Οι ταινίες της εβδομάδας

Για δεύτερη φορά μέσα σε λίγες βδομάδες ο Κένεθ Μπράνα εμφανίζεται στις μαρκίζες των κινηματογράφων, αυτή τη φορά ως σκηνοθέτης αλλά και πρωταγωνιστής –Ηρακλής Πουαρό– μιας καινούργιας εκδοχής του γνωστού Εγκλήματος στο Νείλο της Αγκάθα Κρίστι, με πλειάδα γνωστών ηθοποιών –αμ πως!– και σαγηνευτικά εξωτικά πλάνα από την Αίγυπτο. Δίπλα στη χολιγουντιανή του λάμψη στέκονται δυο καθόλου λαμπερές, μάλλον σκοτεινές θα τις έλεγες, ιδιαίτερες ταινίες που αξίζουν την προσοχή μας.

Οι ταινίες της εβδομάδας
ΠΡΟΒΟΛΗ

Φυσικό Φως (Natural Light) – Ντένες Νάγκι

Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του Ούγγρου σκηνοθέτη έχει σαν θέμα μία από τις χιλιάδες μικρές βελονιές που όλες μαζί φτιάχνουν το πανί του τεράστιου πίνακα του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Μια ιστορία που η Ευρώπη βίωσε με τόσο δραματικό τρόπο που γράφεται και ξαναγράφεται από σύγχρονους επιστήμονες, λογοτέχνες αλλά και σκηνοθέτες. 

Σχετικά πρόσφατη είναι η ταινία του συμπατριώτη του Λάσζλο Νέμες, Ο Γιος του Σαούλ, που μας έβαλε κι εμάς κυριολεκτικά μέσα στο στρατόπεδο θανάτου του Άουσβιτς να ζήσουμε την φρίκη των τελευταίων ημερών της Τελικής Λύσης.

Ο Ντένες Νάγκι στρέφει την κάμερα σε μια άλλη γεωγραφία και άλλη στιγμή: ο πρωταγωνιστής του, ο λοχίας Σεμέτκ, είναι ένας Ούγγρος αξιωματούχους που μαζί με άλλους συμπατριώτες του βοηθούν τα ναζιστικά στρατεύματα στην εκκαθάριση των κατεχόμενων εδαφών της Σοβιετικής Ένωσης από τους μπολσεβίκους αντάρτες.

Καθώς Ούγγροι και Γερμανοί μπαίνουν μέσα σε ένα χωριό όπου υποπτεύονται ότι είναι ορμητήριο των ανταρτών, ο Σεμέτκ  θα έρθει αντιμέτωπος με μια βία από την οποία δεν μπορεί να αποστασιοποιηθεί, όσο και αν το προσπαθεί.

Ενώ ο χωρόχρονος παραπέμπει στο εμβληματικό Έλα να Δεις του Έλαμ Κλίμοφ, στο οποίο και αρκετοί αναφέρθηκαν, ο άξονας της αφήγησης αλλά και η κινηματογραφική γραφή είναι πολύ διαφορετικές.

Ο Ντάγκι γυρίζει μια ταινία που, αν και είναι έγχρωμη, το εύρος της χρωματικής παλέτας είναι τόσο περιορισμένο που σου αφήνει την εντύπωση της ασπρόμαυρης. Μια σκοτεινή ταινία, όπως σκοτεινή είναι και η ιστορία που αφηγείται. Μια ιστορία παράλογης βίας, την οποία ο σκηνοθέτης επιλέγει να την κοιτάξει μέσα από τα μάτια του αμέτοχου συμμέτοχου.

Την Ουγγαρία τη βαραίνει το παρελθόν της συνεργασίας με τα ναζιστικά στρατεύματα. Τη βαραίνει κι το παρόν της, η ανάδυση των ακροδεξιών εκτρωμάτων στην πολιτική σκηνή της χώρας.

Οι καλλιτέχνες νιώθουν την υποχρέωση να γυρίσουν πίσω, να αφηγηθούν, να προσπαθήσουν να καταλάβουν, να εξηγήσουν. Το βάρος στην ταινία δεν δίνεται στις φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν, αλλά στην αντίδραση των Ούγγρων στρατιωτών, οι οποίοι σιγά σιγά ανακαλύπτουν πως παίζουν ρόλο κομπάρσου σε ένα δράμα με άλλους πρωταγωνιστές. Επειδή έχουν τον κεντρικό ρόλο, η επιλογή τους έγινε πολύ προσεκτικά. Είκοσι φοιτητές έψαξαν στην Ουγγαρία για εποχιακούς εργάτες γης που κλήθηκαν να αυτοσχεδιάσουν, προσδίδοντας την γνησιότητα που επιζητούσε ο σκηνοθέτης με τις εκφράσεις των ματιών και τις βαθιές ρυτίδες στα πρόσωπα τους. Για τον ίδιο λόγο επιλέχθηκαν ως σκηνικό τα πυκνά και ομιχλώδη δάση της Λεττονίας, για να απλώσουν στην οθόνη τη σκοτεινιά που τόσο ταιριάζει με την ψυχική κατάσταση όλων των ηρώων, σε όποια πλευρά κι αν ανήκουν.

Γιατί ο Νάγκι κάνει μικρές διακρίσεις καθώς σχεδιάζει το ψυχολογικό προφίλ των διάφορων κοινωνικών ομάδων: Γερμανοί στρατιώτες, Ούγγροι στρατιώτες, παρτιζάνοι, εμφανίζονται στον φακό παραδομένοι σε ένα κύκλο βίας από τον οποίο δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για να ξεφύγουν. Στο βλέμμα του Σέμεκτ το συναίσθημα έχει πετρώσει, για να μπορέσει να ανταπεξέλθει.

Η αργόσυρτη αυτή ταινία δεν έχει σκοπό να καταδικάσει τη ναζιστική θηριωδία στο Ανατολικό Μέτωπο αλλά να βοηθήσει να προσεγγιστεί το παρελθόν με αναλυτικά εργαλεία που θα εμποδίσουν την επανάληψη του στο μέλλον.

Πηγή έμπνευσης του σεναρίου ήταν εφτά μόνο σελίδες από της βιογραφία που είχε γράψει ο Παλ Ζαβαντα. Εφτά σελίδες, τρεις μέρες που αποτύπωναν ένα γεγονός που δεν είχε καλούς και κακούς. Έτσι όπως ήθελε να το δει ο Ναγκί, που κι ο δικός του παππούς ήταν ένας από τους χωρικούς που βρέθηκαν ξαφνικά στη μέση του πουθενά να πολεμάει απέναντι σε έναν αόρατο εχθρό για ένα πόλεμο που, εντέλει, δεν ήταν δικός του. Και προσπαθεί με το Φυσικό Φως –που τιμήθηκε με την Αργυρή Άρκτο για τη σκηνοθεσία του στο περσινό Φεστιβάλ του Βερολίνου- να δώσει τη διαχρονική διάσταση του παραλογισμού του πολέμου.

Τελευταίοι και πρώτοι άνθρωποι (Last and First Men) – Γιόχαν Γιόχανσον

Στο χώρο του πειραματικού κινηματογράφου εντάσσεται η πρώτη και τελευταία ταινία του Ισλανδού μουσικοσυνθέτη Γιόχαν Γιόχανσον, που πέθανε το 2018 στο Βερολίνο σε ηλικία 48 χρονών αφού πρώτα είχε μπερδέψει θεσμοποιημένες και μη θεσμοποιημένες δραστικές ουσίες.

Τρία είναι τα βασικά συστατικά αυτής της ιδιαίτερα και παράξενα ελκυστικής ταινίας:

1. Η υποβλητική και απόκοσμη μουσική του Γιόχανσον, ο οποίος έχει υπογράψει τη μουσική επένδυση ταινιών όπως το Σικάριο και Η Θεωρία των Πάντων.

2. Το ανυπέρβλητο και πρώιμο κείμενο που έγραψε ο Όλαφ Στέηπλντον το 1930, μια αφήγηση της ιστορίας των ανθρώπων από το σήμερα μέχρι το τέλος του ανθρώπινου είδους.

3. Η εμπνευσμένη φωτογράφιση – κινηματογράφηση των φουτουριστικών τσιμεντένιων όγκων που ύψωσαν οι Γιουγκοσλάβοι κατά μήκος των Βαλκανικών Άλπεων για να τιμήσουν την αντίσταση των Σέρβων ενάντια στους ναζί.

Κι όλα αυτά έρχεται και τα δένει η φωνή της Τίλντα Σουίντον, που και πάλι καταφέρνει μια εντελώς ολόδική της κινηματογραφική παρουσία.

Οι τελευταίοι άνθρωποι, ο 18ος πολιτισμός, 20.000.000.000 χρόνια μετά από σήμερα, καλλιτέχνες και φιλόσοφοι που αντιμετωπίζουν τον αφανισμό τους από έναν σουπερνόβα που θα προσκρούσει τον ήλιο και θα αφανίσει τη ζωή σε όλους τους γύρω πλανήτες, μας διηγούνται την ιστορίας της γης και τη δική τους και μας παρακαλούν να τους βοηθήσουμε με τις λίγες μας γνώσεις να ξεκλειδώσουν τα τελευταία μυστικά του κόσμου μας.

Σουρεαλιστική, μαγική, φιλοσοφημένη επιστημονική φαντασία, λόγια μεστά, μια παραβολή της ουτοπίας, σκέψεις για την πορεία της ανθρωπότητας, για την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Food for thought είναι αυτή η ταινία η οποία, παρά την ελλειπτική και στατική προσέγγιση, βλέπεται ευχάριστα σε όλα τα μόλις 70 λεπτά της διάρκειας της και ανάγεται σε οπτικοακουστική εμπειρία.

Ιδιαίτερα εντυπωσιακή και άξια μνείας η παρουσία των κονστρουκτιβιστικών αρχιτεκτονημάτων που ο Γιόχανσον αναζήτησε στις χώρες που αποτελούσαν την πρώην Γιουγκοσλαβία. Δυναμικά σύνολα από τόνους σκυροδέματος που ορθώθηκαν ανάμεσα στις δασωμένες βουνοπλαγιές –που και αυτές έχουν ρόλο να παίξουν στην οπτική αφήγηση του Γιόχανσον– καιπου ήθελαν να κρατήσουν ζωντανή την ανάμνηση ενός αγώνα που το σύνολο του "πολιτισμένου" κόσμου μάλλον θέλει να ξεχαστεί.

Του ηρωικού αγώνα των Σέρβων που, αντίθετα με τους Ούγγρους, αντιστάθηκαν ενάντια στους Ναζί –σώζοντας και χιλιάδες εβραίους– και το πλήρωσαν με ξεκληρίσματα ολόκληρων πόλεων και τον μεγαλύτερο αριθμό νεκρών μετά τη Σοβιετική ΄Ένωση τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο!

Ο Ισλανδός έρχεται για να αγκαλιάσει με την κάμερα τις ευθείες, τις καμπύλες, τις προεξοχές και τα κοιλώματα τους, και να τα τιμήσει με τη σειρά του συνδέοντας τα με μια αόρατη γραμμή μ ένα μακρινό και μέλλον όπου δεν θα υπάρχουν πια λόγοι για να υψωθούν τέτοια μνημεία.

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ