Η Μαρία Κουβίδη στο 2020mag.gr: «Το σπάσιμο της σιωπής είναι το φως»

Η Μαρία Κουβίδη, ηθοποιός, δασκάλα θεάτρου και δραματοθεραπεύτρια, μιλάει στο 2020mag.gr με αφορμή τον μονόλογο «Βαλς νο. 6», του Βραζιλιάνου Νέλσον Ροντρίγκεζ που ανέβηκε στο ξενοδοχείο Μπάγκειον, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Φάμη. Μια ιστορία για την έμφυλη βία. Μια ιστορία για το τέλος της σιωπής, για τα κορίτσια που παλεύουν με το σκοτάδι τους και βγαίνουν στο φως.

Η Μαρία Κουβίδη στο 2020mag.gr: «Το σπάσιμο της σιωπής είναι το φως»
ΠΡΟΒΟΛΗ

Στην παλαιότερη πλατεία της Αθήνας, στην πλατεία Ομονοίας, στέκεται για κάτι περισσότερο από έναν αιώνα το ξενοδοχείο Μπάγκειον. Το συγκεκριμένο κτήριο με ενθουσιάζει και με γοητεύει. Με ελκύει αυτή η παρακμή. Απόδειξη ότι καθόλου δεν ξέφυγε τελικά από τον στόχο του ο πατέρας Σοπενάουερ. Για εμένα το στοιχειώνουν η ιστορία του και οι ήρωες που κατά καιρούς ζωντανεύουν στη μεγάλη παγερή σάλα του πρώτου ορόφου. Αυτή τη φορά ήρθα να παρακολουθήσω την ιστορία της 15χρονης Σόνιας, της ηρωίδας του Βραζιλιάνου Νέλσον Ροντρίγκεζ στον μονόλογο «Βαλς νο. 6». Μια ιστορία για την έμφυλη βία. Μια ιστορία για το τέλος της σιωπής, για όλα τα κορίτσια που παλεύουν με το σκοτάδι τους και βγαίνουν στο φως.

Λίγο πριν ξεκινήσει η παράσταση που σκηνοθετεί ο Κωνσταντίνος Φάμης συναντώ στο χώρο την πρωταγωνίστρια του έργου, Μαρία Κουβίδη. «Είστε μόνη; Δε φοβάστε;», ρωτάω με το που μου ξεκλειδώνει τη γυάλινη πόρτα του πανέρημου μισοσκότεινου ξενοδοχείου για να περάσω. Δύο τρία παιδιά της παραγωγής που στήνουν το σκηνικό μού χαμογελούν καθώς ανεβαίνουμε μαζί στο δωμάτιο μες στο οποίο ετοιμάζεται η ηθοποιός. Χαμηλός, κίτρινος φωτισμός, το κρύο μπάζει αναπόφευκτα απ’ το μισάνοιχτο ξύλινο παράθυρο. Λίγα πρώτα λόγια δικτύωσης, συμφωνία να αλληλοαπευθυνόμαστε για την υπόλοιπη ώρα στον ενικό, τσιγάρο, αναπτήρας και χωρίς πολλά πολλά γράφουμε.

Η Μαρία Κουβίδη, λοιπόν, εκτός από ηθοποιός, είναι δασκάλα θεάτρου σε σχολεία, αλλά και δραματοθεραπεύτρια. Σε μια πρόσφατη συνέντευξή της διάβασα χαρακτηριστικά την πολύ ιδιαίτερη δήλωσή της: «γίνομαι ηθοποιός όταν το φέρνουν οι συγκυρίες». Επειδή, όμως, καταλαβαίνω πως έχω απέναντί μου έναν άνθρωπο για τον οποίο το θέατρο αποτελεί καθημερινότητα, παρά το ότι αποκαλεί τον εαυτό της κάπως «πολυτεχνίτη και ερημοσπίτη», θέλω αρχικά να τη ρωτήσω τι την ολοκληρώνει περισσότερο στην τέχνη: η υποκριτική καθαυτή, με την έννοια της προσωπικής εξέλιξης μέσα από ένα ρόλο, ή το να παρακολουθεί την εξέλιξη κάποιου άλλου μέσα από την υποκριτική, στο πλαίσιο της ψυχοθεραπευτικής προσέγγισης της δραματοθεραπείας;

«Δεν μπορώ να σου πω ότι προτιμώ κάποιο από τα δύο, γιατί για εμένα είναι το θέατρο στο σύνολό του. Δεν είμαι ο άνθρωπος που μπορεί να κυνηγήσει την υποκριτική πολύ έντονα λόγω χαρακτήρα. Γι’ αυτό λέω ότι γίνομαι ηθοποιός όταν το φέρνουν οι συγκυρίες, όταν είμαι δηλαδή με ανθρώπους που με αγαπάνε και τους αγαπώ, που ξέρω ότι θα περάσουμε όμορφα, με παρεΐστικη διάθεση. Από την άλλη δεν θεωρώ σε καμία περίπτωση ότι η παράσταση που ανεβάζουμε μαζί με έναν θεραπευόμενο είναι λιγότερο σημαντική από τη δική μου, που ανεβάζω τώρα. Το βρίσκω συγκλονιστικό αυτό που συμβαίνει με τις ομάδες, είναι μια υπέροχη διαδικασία. Επομένως είναι το θέατρο γενικά, σε οποιαδήποτε μορφή».

Δεν υπάρχουν ξεκάθαρα διχασμοί και διαχωρισμοί. Είναι δύσκολοι. Μολονότι μου ομολογεί πως το να είσαι δασκάλα θεάτρου είναι μια αρκετά εξαντλητική δουλειά, που σου ρουφάει πολλή ενέργεια, η ίδια νιώθει ικανοποίηση όταν βλέπει ένα παιδί στην πρώτη του επαφή με το θέατρο. Συνεχίζω απευθύνοντας μια πολύ κοινότυπη ερώτηση, αλλά θέλω να μάθω. Ποιος είναι για εκείνη ο καλός ηθοποιός; Εκείνος που θα έχει ξεσηκώσει όλους τους τραγικούς και τους συγγραφείς του Θεάτρου του Παραλόγου, εκείνος που θα γοητεύσει με την κοφτερή τεχνική του, ή εκείνος που θα διακρίνεται από ανθρωπιά, ευαισθησία και ενσυναίσθηση;

«Είναι πολλά πράγματα από αυτά που είπες», μου απαντάει. «Ο ηθοποιός πρέπει να μπορεί να μπαίνει στη θέση του οποιουδήποτε άλλου, του ρόλου και κατ’ επέκταση του κάθε ανθρώπου. Έτσι υπάρχει ενσυναίσθηση. Χρειάζεται να έχει την ευαισθησία να πιάσει κάποιες λεπτές αποχρώσεις. Χρειάζεται επίσης να είναι διαβασμένος, να έχει ερεθίσματα, αν και έχουμε συναντήσει περιπτώσεις παλιών ηθοποιών που δεν είχαν τίποτα από αυτά και ήταν τρομακτικά υπέροχοι. Αλλά νομίζω πως σήμερα, έτσι όπως είμαστε, χρειάζεται να έχεις πολλά ερεθίσματα. Εγώ προσπαθώ να πετύχω δύο πράγματα: πρώτον, οτιδήποτε κάνω, να είναι πολύ αληθινό, να μην ενέχει τίποτα επιτηδευμένο και δεύτερον να είμαι συγκεντρωμένη στο τι συμβαίνει κάθε στιγμή στην παράσταση και στη σκηνή».

Αμέσως μετά θα μου παραδεχτεί πως στην Ελλάδα έχουμε υπέροχους ηθοποιούς. Χαίρεται που γύρω μας δρουν άνθρωποι όπως η Μαρία Πρωτόπαπα, η Ρούλα Πατεράκη, ο Χάρης Φραγκούλης, ο Δημήτρης Λάλος. Δεν χορταίνει επίσης να βλέπει ξανά και ξανά την Ολίβια Κόλμαν, αλλά και την Μέριλ Στριπ.

Τι γίνεται με αυτόν τον μονόλογο του Ροντρίγκεζ, όμως; Ποια ήταν η πρώτη της επαφή με το κείμενο και γιατί να ανεβεί αυτή η παράσταση τώρα; Μου εξηγεί πως για την ίδια αποτέλεσε ένα είδος παρενέργειας απ’ την περίοδο της καραντίνας, όταν σκεφτόταν τι θα ήθελε να κάνει με το που βγαίναμε ξανά έξω. Είχε παρακολουθήσει το έργο για πρώτη φορά το 2000, στο θέατρο του Νέου Κόσμου, σε μια εποχή που δεν ασχολούνταν καν με την υποκριτική και δεν είχε ιδέα τι σημαίνει έμφυλη βία και κακοποίηση.

«Το είχα το κείμενο στο σπίτι, το διάβαζα κατά καιρούς χωρίς να ξέρω γιατί με βασάνιζε. Κάποια στιγμή το συζητούσα με έναν φίλο μου και μου είπε συγκεκριμένα: “Καταλαβαίνεις ότι αυτή η ιστορία είναι ξεκάθαρα μια ιστορία έμφυλης βίας”. Κι εκεί κάπως σκάλωσα. Και σιγά σιγά, όπως συνέβαιναν τα πράγματα και μας κατέκλυζε όλο αυτό το νοσηρό κλίμα με τα διάφορα περιστατικά και τις γυναικοκτονίες, άρχισε να μου εμφυτεύεται η ιδέα ότι θα ήθελα να πω αυτή την ιστορία για αυτά που συμβαίνουν τώρα».

Και γιατί εδώ στο Μπάγκειον; Γιατί εδώ που ο διάκοσμος κάθε άλλο παρά γιορτινός είναι, εδώ που η θερμοκρασία πέφτει σε κάθε σου βήμα;

«Όχι απλά ήθελα εδώ, ήθελα μόνο εδώ. Ήταν τόσο δεμένο το σκηνικό και ο χώρος με το έργο στο μυαλό μου. Μου βγάζει μια εγκατάλειψη, μια μοναξιά. Είναι τεράστιος και η ηρωίδα ένα πλασματάκι στη μέση που τα βάζει με όλους. Οι συμβολισμοί πολλοί. Ένας χώρος με πολλές σκηνικές δυνατότητες, όπως οι πόρτες, η ψηλοτάβανη αίθουσα, πράγματα που αξιοποιήθηκαν σε σημείο που να μην μπορεί το έργο να ανέβει κάπου αλλού. Για εμένα το Μπάγκειον ήταν εντελώς συνδεδεμένο με το κείμενο».

Για όσους δεν γνωρίζουν η σύνθεση «Βαλς αρ. 6» του Φρεντερίκ Σοπέν, γνωστή και ως «Βαλς του ενός λεπτού», λέγεται πως γράφτηκε με αφορμή ένα σκυλί που κυνηγούσε την ουρά του. Για ένα σκύλο αυτή η συνήθεια μπορεί να αναπτύσσεται είτε γιατί του προσφέρει χαρά και ανακούφιση, είτε εξαιτίας μιας ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής. Στην περίπτωση της ηρωίδας της Μαρίας, γιατί άραγε η Σόνια κυνηγάει την ουρά του τραύματός της; Γιατί επιστρέφει πίσω στις κακές αναμνήσεις της;

«Η αλήθεια είναι ότι σε ένα πολύ μεγάλο μέρος του έργου η Σόνια μοιάζει με ένα σκυλί που κυνηγάει την ουρά του. Από τη μία θέλει να θυμηθεί το τραύμα για να μπορέσει να το επουλώσει, από την άλλη είναι τόσο μεγάλο που η απώθηση, η αυτοπροστασία και η αυτοσυντήρηση δεν την αφήνουν να τα θυμηθεί όλα. Οπότε ξεκινά να μαζεύει τα κομμάτια του παζλ, θυμάται λίγο λίγο, μετά απωθεί,  μετά πάλι το ίδιο, πολύ αργά και επώδυνα. Μια κυκλική κίνηση μέχρι να ξεσπάσει».

Ποια είναι τα μέσα που επιστρατεύει για να μπει στον ψυχισμό μιας 15χρονης κοπέλας που έχει βιώσει την κακοποίηση; Αξιοποιεί άραγε τις αναφορές της δικής της παιδικής ηλικίας, των διάφορων περιστατικών ή κάτι άλλο;

«Σε καμία περίπτωση δεν προσπάθησα να υποδυθώ μια 15χρονη. Ούτε η ίδια η Σόνια είναι 15. Δεν ξέρουμε πια. Έχει υποστεί αυτή την κακοποίηση στα 15 της κι έχει παραμείνει εγκλωβισμένη σε αυτή την ηλικία. Θα μπορούσε να είναι και μια ηλικιωμένη γυναίκα που παρέμεινε εγκλωβισμένη σε αυτό το γεγονός και ο χρόνος της ξεκινάει ξανά όταν αποφασίζει να το μοιραστεί. Όσον αφορά στα περιστατικά, ναι, με έχουν στοιχειώσει. Στην έρευνα κατά την προετοιμασία της παράστασης διάβασα ιστορίες, είδα ντοκιμαντέρ. Είναι ένα θέμα που πονάει και το φύλο μας και εν γένει την κοινωνία. Πώς μπορεί κάποιος να ξεχάσει την Ελένη, ή πώς μπορώ να μην την σκεφτώ εγώ; Η Σόνια είναι ένα φανταστικό πρόσωπο, πίσω από αυτήν όμως υπάρχουν κομμάτια από όλες αυτές τις ιστορίες».

Σκέφτομαι ότι το κίνημα #MeΤoo εισήγαγε το φαινόμενο της έμφυλης βίας στον καθημερινό μας διάλογο με έναν ουσιαστικό και λειτουργικό τρόπο. Δεν είναι ένα καινούργιο φαινόμενο, ωστόσο μοιάζει σαν να έχουν αγριέψει πολύ τα πράγματα. Θέλω να ρωτήσω τη Μαρία αν αυτό την τρομάζει, αν ως γυναίκα νιώθει απειλή, ή αν παραμένει αισιόδοξη.

«Δεν γίνεται να είσαι γυναίκα και να μην νιώθεις κάποια ανασφάλεια, γενικά ως ύπαρξη. Είναι αυτό που λέμε, ότι δηλαδή “βαρέθηκα να γυρνάω τη νύχτα με το κλειδί στο χέρι”, ή ότι όλες οι γυναίκες έχει τύχει να πάρουμε ένα ταξί και να κρατήσουμε τον αριθμό της πινακίδας ή να σου πει κάποιος φίλος “πάρε με τηλέφωνο όταν φτάσεις”. Αυτά είναι πράγματα που τα αντιμετωπίζω και τα ζούμε. Αυτό που γίνεται τώρα είναι ότι η πληροφορία βγαίνει προς τα έξω, ενώ παλιά θαβόταν. Συμφωνώ, υπάρχει μια αγριότητα γιατί την μάθαμε μαζεμένη, υπάρχει όμως από πολύ παλιά, από πάντα. Και σκέφτομαι πόσα τέτοια περιστατικά τα έχει φάει η σιωπή και το κουκούλωμα».

Η ηθοποιός θα συνεχίσει λέγοντάς μου πως βρίσκει πολλή παρηγοριά στο γεγονός ότι έχει λυθεί η σιωπή και η ντροπή και η ενοχή από το θύμα έχουν μεταφερθεί εκεί που πρέπει, στο θύτη, στον δράστη. Και το φως σε αυτή την ιστορία, είναι το ότι υπάρχει το λύσιμο της σιωπής. Ο σκηνοθέτης, Κωνσταντίνος Φάμης, της είπε συγκεκριμένα: «εμένα δεν με αφορά να κάνω μια παράσταση που ξεκινάει από σκοτάδι και τελειώνει σε σκοτάδι, αλλά να κάνω μια παράσταση όπου κάπου υπάρχει φως». Το λύσιμο της σιωπής είναι το φως. Η Σόνια ξεκινά να υπάρχει ξανά από την ώρα που αποφασίζει να μιλήσει. Και η παράσταση τελειώνει με το να έχουν ανοίξει όλες οι πόρτες.

Το σκηνικό συντίθεται κυρίως απ’ τους τοίχους και ορισμένα props. Η Μαρία Κουβίδη, μέσα σ’ ένα χλωμό φόρεμα, δομεί κομμάτι κομμάτι την ιστορία της Σόνιας. Μια ερμηνεία λεπτή και ισορροπημένη. Μικρά θραύσματα από την παιδική της ηλικία, από την εξέταση του γιατρού που έτρεχε πίσω από μαθήτριες, από ντελικάτα πιανίσματα του Σοπέν. Είναι άραγε τρελή αυτή η κοπέλα; Δεν ξέρουμε. Ένα μυστήριο. «Επικρατεί ένας λοξορεαλισμός», όπως δηλώνει και η ηθοποιός, που «έχει μια κάπως παραμυθένια ωμότητα, είναι κάπως διαστροφικό». Σαν να κοιτάζεις, δηλαδή, μέσα απ’ την κλειδαρότρυπα.

Μια κούνια πέφτει αργότερα απ’ την οροφή και η ιστορία κορυφώνεται. Δεν βλέπεις το αίμα, αλλά το μυρίζεις. Ακόμα κι αν η Σόνια έχει ήδη δηλώσει ότι δεν θα αφήσει κανέναν άνδρα να δει τις αμυγδαλές της. Θέλει μόνο να συνεχίσει να παίζει πιάνο. Το υποσυνείδητο της ηρωίδας ενεργοποιείται με τον βίαιο θάνατό της. Η σκηνοθεσία μπαίνει στη διαδικασία να φτιάξει μια πιο τρυφερή ατμόσφαιρα, παίρνοντας μια αισθητική απόσταση από όλα τα περιστατικά, σα να επεξεργάζεται την πραγματικότητα μέσα από ένα «παραμύθι» για την έμφυλη βία.

«Αναπόφευκτα μια παράσταση με ένα τέτοιο θέμα παίρνει μια θέση και είναι ένα σχόλιο», αναφέρει. Συμπληρώνει ότι υπήρξε στιγμή που ήθελε μέσα στην παράσταση να ακουστούν τα ονόματα δολοφονημένων γυναικών, πράγμα που απέρριψε αμέσως. Παρ’ όλο που ήταν μια εσωτερική ανάγκη ενείχε τον κίνδυνο να σκεφτεί κάποιος πως προσπαθεί να δημιουργήσει εντυπώσεις ή να προκαλέσει κάποια εύκολη συγκίνηση.  Ήθελε πρώτα να φτιάξει μια παράσταση που θα είναι ένας φόρος τιμής σε κάθε κορίτσι που έχει χαθεί κι έχει υποστεί κακοποίηση και ταυτόχρονα να δηλώσει ότι το σπάσιμο της σιωπής είναι το φως. «Η πατριαρχία είναι κάτι ύπουλο, με το οποίο μεγαλώσαμε. Και είναι πολύ εύκολο, αν δεν προχωρήσεις λίγο παραπέρα και δεν σκεφτείς διαφορετικά, να βλέπεις τα πάντα μέσα απ’ αυτήν».

Μη λέτε «θύμα», το όνομά της να λέτε. Ξέρει κανείς το όνομά της; Τα θύματα έχουν όνομα, λοιπόν. Άραγε, οι νεκροί και οι νεκρές, τα θύματα κακοποίησης και γυναικοκτονιών γίνονται πλέον φιλικές σκιές παρηγοριάς στη δύσκολη ζωή μας;

«Θα ήθελα ο θεατής να φεύγει με αυτή τη σκέψη. Παλιότερα ήταν πολύ πιο εύκολο να αποστασιοποιηθούμε από μια ιστορία και να μην μας ακουμπάει καθόλου. Όταν κολλάμε σε κάποιον την ετικέτα «θύμα», δεν πρέπει να ξεχνάμε πως πίσω από αυτήν έχει ένα όνομα, μια ιστορία, κουβαλάει πράγματα».


ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Μετάφραση: Μαρία Κουβίδη 
Σκηνοθεσία- Φωτισμοί: Κωνσταντίνος Φάμης 
Σκηνικός χώρος – κοστούμι: Κατερίνα Καλφόγλου 
Επιμέλεια κίνησης: Ηρακλής Κωτσαρίνης 
Μουσική επιμέλεια : Γιάννης Μαδούρος 
Φωτογραφίες: Φάνης Παυλόπουλος 
Artwork: Γιώργος Γιαννίμπας 

Επικοινωνία – Δημόσιες σχέσεις : Χρύσα Λύκου 

Στον ρόλο της Σόνιας η Μαρία Κουβίδη

Παραστάσεις έως 27 Φεβρουαρίου

Ξενοδοχείο Μπάγκειον
Πλατεία Ομονοίας 18 & Αθηνάς

Διάρκεια παράστασης
70 λεπτά χωρίς διάλειμμα

Χορηγός Επικοινωνίας 2020mag.gr


Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ