Πόσο κοστίζει μια «μεγάλη απόδραση»;

Το συγκινητικό δράμα του Σεμπάστιαν Μάιζε εκτυλίσσεται στη μεταπολεμική Γερμανία, όπου ένας άνδρας μπαινοβγαίνει στις φυλακές μέχρι το 1969, εξαιτίας της διαβόητης Παραγράφου 175, που μέχρι το 1994 έχριζε την ομοφυλοφιλία έγκλημα. Ένα φιλμ-ύμνος στην ανάγκη για ελευθερία, που δικαίως απέσπασε τα βραβεία σε σειρά διεθνών φεστιβάλ, όπως το βραβείο Κοινού και Π.Ε.Κ.Κ. στις περσινές Νύχτες Πρεμιέρας.

Πόσο κοστίζει μια «μεγάλη απόδραση»;
ΠΡΟΒΟΛΗ

Πέρασαν γύρω στις δέκα μέρες από τότε που παρακολούθησα τη συγκεκριμένη ταινία, καθώς ήθελα να περάσει ένα εύλογο διάστημα, ώστε να «καθίσει» μέσα μου οποιοδήποτε συναίσθημα παραμόνευε να με αποπροσανατολίσει. Η «Μεγάλη Απόδραση» (Große Freiheit), η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Αυστριακού Σεμπάστιαν Μάιζε, πρωτοήρθε στην Ελλάδα το περασμένο φθινόπωρο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ των Νυχτών Πρεμιέρας, ωστόσο την άφησα και δεν έτρεξα να δω κάποια απ’ τις συλλεκτικές προβολές της. Μια ιστορία που εκτείνεται σε διάρκεια 25 ετών και αποτελεί την έμμεση κριτική του δημιουργού στο ζήτημα της χρόνιας δίωξης των γκέι και της αμείλικτης καταπάτησης των δικαιωμάτων τους. Μια ιστορία που θα έχει συμβεί και στην πραγματικότητα ουκ ολίγες φορές. Μια ιστορία που ξεφεύγει από μια κοινότυπη queer αφήγηση, ωστόσο βρίθει από έναν άκρατο συναισθηματισμό και μια ευαισθησία που πηγάζουν μέσα απ’ το βαθύ σκοτάδι της.

Βρισκόμαστε στη Γερμανία του 1969. Το φιλμ ανοίγει με πλάνα που έχει καταγράψει η κάμερα της αστυνομίας  σε δημόσιες τουαλέτες, τα οποία απεικονίζουν τον πρωταγωνιστή να επιδίδεται σε σεξουαλικές πράξεις με διάφορους άνδρες. Στις επόμενες σκηνές ο θεατής τον παρακολουθεί να ενσωματώνεται ως κρατούμενος στο περιβάλλον της φυλακής κι εκεί συνειδητοποιεί πως μάλλον δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό. Φαίνεται πως ο Χανς είναι γνωστός στους φρουρούς και στους κρατούμενους, αυτός ο «αιχμάλωτος του πάθους του», ή καλύτερα αυτό το θύμα της παραγράφου 175 του Γερμανικού Ποινικού Κώδικα, που από το 1871 έως και το 1994 καθιστούσε τις ομοφυλοφιλικές πράξεις μεταξύ ανδρών έγκλημα. Περίπου 140.000 άνδρες καταδικάστηκαν βάσει του νόμου αυτού. Ο σκηνοθέτης, λοιπόν, επιλέγει την ιστορία του Χανς για να μιλήσει για μια ολόκληρη εποχή όπου οι ομοφυλόφιλοι άνδρες καταπιέζονταν και τιμωρούνταν.

Η ταινία στη συνέχεια πηδά πίσω στο 1948. Ο Χανς εδώ φυλακίζεται για πρώτη φορά, για να συνεχίσει την ποινή του μετά την τραγική εμπειρία του σε στρατόπεδο συγκέντρωσης των Ναζί. Εδώ γνωρίζεται με τον Βίκτορ, έναν καταδικασμένο δολοφόνο και έμπορο ναρκωτικών, με τον οποίο θα μοιραστούν το ίδιο κελί, αν και στην αρχή η σχέση τους είναι τεταμένη εξαιτίας της ομοφυλοφιλίας του Χανς. Έπειτα κοντινό στο τατουάζ με τον αριθμό μητρώου του στρατοπέδου συγκέντρωσης. Ο Βίκτορ ασχολείται ερασιτεχνικά με την τέχνη του τατουάζ και προσφέρεται να του το καλύψει με κάτι άλλο, μαθαίνοντας για την ιστορία του λιγομίλητου νέου. Κι εδώ είναι που η αρχική αποστροφή και επιφυλακτικότητα μετατρέπονται σε οικειότητα, που θα αναπτυχθεί περισσότερο όταν ο Χανς φυλακιστεί ξανά, και μετά σε κάτι που ναι, το λες αγάπη. Η μόνη σταθερά για τον Χανς σ’ αυτά τα μπες-βγες μέσα στις φυλακές είναι ο Βίκτορ. Το αίσθημα του ανήκειν πάνω από οτιδήποτε σαρκικό.

Η κομψή σκηνοθεσία του Σεμπάστιαν Μάιζε είναι διακριτική και προσηλωμένη, σαν να κρατά ένα μεγεθυντικό φακό πάνω από τη σχέση των δύο αυτών προσώπων που πασχίζουν να αποκτήσουν το ειδύλλιο. Είναι φανερό πως βασίζεται στους ηθοποιούς του και στην προσγειωμένη, απέριττη απόδοσή τους. Αυτό που πρωταγωνιστεί στον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται το φακό είναι η σωματικότητα μεταξύ τους, σε μια προσπάθεια να συνειδητοποιήσουν και οι ίδιοι τα συναισθήματά τους. Και παρ’ όλο που μπορεί να φτάνουν στα όρια, δεν κατονομάζουν στιγμή αυτό που αισθάνονται. Δεν τον απασχολεί τον σκηνοθέτη μια ξεκάθαρη δήλωση, παρά να παρουσιάσει την εικόνα μιας κοινότητας ανθρώπων που κάπως μοιρολατρικά βαδίζουν προς το πεπρωμένο τους, ένα σύμπλεγμα γεμάτο πάθος, είτε αυτό προσδιορίζεται, είτε όχι.

Η επανάσταση είναι η μοίρα του σκλάβου και ο Χανς Χόφμαν δεν θέλει καθόλου να παίξει αυτό το ρόλο. Ο ίδιος αναπνέει καλύτερα όταν βρίσκεται μέσα στη φυλακή, παρά έξω απ’ αυτήν. Ο Φραντς Ρογκόφσκι, κρυμμένος πίσω από σιωπές και βλέμματα, τα λέει κυριολεκτικά όλα με την πολυεπίπεδη ερμηνεία του. Που την έφτασε στο ύψος αυτό σχεδόν ασκητικά, τρώγοντας μόνο λάχανο, καρύδια και πίνοντας νερό. Πόσοι κόσμοι κρύβονται πίσω από το αμυδρό χαμόγελό του και πόσες διακρίσεις αναμένεται να λάβουν τα μάτια του. Αυτό είναι κάτι για το οποίο βεβαιώνεται κανείς παρακολουθώντας το φιλμ αυτό. Το ίδιο και για τον Γκέοργκ Φρίντριχ, που υποδύεται τον Βίκτορ, μια πέτρινη φιγούρα που στ’ αλήθεια καταφέρνει και υγροποιείται στη συνέχεια. Γιατί ο μόνος καλός άνθρωπος είναι ο εκπεφρασμένος άνθρωπος, έστω και αν το πράττει με το να σωπάσει.

Ναι, η μεταπήδηση από τη μία δεκαετία στην άλλη πράγματι απελευθερώνει τα γεγονότα από κάθε είδους χρονικά δεσμά, ωστόσο στο τέλος ο θεατής κάπως χάνει το αίσθημα ολοκλήρωσης που ίσως να απολάμβανε από την παράθεση των επεισοδίων με «φυσιολογική» χρονική ακολουθία. Και ας μη λησμονήσω να αποτίσω τον απαραίτητο φόρο τιμής στην Κριστέλ Φουρνιέ, που στη φωτογραφία της χώρεσε όλο το ρομαντικό μπλε της Νουβέλ Βαγκ. Αυτό που κράτησα, τέλος, είναι πως ο Χανς πρόκειται για έναν άνθρωπο που δεν τον ντροπιάζει αυτό που είναι, όσο κι αν οι γύρω του προσπαθούν να τον κάνουν, έμμεσα ή άμεσα, να νιώσει μειονεκτικά. Μολονότι το φινάλε δεν ευχαριστεί τους πάντες, το πολιτικό πρόταγμα του Μάιζε είναι πως μέσα σε κάθε άνθρωπο βρίσκεται η καρδιά του κι αυτό είναι το ακριβό νόμισμα με το οποίο θα πληρώσει για την ελευθερία του.

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ