Η ταινία της εβδομάδας - Ναγιάκ (Nayak)

Η επιτομή του ινδικού art house cinema. Ο Σατγιαζίτ Ρέυ έβγαλε την Ινδία από την κινηματογραφική της απομόνωση ήδη από τη δεκαετία του 50, όταν με την ‘Τριλογία του Απού’ έγινε γνωστός σε όλο τον κόσμο σε σημείο που ειπώθηκε γι’ αυτόν πως έκανε τον νεορεαλιστικό κινηματογράφο που οι Ιταλοί δεν ήξεραν να κάνουν.

Η ταινία της εβδομάδας - Ναγιάκ (Nayak)
ΠΡΟΒΟΛΗ

Ναγιάκ (Nayak) – Σατγιαζίτ Ρέυ, 1966

Ο Ρέυ εναντιώθηκε στο υπερβολικό θέαμα και την παραποίηση της πραγματικότητας του σύγχρονου του ινδικού κινηματογράφου και μέσα από τις ταινίες του έδωσε όψεις του παλίμψηστου της ινδικής κοινωνίας.

Για τον ίδιο, σκοπός του κινηματογράφου είναι η αποκάλυψη της αλήθειας της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Και η κάμερα του λειτουργεί σαν χειρουργικό νυστέρι που τέμνει τους πρωταγωνιστές του στην προσπάθεια του να βγάλει από μέσα τους όχι τα άντερα αλλά τον ψυχισμό τους. Σειρά για το ‘τραπέζι του χειρουργείου’ σε αυτή την όχι και πολύ γνωστή ταινία του Ρέυ έχει ο Αριντάμ, ένας διάσημος κινηματογραφικός αστέρας του Βεγγαλέζικου Μπόλιγουντ που αναχωρεί από την Καλκούτα με το τρένο για να πάει στο Νέο Δελχί να παραλάβει ένα βραβείο υποκριτικής.

Ο Ρέυ εκμεταλλεύεται τον εκ των πραγμάτων περιορισμένο χώρο του τρένου σε συνδυασμό με τη διάρκεια του ταξιδιού για να χωρέσει μέσα του χαρακτηριστικούς τύπος, άντρες και γυναίκες, της ινδικής κοινωνικής ελίτ, αυτής που έχει την ευχέρεια να ταξιδεύει σε βαγόνια της πρώτης θέσης με κουκέτες και εστιατόριο.

Απ’ όλους τους ανθρωπότυπους –ο γέρος, συντηρητικός μεγιστάνας, ο επιχειρηματίας, το ανερχόμενο στέλεχος και η όμορφη γυναίκα του–  ξεχωρίζει το ‘άστρο’ του Αριντάμ και πλάι του η Προμίλα, μια νέα και όμορφη νεαρή που εμφορείται από φεμινιστικές ιδέες.

Η Προμίλα προτείνει στον Αριντάμ, που συναντά τυχαία στο εστιατόριο του βαγονιού του, να της δώσει μια συνέντευξη διαφορετική από τις άλλες, εκείνος όμως αρνείται. Ένας σταρ πρέπει να συντηρεί την εικόνα του, να μην αφήνει να φανούν στοιχεία της προσωπικότητας του. Αρέσκεται στο να απολαμβάνει τον έκδηλο θαυμασμό όλων γύρω του, ιδίως των γυναικών.

Μετά όμως από έναν εφιάλτη που βλέπει κατά τη διάρκεια ολιγόλεπτου ύπνου, ο ίδιος θα ψάξει να βρει την Προμίλα και να της αφηγηθεί τη ζωή του, τις προσδοκίες του, τους ανθρώπους που άφησε πίσω του ή πρόδωσε στην προσπάθεια του να φτιάξει την καριέρα του, τους φόβους του για την εφήμερο χαρακτήρα της διασημότητας, τον πανικό του μπροστά στην επικείμενη αποτυχία.

Μέσα από συνεχή φλας μπακ στο παρελθόν, ο Αριντάμ θα θυμηθεί τον αγαπημένο του δάσκαλο στο θέατρο και τις νουθεσίες του, τον συνδικαλιστή και πάντα ονειροπόλο φίλο του, τον λαμπρό πρωταγωνιστή που έπαιξε δίπλα του στην πρώτη του ταινία και ήρθε χρόνια αργότερα να τον βρει, σκιά του εαυτού του… και δεν τον βοήθησε. Και θα αποκαλύψει έτσι, αυτοβούλως, τα σκοτεινά σημεία της κινηματογραφικής βιομηχανίας και τις θυσίες που απαιτεί για να διατηρηθείς στην κορυφή… για αμφίβολο χρονικό διάστημα.

Ένα σενάριο που δεν κρύβει εκπλήξεις στα χέρια ενός μέτριου σκηνοθέτη θα κατέληγε βαρετό μελόδραμα. Η μαγεία όμως του Σατγιαζίτ Ρέυ – και εδώ μου φέρνει στον νου τον Οζού, άλλο μεγάλο μαέστρο ποτισμένο μέχρι το μεδούλι από τη σοφία της Ανατολής – είναι πως μπορεί να πάρει την πιο απλή ιστορία και να της δώσει ένα απρόσμενο βάθος, παραλείποντας οτιδήποτε άλλο και εστιάζοντας στους χαρακτήρες του με τέτοιο τρόπο, ώστε η κάθε λήψη να αποδίδει εύγλωττα τις σκέψεις και τα συναισθήματα τους. Τα πλάνα του Ρέυ μιλάνε από μόνα τους.

Ο Αριντάμ, που προσπαθεί συνέχεια να κρύψει το φόβο και την αγωνία του πίσω από τα μαύρα γυαλιά του, η Προμίλα, που κι αυτή χρησιμοποιεί γυαλιά οράσεως με χοντρό σκελετό σε μια προσπάθεια να αρνηθεί τον ερωτισμό που θα μπορούσε να εκπέμψει. Αλλά και κάθε ένας από τους υπόλοιπους ‘δευτεραγωνιστές’ της ταινίας εισβάλει στην οθόνη με τη δική του αύρα και με λίγες φράσεις, λίγες κινήσεις, αναδιπλώνει το δικό του σύμπαν το οποίο, με κάποιο τρόπο, σχετίζεται με την κεντρική ιστορία.

Η φαυλότητα, το κυνήγι της δόξας και του πλούτου, η αποστεωμένη ηθική είναι μικρές λίμνες μέσα στις οποίες πλέουν όλοι όσοι περιστοιχίζουν το πρωταγωνιστικό δίδυμο και αναδεικνύουν με πιο οξύ τρόπο τα αδιέξοδα του Αριντάμ.

Σε αυτή την ταινία το εκτόπισμα του πρωταγωνιστή συναγωνίζεται αυτό του θρυλικού σκηνοθέτη της.

Αν και άγνωστος εκτός Ινδίας, ο Ουτάμ Κουμάρ ήταν ένα λαμπρό αστέρι της Βεγγαλέζικης κινηματογραφικής βιομηχανίας και θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς της χώρας, αν και πέθανε μόλις 53 χρονών. Αγαπημένος τόσο του κοινού όσο και των κριτικών για τις υποκριτικές του ικανότητες, την άνεση και την παιδική του αφέλεια –δεν είναι τυχαίο ότι τον επέλεξε ο Ρέυ-, έπαιξε σε πάνω από 250 ταινίες ενώ σκηνοθέτησε και ήταν παραγωγός σε αρκετές από αυτές. Βραβεύτηκε πολλές φορές με βραβεία όπως αυτό που πήγαινε ο Αριντάμ να παραλάβει στην ταινία, που θα μπορούσε να θεωρηθεί και βιογραφική.

Η στάση του σώματος, το βλέμμα και τα χαρακτηριστικά μαύρα γυαλιά παραπέμπουν απ ευθείας στον Γκίτο Ανσέλμι του 81/2, που είχε γυριστεί τρία χρόνια μόλις πριν και ανεβάζουν τον Αριντάμ, και μαζί του τον Ούταμ Κουμάρ, στο πάνθεο των τραγικών ηρώων της έβδομης τέχνης, από την Λώρα Ντέσμοντ της Λεωφόρου της Δύσης μέχρι και τον Ρικ Ντάλτον του Κάποτε στο Χόλιγουντ .

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ