Νίκος Αντύπας: Σαν ηφαίστειο που… θυμάται

Με συγκίνηση αποχαιρετούμε τον Νίκο Αντύπα. Το «Σαν ηφαίστειο που ξυπνά» ήταν ένας δίσκος που σημάδεψε τη δημιουργική διαδρομή του σπουδαίου συνθέτη και ενορχηστρωτή και απέδειξε πως ακόμα και τα ηφαίστεια έχουν μνήμη.

Νίκος Αντύπας: Σαν ηφαίστειο που… θυμάται
ΠΡΟΒΟΛΗ

Λοιπόν, μας βρήκαν συννεφιές. Αυτός είναι ο πρώτος στίχος που χορεύει μπροστά στα μάτια σου στην είδηση του θανάτου του Νίκου Αντύπα.

Μετά σκέφτεσαι το «κι ό,τι αγαπάγαμε ως χθες οδύνη». Στίχοι που έγραψαν άλλοι, το νόημα των οποίων, ωστόσο, ρευστοποιείται μέσα στις μουσικές που ο ίδιος σκάρωσε, στις ενορχηστρώσεις που ο ίδιος εμπνεύστηκε. Και μας προκάλεσε μια πρωτόγνωρη έξαψη.

Ο Νίκος Αντύπας με την αποδήμησή του επαληθεύει αυτό που ισχύει για όλους τους μεγάλους, πως δηλαδή με το θάνατό τους αφήνουν δυσαναπλήρωτα κενά, τόσο σε ιδιωτικό όσο και σε δημόσιο επίπεδο. Ευτυχώς όμως παραμένουν τα τραγούδια του. Ευτυχώς. Πριν γίνει στάχτη, έζησε κάτι. Κι ήταν αγάπη. Ήταν μουσική.

Δεν γίνεται, λοιπόν, να φεύγουν απ’ τον κόσμο αυτό άνθρωποι όπως ο Αντύπας και να μην πυροδοτείται κάτι εντός σου. Ένα μάγκωμα για τη φτωχή φτώχια. Άνθρωποι που κοσμούσαν το προσωπικό σου πάνθεο, το δικό σου Hall of Fame, όπου τα φώτα ένα ένα σβήνουν.

Τα εγκώμια αυτά τα χολιγουντιανά, όμως, δεν μπορώ να τα πλέξω. Δεν με τραβάνε τα χέρια μου. Με πέντε έξι σημαντικές απώλειες πολιτισμού που ζήσαμε, αξιωθήκαμε ξαφνικά όλοι να γράψουμε μια νεκρολογία. Λες κι είμαστε τι; Οι θυρωροί της τέχνης; Όχι. Γι’ αυτό θα καταγράψω μόνο τα συναισθήματά μου ως ακροατής του. Συνθέτης, ενορχηστρωτής και ντράμερ, η πορεία του Νίκου Αντύπα σημαδεύτηκε, μεταξύ άλλων, από το δίσκο «Σαν ηφαίστειο που ξυπνά». Και αυτόν θυμάμαι σήμερα.

Τα ηφαίστεια, λέει, γεννιούνται και πεθαίνουν και μετά θεραπεύονται από μόνα τους. Αυτή η αποσύνθεση και η εκ νέου ανάπτυξή τους επηρεάζει, λέει, τη σύσταση του μάγματος, οπότε και η επόμενη έκρηξη θα παρουσιάσει ένα είδος «μνήμης» στα διάφορα επίπεδα πίεσης. Το ηφαίστειο έχει μνήμη. Το ηφαίστειο θυμάται. Θυμόμαστε, λοιπόν, πως είναι 1997 και η Άλκηστης Πρωτοψάλτη ψάχνεται ρεπερτοριακά. Η Λίνα Νικολακοπούλου, στοργική πνευματική μητέρα όλων μας, όλων των Ελλήνων, έχει αποστάξει έναν λόγο τολμηρό, υπερρεαλιστικό, απ’ τα έγκατα του νου. Κι όλη αυτήν την ψυχανάλυση, την αλήθεια της ψυχής της, την ψυχαλήθεια της θα έρθει να την σωματοποιήσει ο Αντύπας, παραδίδοντας ένα υλικό-ησυχαστήριο.

Δεχτείτε με, ντελικάτα τραγούδια της ψυχής, ως ειλικρινή αποδέκτη σας.

Ελάτε, διατρέξτε με, επιτρέψτε σε κάθε νότα να διαθλαστεί καθώς διαπερνά τους ακουστικούς μου πόρους. Κι εγώ θα ξορκίζω το πένθος μέσα σε ήχους και στίχους. Μέσα απ’ αυτούς τους ωραίους συγκερασμούς των τραγουδιών. Των κάπως ροκ, των κάπως ποπ, κάπως λαϊκών, κάπως νεωτεριστικών, κάπως κινηματογραφικών. Των τραγουδιών που καμώθηκαν με έναν τρόπο που δεν τα καθιστά εύκολα, κι ας μπόρεσαν να κρατηθούν εύκολα. Που μας έμπασαν στο απόκοσμο φως του συνθεσάιζερ, μας έκαναν να αφουγκραστούμε το ανατριχιαστικό αλύχτημα του ζουρνά, του ταμπουρά.

Θυμάμαι τα εξής:

Κομμάτι 1, «Διθέσιο»: Όχι, δεν είναι το τραγούδι του λαμαρινά και του γκαραζιέρη. Είναι ηχητική ουσία που σταλάζει αγωνία και μετά γίνεται σχοινί αναρριχητικό και σε οδηγεί στο θάνατό σου. Δεν ξέρω τι άλλο να σημειώσω.

Κομμάτι 2, «Λάβα»: Εδώ συστέλλομαι. Στοιχειό. Το έχει πει ο Ελύτης: «Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη». Εδώ ξυπνάει το μέσα σου, που ψάχνεται απελπισμένα για να αλλάξει ζωή. Η συνείδηση είναι ένα ηφαίστειο αρχαίο που βγαίνει απ’ τη χαυνότητα και τον λήθαργο και σκάει, παλεύει να τα κάψει όλα.

Κομμάτι 3, «Μόνο του»: Το μυαλό του ανθρώπου καίγεται μόνο του. Κάψιμο, λοιπόν, κι αυτό το τραγούδι. Ανιχνευτικό, μύχιο. Απάντηση σ’ όλα τα εύλογα ερωτήματα. Έλα να μυηθείς, έλα να δοκιμάσεις την έκσταση.

Κομμάτι 5, «Τριανταφυλλιά του κόσμου»: Αυτό το αριστούργημα. Όπλο εξιλέωσης (νέοι σαν θεοί, γαρ) και soundtrack για τα μαλακά σύννεφα. Για τα κουφάρια ονείρων, έστω.

Κομμάτι 6, «Μωρό»: Το παιδί μέσα μας που ποτέ δεν κοιμάται. Ύλη πρωτεϊκή που ματώνει τις πληγές. Επιδρομή στο άρρητο. Μην πλημμυρίζεις υποψίες. Όπως τα ακούς είναι.

Κομμάτι 7, «Καθρέφτης»: Κόστισες, κόστισα. Εδώ ο Αντύπας ήρθε να αποκωδικοποιήσει την αφαιρετικότητα των στίχων της Νικολακοπούλου και χαρίζει ένα πολύ ακριβό, θησαυρένιο τρίλεπτο.

Κομμάτι 11, “Post-Love”: Αν είμαστε έτσι καλά, αν είμαστε έτσι γεροί, αν είμαστε έτσι ζεστά. Με την αντίληψη οξυμένη από μια αίσθηση προοπτικής. Το δέλεαρ της ομορφιάς, δηλαδή.

Κομμάτι 12, «Αιγαίο»: Ο εθνικός μου ύμνος. Μεταποιώ το «θα» σε θάλασσα. Θα απόρριπτες έναν δημιουργό που πέρασε μελωδίες σ’ αυτά τα λόγια; Θα τον αμφισβητούσες; Απάντησε γρήγορα.

Δεν αλλάζεις, λοιπόν, εύκολα ιδεολογικό ορίζοντα μετά από μια τέτοια ακρόαση. Ο Νίκος Αντύπας συνέθεσε τραγούδια που εκμεταλλεύτηκαν το συναίσθημά μας πολύ σωστά, που σχεδόν καμιά φορά δεν λειτούργησαν ως θόρυβος. Και κανένας εκτελεστής τους δεν μπορεί να τα φτηνύνει, ό,τι κι αν κάνει. Τραγούδια-στεριές, σαν ξαστεριές για ναυαγούς. Τραγούδια που μας θυμίζουν πως πρέπει να προστεθούμε σε ένα άθροισμα ομάδας κι όχι αγέλης.

Κύριε Νίκο Αντύπα, σε ευχαριστούμε.

Το ηφαίστειο σε θυμάται και μες στον κρατήρα του θα κοχλάζουν πάντα οι χθόνιες μουσικές σου. Να πας καλά, όπου πας καλά.

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ