Η ταινία της εβδομάδας - Belfast

Κι ενώ ο καιρός λυσσομανάει, άνθρωποι αποκλείονται μέσα στα χιόνια λίγα χιλιόμετρα από τα σπίτια τους (σε ιδιωτικό δρόμο ταχείας κυκλοφορίας) και ιδιωτικά τρένα τρακάρουν με ιδιωτικά τρένα, στις μαρκίζες των κινηματογράφων ανεβαίνουν σιγά σιγά – τέλος Γενάρη είναι – οι ταινίες που θα απαρτίσουν την λίστα όσων που θα διαγωνιστούν για το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας. Και σίγουρα μία από αυτές θα είναι το Μπέλφαστ του Κένεθ Μπράνα.

Η ταινία της εβδομάδας - Belfast
ΠΡΟΒΟΛΗ

Μπέλφαστ (Belfast) – Κέννεθ Μπράνα (2021)

Και γιατί όχι. Όλα τα έχει: πολύ καλό γύρισμα, επιλογή  ασπρόμαυρου που μάλλον μετά το Ρόμα και τον Ψυχρό Πόλεμο τείνει να γίνει art cinema trend, φρέσκα πρόσωπα σε πολύ καλές ερμηνείες μαζί με καταξιωμένους ηθοποιούς βρετανικού κυρίως βεληνεκούς, μια ιστορία ενηλικίωσης που συνδυάζει συναίσθημα και κοινωνικά θέματα, όλα τα συστατικά μιας πετυχημένης συνταγής. Πόσο δε μάλλον όταν πρόκειται για το καυτό θέμα του θρησκευτικού εμφύλιου στη Βόρεια Ιρλανδία.

Η διαμάχη μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών στο κομμάτι του νησιού που τελεί υπό βρετανική κατοχή υπήρξε το θέμα για πολλές και εμπνευσμένες ταινίες όπως το ιστορικό Παιχνίδι των Λυγμών του Νηλ Τζόρνταν, που έβαλε τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο ξανά στο παιχνίδι, το Εις το Όνομα του Πατρός και ο Πυγμάχος του Τζιμ Σέρινταν και τα δυο με πρωταγωνιστή τον εκπληκτικό Ντάνιελ Ντέη Λιούις, η Ματωμένη Κυριακή του Πωλ Γκρηνγκρας, το Hunger του ΣτηβΜακΚουήν, για να θυμηθώ τις πιο πολυβραβευμένες και αγαπητές. Ήταν ταινίες της κινηματογραφικής περιφέρειας, οι τρεις πρώτες ιρλανδών σκηνοθετών και οι υπόλοιπες ξένων που είχαν όμως πάρει σαφή πολιτική θέση.

Και τώρα έρχεται μια ταινία χολυγουντιανών προδιαγραφών, που απευθύνεται σε μεγαλύτερα ακροατήρια, να ξανα-γράψει Ιστορία, όπως αρέσκεται να κάνει το Χόλυγουντ.

Καταπιάνεται με ένα θέμα καυτό, καθώς εδώ εμπλέκονται η βρετανική κυβέρνηση και ο στρατός.

Από που να το πιάσεις και που να το αφήσεις;

Λοιπόν, το πιάνουμε από το 1969, όταν ακόμα δεν έχει εμπλακεί ενεργά ο βρετανικός στρατός και δρουν κυρίως παραστρατιωτικές οργανώσεις, και το αφήνουμε στον ταλαντούχο Ιρλανδό σκηνοθέτη Κέννεθ Μπράνα, γόνο ιρλανδών προτεσταντών που εγκατέλειψαν το Μπέλφαστ το 1969 σε αναζήτηση ενός πιο ασφαλούς τόπου. Κι έτσι έχουμε μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια: και αυθεντική αφήγηση, βγαλμένη από την καρδιά, και αποφυγή οποιασδήποτε ενοχλητικής αναφοράς στο ρόλο της βρετανικής κεντρικής πολιτικής σκηνής στη βορειο-ιρλανδική κρίση.                                

O Μπράνα δίνει αυτοβιογραφική υφή στο δράμα του: μας είναι πολύ εύκολο να τον φανταστούμε στη θέση του μικρού Μπάντι, του αγοριού που μεγαλώνει μέσα σε μια αγαπημένη, αρμονική οικογένεια σε έναν δρόμο του Μπέλφαστ στον οποίο το 1969 διαρρηγνύεται η αρμονία και η γαλήνη όταν οι πλειοψηφούντες προτεστάντες οργανώνουν πογκρόμ κατά των καθολικών. (Κάπως έτσι ξεκίνησαν οι "Ταραχές" που ματοκύλησαν τη Βόρειο Ιρλανδία τις επόμενες δεκαετίες).

Οι γονείς του μικρού αντιτίθενται στη γενικευμένη πολιτική του μίσους, καθώς πάντα διατηρούσαν καλές σχέσεις με τους καθολικούς γείτονες τους. Ο Πατέρας δουλεύει στην Αγγλία και επιστρέφει κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο και η Μητέρα έχει εξ ολοκλήρου αναλάβει την ανατροφή αλλά και την ασφάλεια των δυο γιων τους σε ένα περιβάλλον που μέρα με τη μέρα γίνεται πιο εχθρικό και η άρνηση τους να πάρουν θέση μπορεί να επιφέρει καταστροφικές συνέπειες.

Ο μικρός Μπάντι (άψογος ο εξ ίσου μικρός Τζουντ Χιλλ στον ρόλο)  προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει αυτή τη σύνθετη πραγματικότητα. Γύρω του ο καθένας του δίνει ένα άλλο κομμάτι για να συμπληρώσει το παζλ: η ξαδέρφη Βανέσα μέσα στο πρωτο-εφηβικό μυαλό της έχει κατηγοριοποιήσει τον κόσμο γύρω της σε ‘καλούς’ Προτεστάντες και ‘κακούς’ Καθολικούς και προσπαθεί να πείσει τον Μπάντι να κάνει το ίδιο.

Ο Παππούς του προσφέρει τις εμπειρίες και τις συμβουλές του, η Γιαγιά την αμέριστη αγάπη της γι αυτόν και τους δικούς του. (Γονείς και παππούδες στην ταινία δεν αναφέρονται ποτέ με τα ονόματα τους. Είναι απλά η Μαμά, ο Μπαμπάς, η Γιαγιά και ο Παππούς, αρχετυπικές κατηγορίες της πυρηνικής οικογένειας, όπως τους αντιλαμβάνεται ο μικρός Μπάντυ).

Η αγάπη που διαποτίζει τις σχέσεις του οικογενειακού περιβάλλοντος έρχεται σε εκ διαμέτρου αντίθεση με το μίσος που έχει αρχίσει να απλώνεται πάνω από τους δρόμους όπου όλοι μαζί, προτεστάντες και καθολικοί, ζούσαν μονιασμένοι μαζί πριν από λίγο καιρό. Η αναστάτωση βρίσκει τη χαραμάδα να τρυπώσει μέσα στην οικογένεια που πρέπει να πάρει μια δύσκολη απόφαση: να μείνουν στην πόλη που τόσο αγαπάνε ή να φύγουν για να γλιτώσουν τα χειρότερα;

Ο Μπράνα επιστρέφει στην Ιρλανδία για να γυρίσει μια ολόδική ταινία για την παιδική του ηλικία – αν και μεγάλο μέρος της οσμίζομαι πως έχει γυριστεί σε στούντιο στο Λονδίνο, αφαιρώντας από την ταινία την αμεσότητα του γυρίσματος σε φυσικό χώρο.

Το είχε στο μυαλό του από το 2011 που επέστρεψε στο Μπέλφαστ μετά από σαράντα και βάλε χρόνια και βρήκε την πόλη του αγνώριστη και τους δρόμους της παιδικής του ηλικίας εξαφανισμένους από προσώπου γης. «Αισθάνθηκα ότι είχα να κάνω με μια ανεπίλυτη κρίση ταυτότητας», είπε.

Κι άρχισε να δουλεύει για την πρώτη του «ιρλανδική» ταινία, «γιατί για μας τους Ιρλανδούς το σπίτι μας, η πατρίδα μας, είναι κάτι πολύ σημαντικό». Προτίμησε Ιρλανδούς ηθοποιούς για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους – με εξαίρεση την Τζούντι Ντεντς, με την οποία έχει συνεργαστεί πολλές φορές. Εξαιρετική στο ρόλο της, είναι το τέλειο δίδυμο με τον Κιαράν Χίντς, τον γραφικό Παππού της ιστορίας.

«Ήθελα να κάνουν τους θεατές να  βιώσουν την ιστορία μέσα από τα μάτια ενός εννιάχρονου παιδιού. Το ήξερα ότι δεν θα μπορούσα να μιλήσω για τις Ταραχές στη Βόρειο Ιρλανδία», εξομολογείται με ειλικρίνεια ο Μπράνα σε συνέντευξη του.

Έτσι η παρουσία και ανάμειξη του βρετανικού στρατού ελαχιστοποιείται και αναδεικνύεται η σύγκρουση ανάμεσα στις θρησκευτικές κοινότητες. Η οικογένεια του Μπάντι είναι οι ‘καλοί’ ανάμεσα στους ‘κακούς’, προτεστάντες, αυτοί που έχουν ανοιχτό μυαλό και δεν αποδέχονται τους διαχωρισμούς στη βάση της θρησκείας ή ο,τι άλλο. Η λύση είναι η φυγή ( και όχι να κάτσεις να το παλέψεις), οπότε δε χρειάζεται να πούμε τι έγινε στη συνέχεια, και ούτε γάτα ούτε ζημιά.

Εκτός από κατάθεση ψυχής για την παιδική του ηλικία, η ταινία είναι και μια κατάθεση αγάπης του Κένεθ Μπράνα για τον κινηματογράφο που τον βοήθησε να κατανοήσει την τρέλα των Ταραχών. «Το να πηγαίνω στο σινεμά ήταν για μένα μια τελετουργία…Ο κινηματογράφος άνοιξε το μυαλό μου και νομίζω πως όταν άρχισε η βία ήταν ένας τρόπος για προσπαθήσω να την καταλάβω».

Έτσι λοιπόν η ταινία αυτή, που αναφέρεται στις αρχές των Ταραχών στη Βόρειο Ιρλανδία, ξεχειλίζει από αμερικάνικο κινηματογράφο.

Όχι μόνο οι σκηνές όπου η οικογένεια ξαναβρίσκει τους ρυθμούς της μέσα στη σκοτεινή αίθουσα απολαμβάνοντας μια υπερπαραγωγή της εποχής αλλά και μέσα από τη μικρή οθόνη που έχει αρχίσει να καταλαμβάνει περίοπτη θέση μέσα στα σπίτια.

Ο Τζον Γουέην και ο Γκάρυ Κούπερ στέκονται αρωγοί στον μικρό Μπάντυ καθώς εμφανίζονται πίσω από το γυαλί σε κομβικά σημεία της ιστορίας για να δώσουν τη δική τους εξήγηση για το τι συμβαίνει στον κόσμο γύρω του.[i] Η δε τελευταία σκηνή τις σύγκρουσης ανάμεσα στον πατέρα και τον αντίπαλο – φανατικό προτεστάντη – υπαίτιο και υποκινητή, τον οποίο συλλαμβάνει ο βρετανικός στρατός στην προσπάθεια του να επιλυθεί η κρίση (πόσο αληθοφανές!) είναι γυρισμένη καθαρά με όρους και αισθητική της φόρμας του γουέστερν: η σκηνή της μονομαχίας στον κεντρικό δρόμο, μπροστά από το σαλούν. Υπό τους ήχους δε του Oh My Darling, του εμβληματικού τραγουδιού από το Τρένο θα σφυρίξει Τρεις Φορές.

Έχουμε συνηθίσει τα εναλλακτικά αλλά και τα σύγχρονα γουέστερν να χρησιμοποιούν την αλληγορία και την παραβολή για να αναφέρονται μέσα από μια κλασική χολιγουντιανή φόρμα σε σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα. Την ίδια αυτή φόρμα έχουν δανειστεί και ενσωματώσει στις ταινίες τους πολλοί σύγχρονοι σκηνοθέτες. Αλλά να την χρησιμοποιεί κάποιος ως εργαλείο ανάλυσης μιας ιστορικής πραγματικότητας εντελώς διαφορετικής από αυτή για την οποία συγκροτήθηκε ως κινηματογραφικό είδος – και μάλιστα όταν αυτός ο κάποιος δεν έχει ασχοληθεί σε όλη τη διάρκεια της πολύ πετυχημένης σταδιοδρομίας του ως σκηνοθέτης ποτέ με το είδος – ήταν σίγουρα μια ευχάριστη έκπληξη και μια συμβολή στην κινηματογραφική ιστορία. Και μ αυτό τελειώνω.

Α, και καλή επιτυχία στον Κένεθ Μπράνα, στη φετινή απονομή. Άντε, και μ’ ένα αγαλαματίδιο!


[1] Στην ταινία προβάλλονται σκηνές από τις ταινίες Ο Άνθρωπος που Σκότωσε τον Λίμπερτυ Βάλενς και Το Τρένο Θα Σφυρίξει Τρεις Φορές

 

[i] Στην ταινία προβάλλονται σκηνές από τις ταινίες Ο Άνθρωπος που Σκότωσε τον Λίμπερτυ Βάλενς και Το Τρένο Θα Σφυρίξει Τρεις Φορές

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ