχουν εναποθέσει κάθε ελπίδα στο έλεος του Αφεντικού, το οποίο βλέπουμε να επισκέπτονται, μέσα από αναδρομές, στο γραφείο του. Εκεί του εκφράζουν τους προβληματισμούς τους. Χρήματα, εκπαίδευση, αποκατάσταση. Το αφεντικό τούς καθησυχάζει με δικαιολογίες όπως «Να δούμε πώς θα πάει ο μήνας», «Έχω ένα φίλο που μπορεί να βοηθήσει» κι έπειτα εκείνοι επιστρέφουν στα καταλύματά τους.

Εδώ πρέπει να ξεκαθαριστεί πως το Ιράν δεν είναι η πανσπερμία του Χόλιγουντ. Είναι ένα κράτος με μεγάλη συνοχή, ομοιογένεια, οπότε και ο σκηνοθέτης κατασκευάζει μια πολιτιστική πρόταση, που φέρει μέσα της και τη μυρωδιά του δασκάλου του, του Κιαροστάμι. Είναι, λοιπόν, ο τρόπος που ο κάθε εργάτης κάθεται στην καρέκλα του γραφείου του Αφεντικού αυτό που σου δίνει τις πληροφορίες. Περίφοβοι, με το βλέμμα χαμηλό, μια στάση σώματος σχεδόν υποτακτική, αξιολύπητη. Είναι ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζει την κουλτούρα τους. Το πώς μικρές κοινότητες ανθρώπων ζουν κι εργάζονται μαζί. Ερωτεύονται, θυμώνουν γύρω απ’ τα καμίνια. Το πώς συντρώγουν, πώς πίνουν ύστερα το τσάι από το πιατάκι τους, το πώς απομονώνονται τραβώντας το σεντόνι πάνω από το κεφάλι τους, σε μια προσπάθεια να μείνουν λίγο μόνοι με τον εαυτό τους. Σαν να σου λένε ότι κάποιες φορές κι αυτοί νιώθουν πολύ εύθραυστοι.

Εδώ φαίνεται η κόλαση του κόσμου. Στις πιο απομακρυσμένες τοποθεσίες, όχι στη ζεστασιά των μητροπόλεων. Εδώ που η ζωή συνίσταται στην επανάληψη. Εδώ που κάθε κάδρο έχει και δικό του λόγο ύπαρξης. Φαντάσου, λοιπόν, μια καθημερινότητά περιτριγυρισμένη από τούβλα. Τα φτιάχνεις λασπώνοντας τα όμορφα χέρια σου, τα κουβαλάς σε καρότσια, τα στοιβάζεις ανά εκατοντάδες. Αυτή η μονοτονία σε καθιστά έναν άνθρωπο απογοητευμένο και υπάκουο, θέλεις δεν θέλεις. Προσκυνητή του πεσιμισμού. Γι’ αυτό και με τον εικαστικό (επιτηδευμένο ανά σημεία) φακό μιας εγγενούς μελαγχολίας, τα μόνα χρώματα που κυριαρχούν στη ζωή των ηρώων είναι το άσπρο και το μαύρο. Η κάμερα παρατηρητική στην κίνησή της, μελετά ράθυμα, αφουγκράζεται σιωπηλά τους διαλόγους τους, το τι σκέφτονται. Μέχρι και το Αφεντικό φαίνεται πως υποφέρει απ’ τη ρουτίνα του, εκπρόσωπος ενός μάλλον βλαβερού συστήματος που αναλίσκεται στις ψεύτικες εγγυήσεις. Και αντίστοιχα οι εγκλωβισμένοι εργάτες που έχουν συναίσθηση της δικής τους βλαπτικότητας απέναντι στον εαυτό τους.

Στο υπόλοιπο μισό της ταινίας, η ανθρωπιστική αυτή ματιά κατεβάζει ρυθμούς κι εστιάζει στον Λοτφολά, αυτόν τον μεσάζοντα μεταξύ Αφεντικού και εργατών, ποντάροντας στον συναισθηματισμό μας. Αξιοσημείωτο το δραματικό μεγαλείο με το οποίο τον αποδίδει ο Αλί Μπαγκέρι. Το φιλμ δεν σάρωσε αδίκως στο Φεστιβάλ Βενετίας. Ο Λοτφολά, λοιπόν, είναι ο ενσαρκωτής μιας ολόκληρης γενιάς ανθρώπων που ανατράφηκαν ως χειρώνακτες, ωστόσο η τεχνολογική πρόοδος τους προσπέρασε κι είναι πια αργά για να εκπαιδευτούν πάνω σε κάτι άλλο. Έχοντας συγκρουστεί με την αβεβαιότητα και την απελπισία, μπροστά στην άδικη υπαρξιακή ματαίωση του «ό,τι αγαπάω είναι εδώ», ο Λοτφολά φαίνεται να έχει πάρει την απόφασή του. Κι επιλογή του καθορίζει το τέλος, σε μια απολύτως ποιητική σκηνή. Με σαφείς αναφορές στην αρχαία τραγωδία, θυμίζει κάτι από Αντιγόνη. Αυτή είναι η απάντηση του δημιουργού σε μια θεοκρατία που έχει μετατρέψει την πίστη των πολιτών της από οργανωμένη σε προσωπική, με τον καθένα να προτάσσει τα δικά του πιστεύω για να σώσει την ψυχή του.

Η «Έρημη Χώρα» προβάλλεται από τις 20 Ιανουαρίου στις αθηναϊκές αίθουσες, ενώ από τις 27 Ιανουαρίου θα προβληθεί και στη Θεσσαλονίκη από την One From the Heart.

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ