Ο Γιάννης Οικονομίδης στο 20/20 λίγο πριν από την πρεμιέρα-επιστροφή του «Σπιρτόκουτου» στη μεγάλη οθόνη

Από Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου, το Σπιρτόκουτο του Γιάννη Οικονομίδη, η ταινία που επαναπροσδιόρισε τον ελληνικό κινηματογράφο, κυκλοφορεί εκ νέου επετειακά στους κινηματογράφους. Η Ρεγγίνα Ζερβού μίλησε με τον ανατρεπτικό σκηνοθέτη, ο οποίος μοιράστηκε μαζί της -ανοιχτά και με την τόλμη που τον διακρίνει- τις σκέψεις και τα συναισθήματά του, λίγο πριν από την πρεμιέρα επαναπροβολής της ταινίας στο ΤΡΙΑΝΟΝ.

Ο Γιάννης Οικονομίδης στο 20/20 λίγο πριν από την πρεμιέρα-επιστροφή του «Σπιρτόκουτου» στη μεγάλη οθόνη
ΠΡΟΒΟΛΗ

Όταν γράφεις κριτική για μια ταινία, όταν προσπαθείς να αναλύσεις τη ματιά ενός σκηνοθέτη, ανοίγεις μαζί του ένα φανταστικό διάλογο. Με αμφίβολα αποτελέσματα ενίοτε. Όταν όμως έχεις τον σκηνοθέτη απέναντί σου τα πράγματα αλλάζουν. Όλα μπαίνουν στη θέση τους. Κουμπώνουν.

Ευχαριστώ πολύ τον Γιάννη Οικονομίδη που ήταν πρόθυμος να προσπαθήσουμε μια κουβέντα σε δύσκολες συνθήκες, μέσα στο χάος του ψηφιακού κυβερνοχώρου. Και τα καταφέραμε, με μια Μεσόγειο ανάμεσα και παρέα δύο παιδιά και έναν ιμάμη.

Την Πέμπτη προβάλλεται ξανά στη μεγάλη οθόνη, μετά από είκοσι χρόνια, το θρυλικό Σπιρτόκουτο. «Ήταν μια ιδέα που συζητάγαμε με τη Μαρία τη Λυσικάτου, την ιδιοκτήτρια του Τριανόν, που είναι και φίλη. Εν όψει των είκοσι χρόνων της ταινίας και μετά από τον εγκλεισμό λόγω covid, και με όλες τις εντάσεις που παρήγαγε αυτή η κατάσταση, φαντάζει τόσο επίκαιρο το Σπιρτόκουτο. Η ταινία συζητιόταν αρκετά. Κι έπειτα, όλη τη φήμη του το Σπιρτόκουτο την πήρε μετά, από γενιές που ήρθαν μετά, που είδαν την ταινία στην τηλεόραση, στο ίντερνετ. Λίγοι την είχαν δει στην οθόνη. Και είπαμε πως θα είχε ενδιαφέρον ένα come back».

Η πρώτη του ταινία θεωρείται σταθμός, τομή, ρωγμή και ρήγμα για τον ελληνικό κινηματογράφο. Θυμάμαι, την εποχή που προβαλλόταν, μια συνάδελφο μου να μπαίνει στο γραφείο ένα πρωί εξοργισμένη: «Είναι ντροπή να βγαίνουν στους κινηματογράφους τέτοιες ταινίες». Παραξενεμένη πήγα να τη δω, για να της απαντήσω: «Ρε Ειρήνη, αυτή είναι και γαμώ τις ταινίες».  Έτσι είναι με όλες τις μεγάλες δημιουργίες. Δεν είναι φτιαγμένες για να αρέσουν σε όλους, τουλάχιστον στον καιρό τους. «Πολύς κόσμος ξαφνιάστηκε τότε. Η ταινία τους έπιασε στον ύπνο».

Τί ήταν αυτό που ξάφνιασε στο Σπιρτόκουτο; Το πρώτο που θα σκεφτεί να πει κανείς είναι η γλώσσα του. Που δεν φτιασιδώνει με την καμία το καθημερινό γαμωσταυρίδι που ακούμε παντού - και το λέμε κι εμείς, από αρκετά έως πολύ συχνά. Αλλά δεν μας αρέσει να μας το δείχνουν. «Είμαστε και γεμάτοι ταμπού. Πολλοί πιστεύουν πως πρέπει να προωθείται μόνο μία εικόνα της Ελλάδας. Η Ελλάδα των ποιητών. Από κει και πέρα όλο το άλλο είναι βλάσφημο, πώς τολμάς! Είκοσι χρόνια μετά και ακόμα πασχίζουμε να το ξεπεράσουμε. Υπάρχει κοινό που βλέπει αμερικάνικο σινεμά, και εκεί η γλώσσα πάει ξυράφι, δεκαετίες τώρα, εδώ ακόμα κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας». Όμως πέρα από τον πουριτανισμό της παρθενοπιπίτσας, το Σπιρτόκουτο ενόχλησε και για άλλα πράγματα.

Ας το πάρουμε από την αρχή. Ο Γιάννης Οικονομίδης έρχεται στην Ελλάδα από την Κύπρο το 1987 και σπουδάζει κινηματογράφο. Γυρνάει τέσσερις ταινίες μικρού μήκους και το 2002 παρουσιάζει στη Θεσσαλονίκη το Σπιρτόκουτο ως work in progress. Την επόμενη χρονιά η ταινία κερδίζει το βραβείο Καλύτερης Ταινίας  της Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου.

«Τι με ενέπνευσε για το Σπιρτόκουτο; Δεν είναι θέμα έμπνευσης, βάζεις τα στοιχεία κάτω, μια ταινία χαμηλής παραγωγής, μηδαμινό budget, σε περιορισμένο χώρο, οπότε μόλις βρέθηκε το έργο του Στρίντμπεργκ που ήταν ιδανικό για μένα για διασκευή, γιατί κινείται στα πλαίσια της κωμικοτραγωδίας, όλα τα άλλα ήταν αποφάσεις σχετικά με το σε ποια τάξη θα κινηθούμε, ποιο θα είναι το φόντο, οι πρωταγωνιστές. Και βασικά ποια είναι η δική μου αντίληψη περί πραγματικότητας, για το πραγματικό, το αυθεντικό».

Η Ελλάδα στην αλλαγή της χιλιετίας. Η Μεγάλη Ελλάδα του Κώστα Σημίτη που μόλις έχει μπει στη ζώνη του ευρώ μαζί με τις άλλες Μεγάλες χώρες του Παγκόσμιου Βορρά και καμαρώνει και φτιασιδώνεται. «Εδώ ζούσαμε, βλέπαμε τι γινότανε. Οι κεραίες μας ήταν εκεί που έπρεπε να είναι. Για να αποτυπώσουν. Το τέλος του εικοστού αιώνα, Ολυμπιάδες ερχόντουσαν, χρηματιστήριο, κι έτσι γεννήθηκε το Σπιρτόκουτο. Που σε τελευταία ανάλυση είναι μια ταινία χαρακτήρων, πέρα από το κοινωνικό υπόβαθρο. Είναι μια ταινία συγκρούσεων, χαρακτήρων, παθών, εξουσίας. Αυτά είναι τα βασικά. Μ’ αυτή την ταινία δοκίμασα πράγματα που ήθελα να δοκιμάσω, έβαλα κινηματογραφικά στοιχήματα, πήγα κόντρα σε πράγματα που δεν με ικανοποιούσανε, πώς να παίζουν οι ηθοποιοί, με φυσικότητα, με εκφραστικότητα, να είναι καθημερινοί άνθρωποι, ξέρεις».

Μια μέρα με καύσωνα, σ’ ένα σπίτι χωρίς κλιματιστικό, όλα τα μέλη της πυρηνικής οικογένειας και οι περί αυτήν είναι στην τσίτα. Τα ντεσιμπέλ ανεβαίνουν όλο και περισσότερο, οι κουβέντες γίνονται όλο και πιο σκληρές και στο τέλος δεν υπάρχει έλεος. «Η ταινία είναι ένα κονσέρτο θυμού και αθυμίας, και στο βάθος ο έρωτας. Γιατί είναι και ένα love story. Ή μάλλον, η απουσία του έρωτα. Η ανάγκη να τον ξαναβρούν μέσα από λάθος δρόμο. Η απουσία της αγάπης, για την οποία οι ήρωες πονούν. Υποφέρουν. Είχε πολλή οργή για αυτό που συνέβαινε, και απελπισία, μαζί όμως με αγάπη για τον άνθρωπο. Και μπήκαμε όλοι μαζί, με αρχηγό τον Ερρίκο, που το πήρε όλο πάνω του. Οδήγησε την ομάδα, όλους τους ηθοποιούς, και με υπηρετήσανε για να πάμε εκεί που πήγαμε».

Στο κέντρο του τυφώνα ο Δημήτρης, ο πατέρας, να προσπαθεί να παίξει το ρόλο του στυλοβάτη της οικογένειας ενώ γύρω του όλα καταρρέουν. Ο Δημήτρης είναι η κωμικοτραγική φιγούρα του πατέρα-αφέντη που απεκδύεται, στη διάρκεια της ταινίας, όλες τις εξουσίες του για να μείνει στο τέλος πιο γυμνός κι από τον βασιλιά του Άντερσεν. Ο Ερρίκος Λίτσης, στην πρώτη του εμφάνιση σε ταινία μεγάλου μήκους, δεν υποδύθηκε ρόλο αλλά δημιούργησε χαρακτήρα και ενστάλαξε μέσα του περισσότερη πραγματικότητα απ’ όση μπορούσαμε να αντέξουμε. «O Ερρίκος Λίτσης έφτιαξε έναν συγκλονιστικό χαρακτήρα σαν φόρμα, σαν ουσία, σαν περιεχόμενο, σαν εικόνα. Ήταν το κάτι άλλο. Θ’ αφήσει αποτύπωμα, πιστεύω».

Η κουβέντα για τα κλασικά έργα. Που είναι κλασικά επειδή αγγίζουν την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης και των σχέσεων, είτε η ιστορία συμβαίνει στην Αρχαία Ελλάδα, είτε στη μεσαιωνική Αγγλία, είτε σήμερα. «Πέρα από το συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο, αυτό που έχει σημασία είναι οι σχέσεις των ανθρώπων. Το θέμα είναι πως μας πυροδοτούνε ζητήματα σχέσεων, ποια είναι τα βαθύτερα διακυβεύματα. Διακυβεύονται εξουσίες, ποιος θέλει να πατήσει πάνω στον άλλο, ποιος θέλει να εξοντώσει τον άλλο, να πράξει εις βάρος του άλλου. Υπό μία έννοια είναι μια δραματουργία στα χνάρια του Σαίξπηρ».

Βλέποντας όμως το Σπιρτόκουτο ξανά την παραμονή της κουβέντας μας με τον Οικονομίδη, μ’ έστησε στον τοίχο η ακρίβεια με την οποία είχε αποτυπωθεί η συγκεκριμένη στιγμή της ιστορίας της χώρας: είκοσι χρόνια διακυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, χρήμα που είχε μεταμορφώσει τον κάθε καφετζή σε μικροπαράγοντα, η γενικευμένη ξεφτίλα και μια κοινωνία που σέρνεται λίγο πριν το χείλος του γκρεμού. Στα όρια του βόθρου. «Εκείνη την εποχή η χυδαιότητα κατέβηκε και σε άλλες τάξεις», μου λέει σε ανύποπτο χρόνο ο σκηνοθέτης, συνοψίζοντας σε μία φράση όλη την Ελλάδα από το 1981 μέχρι το 2004. Ναι ρε Γιάννη (μου επιτρέπεις, ε;), αυτό ακριβώς ήταν η χρυσή εικοσαετία του ΠΑΣΟΚ. Ο απόλυτος εκχυδαϊσμός όλων των στρωμάτων που με το τυράκι της κονόμας η αστική τάξη έκανε σαν τα μούτρα της. Γι’ αυτό ενόχλησε το Σπιρτόκουτο. Γιατί μας έτριψε αυτή την αλήθεια στη μούρη.

Ήταν το Σπιρτόκουτο η πιο επιδραστική ταινία στην καριέρα του; «Όσον αφορά την καλλιτεχνική μου ταυτότητα, το Σπιρτόκουτο ήταν η ταινία που μου είπε: Κάνεις σινεμά, δεν τα παρατάς. Αυτή είναι η γραφή σου και θα συνεχίσεις να κάνεις κινηματογράφο. Μπορείς. Γιατί μέχρι τότε είχα αμφιβολίες».

Το 2006, δύο χρόνια πριν την έκρηξη του Δεκέμβρη του 2008, πάλι με πρωταγωνιστή τον Ερρίκο Λίτση και πολλούς από την πρώτη ομάδα και πρώτη φορά με τον Βαγγέλη Μουρίκη, ο Οικονομίδης γυρίζει μια δεύτερη, πιο σκοτεινή, σκληρή ταινία, στα όρια του γκροτέσκο. «Ήθελα να προχωρήσω με ένα άλλο πράγμα, να κάνω άλλες διερευνήσεις. Να το τραβήξω πιο στα άκρα. Σε άλλες καταστάσεις, που μπορεί να είναι στα όρια του γκροτέσκο αλλά είναι μέσα στη ζωή κι αυτό. Είναι η ζωή η ίδια που είναι εξαιρετικά γκροτέσκα. Ο Λίτσης στην Ψυχή στο Στόμα δεν είναι το ίδιο αναγνωρίσιμος γιατί έχει μπλέξει με τοκογλύφους, με τον υπόκοσμο, δεν είναι από μια καθημερινότητα που ξέρουμε. Είναι δούλος σε μια φάμπρικα, ζει μια άλλη ζωή. Γι’ αυτό είναι και η τέχνη, για να έρθει να σου πει κάτι που δεν το ξέρεις. Φτάνει να είσαι ανοιχτός ν’ ακούσεις και να σ’ ενδιαφέρει να μάθεις».

Στην Ψυχή στο Στόμα τόσο η λεκτική όσο και η σωματική βία έχουν ανέβει κλίμακα. Και στην αφήγηση εισβάλλουν φιγούρες που θα γίνουν στη συνέχεια κομμάτι της εφιαλτικής μεταμνημονιακής καθημερινότητας: ο εξαχρειωμένος λούμπεν που μισεί τους πάντες. «Όταν είχαμε γυρίσει το Σπιρτόκουτο και μετά την Ψυχή στο Στόμα, μας κοιτάζαν λες και είχαμε έρθει από άλλο πλανήτη. Και μετά άρχισε όλο αυτό να δικαιώνεται».

Κι επειδή οι ταινίες του συνομιλούν με το μέλλον μας, περιμένουμε ανυπόμονα την καινούργια του δουλειά. «Έχουμε γράψει ένα σενάριο με το Βαγγέλη (τον Μουρίκη) που το βάζουμε ήδη μπροστά. Λέγεται Μεγάλη Πέτρα σε Μικρό Κεφάλι και πάλι προσπαθούμε να πιάσουμε τον παλμό τού τώρα και αυτού που έρχεται».

Την Πέμπτη 8/9 το Σπιρτόκουτο ξεκινάει από το ΤΡΙΑΝΟΝ το δεύτερο του ταξίδι στη μεγάλη οθόνη. «Είμαι πολύ περίεργος να δω πώς θα το εισπράξει ένας κόσμος. Ξέρεις, αλλάζει ο κόσμος, αλλάζει η Ελλάδα, αλλάζουν οι άνθρωποι. Οι νέοι δεν έχουν τέτοιο θέμα, τώρα υπάρχει το χιπ χοπ, η τραπ, που χρησιμοποιούν αυτή τη γλώσσα. Υπάρχει ακόμα ένας καθωσπρεπισμός αλλά σπάει, φθίνει. Θα ‘θελα να δω νέους ανθρώπους που δεν πάνε και πολύ στο σινεμά. Αυτή η συνήθεια, να πάμε σε ένα σινεμά του κέντρου να δούμε μια ταινία, αρχίζει και χάνεται. Είναι μια ταινία πολυ-ιδωμένη, απλά τώρα είναι μια άλλη εμπειρία. Της αίθουσας. Είναι μια μυσταγωγία. Για να δούμε».

Η διαδρομή του Σπιρτόκουτου δεν σταματάει όμως εκεί. Αρχές Νοέμβρη ανεβαίνει στη Στέγη μια έμμετρη διασκευή, της οποίας ο Οικονομίδης έχει την καλλιτεχνική επιμέλεια. «Το μιούζικαλ θα κάνει πρεμιέρα τον Νοέμβριο και θα γίνει χαμός. Δυο ονόματα να συγκρατήσεις: Γιάννης Νιάρρος και Αλέξανδρος Λιβιτσάνος. Έχουν γράψει τη μουσική. Έχουν κάνει απίστευτα πράγματα τα παιδιά. Δουλεύουν δύο χρόνια, γράφουν μουσική, κάνουν-ράνουν. Εγώ που έχω ακούσει έχω μείνει άναυδος. Δεν μπορείς να διανοηθείς. Είναι άλλο στυλ. Είμαι σε παράκρουση χαράς από αυτά που έχω ακούσει απ’ τα παιδιά».

Εννοείται πως μόλις βγουν τα εισιτήρια, σπεύδουμε!!! Γιατί κάτι μου λέει πως θα εξαντληθούν σχεδόν αμέσως.

Φωτογραφία: Μαρία Γαλάτη


Στο Τριανόν από 8/9: Το Σπιρτόκουτο του Γιάννη Οικονομίδη από την αυθεντική κόπια (trailer)


 

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ