Οι ταινίες της εβδομάδας: Vive la France!!!

Αποκαλόκαιρο και μαζί με τις καινούργιες ταινίες -όπως ο φετινός Χρυσός Φοίνικας Το τρίγωνο της θλίψης του Ρούμπεν Έστλουντ- έρχονται και παλιά αριστουργήματα, να τα ανακαλύψουμε ή να τα απολαύσουμε ξανά. Κάτω από τον έναστρο ουρανό, ενίοτε. "Vive la France!" λοιπόν, με δύο εμβληματικές ταινίες του γαλλικού σινεμά.

Οι ταινίες της εβδομάδας: Vive la France!!!
ΠΡΟΒΟΛΗ

Ο φετινός Χρυσός Φοίνικας Το τρίγωνο της θλίψης κάνει την πρεμιέρα του στην Αθήνα μετά τη Χιλιαδού και περιμένουμε με αγωνία να δούμε τι έκπληξη μας έχει ετοιμάσει αυτή τη φορά ο Ρούμπεν Έστλουντ. Αποκαλόκαιρο και μαζί με τις καινούργιες έρχονται και παλιά αριστουργήματα, να τα ανακαλύψουμε ή να τα απολαύσουμε ξανά. Κάτω από τον έναστρο ουρανό, ενίοτε. Αυτή την εβδομάδα…

Vive la France!!!

Playtime - Ζακ Τατί, 1967

Η κωμωδία αλά γαλλικά. Σε μία από τις πενήντα καλύτερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου, ο μαέστρος του βωβού μετά τον βωβό, ο εραστής της τέχνης, ερασιτέχνης Ζακ Τατί, που αγαπούσε την τέχνη του και την προτίμησε από το χρήμα -και πλήρωσε εν γνώσει του το τίμημα- φτάνει στο απόγειο και αποκαλύπτει πως η κάμερα από μόνη της, μαζί με το μοντάζ, μπορεί να στήσουν την πιο καταπληκτική κωμωδία. Πως η εικόνα, το κάδρο, έχουν τη δική τους γλώσσα, και μπορούν να σατιρίσουν με την ίδια άνεση που έχει η γλώσσα που τσακίζει κόκαλα.

Στο Playtime τα κόκαλα τα τσακίζει η κάμερα. Ο Τατί χρειάστηκε έξι χρόνια για να γυρίσει την ταινία και το τεράστιο για την εποχή ποσό των 800.000 δολαρίων για να «κτίσει» μια ολόκληρη πόλη, την «Τατιβίλ», κατ’ εικόνα και ομοίωση των μοντέρνων χώρων και κατοικιών, της μόδας για το καινούργιο που ήθελε να καυτηριάσει. Η φανταστική του πόλη ξεχωρίζει για τους μεγάλους τετραγωνισμένους όγκους από μπετόν και κρύσταλλο, για τις γωνίες στα κτίρια και τα οχήματα, και τις ανθρώπινες μορφές που είναι κι αυτές ένα κομμάτι του σκηνικού, ευθυτενείς γραμμές που κινούνται παράλληλα με τις γραμμές των κτιρίων.

Το κωμικό προκύπτει μέσα από τη μικρή λεπτομέρεια, τον τρόπο που κινούνται τα σώματα, λες και είναι ενορχηστρωμένα για να υπερτονίσουν τον άκαμπτο περιρρέοντα χώρο. Αμάξια στη σειρά, διαμερίσματα στη σειρά, άνθρωποι στη σειρά. Κι ανάμεσα τους ο κύριος Ιλό, ο ίδιος ο Τατί που γράφει, σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί στα «χειροποίητα» δημιουργήματά του, που φέρουν στο ακέραιο την προσωπική του σφραγίδα. Ο κύριος Ιλό είναι ψηλός, ίσως λίγο άγαρμπος στις κινήσεις του, που φέρουν όμως μια πλαστικότητα που λείπει από τους υπόλοιπους. Από τις Διακοπές του 1953, ο κύριος Ιλό είναι ο αγαπημένος ήρωας του Τατί, είναι ο ίδιος του ο εαυτός που περιφέρεται σε πλαζ και συγκροτήματα γραφείων, παράταιρος με τους υπόλοιπους, με την αφοπλιστική του ειλικρίνεια και αμεσότητα να γίνεται η σπίθα που θα ανάψει την φαινομενικά ήρεμη αλλά ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα.

Παράλληλα με τις περιπλανήσεις του Ιλό, στο Παρίσι του Τατί καταφθάνει και μια ομάδα ηλικιωμένων στην πλειοψηφία τους αμερικανίδων που φοράνε παρδαλά καπέλα. Ξεναγοί και υπάλληλοι ξενοδοχείων τις παραλαμβάνουν, τις μεταφέρουν, τις κοιμίζουν και τις ταϊζουν κι αυτές γεμάτες λαχτάρα, σαν μικρά παιδιά, θέλουν να γευτούν το Παρίσι. Ανάμεσα τους μια πιο νέα κοπέλα, η Μπάρμπαρα, που προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει το «αυθεντικό» Παρίσι, έτσι όπως το έχει κατασκευάσει κι αυτή στο κεφάλι της. Η Μπάρμπαρα όμως ξεχωρίζει από την υπόλοιπη ομάδα που κινείται σαν σμήνος πτηνών που τιτιβίζουν. Δεν είναι καρικατούρα. Είναι ανθρώπινη. Και γι’ αυτό η πορεία της θα διασταυρωθεί για λίγο με αυτή του Ιλό. Για πολύ λίγο. Ίσα για αναγνωρίσουν ο ένας τον άλλο. Γιατί η ταινία δεν είναι ρομαντική κομεντί.

Αν και ο Ιλό, ο ατάραχος ήρωας που σκορπά το χάος, έχει τις ρίζες του στον Μπάστερ Κίτον και μπορεί να φτάσει στις μέρες μας μέχρι τον Mr Bean, η ουσιαστική του διαφορά με τον τελευταίο είναι πως δεν είναι μια καρικατούρα που φτιάχτηκε για να γελάει το κοινό και να ξεχνάει με την γελοιότητα του ηθοποιού τη δικιά του, ακόμα μεγαλύτερη γελοιότητα. Ο Κύριος Ιλό, ο Ζακ Τατί, σε όλες τις ταινίες του και ειδικά στο Playtime, ασκεί μια δριμεία κριτική στην αστική τάξη και τα πεπραγμένα της με τόση ευφυΐα και ειρωνεία που μόνο στα αριστουργήματα του Μεγάλου Μπουνιουέλ μπορούμε να βρούμε.  

Playtime official reissue trailer

Αντίο παιδιά (Au revoir les enfants) - Λουί Μαλ, 1987

Στο βαρύ πυροβολικό του γαλλικού σινεμά, ο Λουί Μαλ με μια ταινία που προσπαθεί και αυτή να διαχειριστεί το τραύμα και κερδίζει το Χρυσό Βενετικό Λιοντάρι. Από το 1974 και το Λακομπ Λουσιένο Μαλ βουτάει στο περιθώριο της συλλογικής μνήμης και διαπραγματεύεται το εθνικό όνειδος της συνεργασίας μεγάλης μερίδας των Γάλλων με τους ναζί και την παράδοση των Γαλλοεβραίων στο έλεος τους.

Στην κατοχική Γαλλία, τον Γενάρη του 1944 ο μικρός Ζιλιέν αποχωρίζεται κλαίγοντας τη μαμά του για να πάει μαζί με τον μεγάλο του αδερφό σε ένα καθολικό σχολείο στη γαλλική επαρχία. Εκεί, μαζί με πολλά αλλά παιδιά της οικονομικής ελίτ της χώρας είναι κρυμμένοι και μικροί Εβραίοι που, με τα ονόματα τους αλλαγμένα, προσπαθούν να ξεφύγουν από τη σκληρή μοίρα που τους περιμένει. Οι ιερωμένοι κάνουν ό,τι μπορούν για να τους κρύψουν και να τους προστατέψουν.

Ο Ζιλιέν με το πέρασμα του χρόνου αναπτύσσει ένα ισχυρό φιλικό δεσμό με τον Ζαν, το μικρό Εβραιόπουλο που κοιμάται δίπλα του στον κοιτώνα. Ένα δεσμό που γίνεται ισχυρότερος όταν ο Ζιλιέν καταλάβει την ταυτότητα του νέου του φίλου. Όλη η κοινότητα όμως θα δοκιμαστεί σκληρά όταν ο αδύναμος κρίκος σπάσει.

Η αφήγηση του Μαλ, που έγραψε και σκηνοθέτησε μια ιστορία βασισμένη σε μια τραυματική εμπειρία από την παιδική του ηλικία, είναι γεμάτη συναίσθημα. Αργό γύρισμα γεμάτο λεπτομέρειες, που ανεβάζει πολύ αργά τους τόνους και αφήνει βλέμματα και μικρές κινήσεις να χτίσουν την ιστορία της φιλίας που έχει στο κέντρο της η ταινία. Όμως στο μεγάλο κάδρο, της Ιστορίας που μας αφορά όλους, η ιστορία του Μαλ είναι έως απλοϊκή. Όταν άρχισε να βγαίνει στην επιφάνεια της ιστορικής έρευνας η έκταση της συνεργασίας των γαλλικών αρχών αλλά και πολλών «πρόθυμων» Γάλλων πολιτών στην εξόντωση των Εβραίων συμπολιτών τους, η παγκόσμια κοινότητα αποτροπίασε. Και έγινε μια προσπάθεια να αναδειχτεί η γαλλική εθνική αντίσταση (ναι, υπήρξε και τέτοιο πράγμα) τα καλά παραδείγματα ανθρώπων -που ναι, φυσικά και υπήρξαν- που με κίνδυνο της ζωής τους προσπάθησαν να σώσουν Εβραίους, για να απαλυνθεί η κακή εικόνα της χώρας, που είχε αμαυρωθεί ακόμα περισσότερο με τα αίσχη του πολέμου της Αλγερίας.

Στο κέντρο της ιστορίας κάποιοι ιερωμένοι, από τους λίγους που αντιστάθηκαν στη ναζιστική λαίλαπα και έκρυψαν Εβραίους πληρώνοντάς το και με τη ζωή τους. Δυστυχώς, αυτή η αφοσίωση στο πνεύμα της χριστιανικής θρησκείας δεν χαρακτήρισε το σύνολο της γαλλικής Καθολικής Εκκλησίας. Μέσα στο ζόφο της ναζιστικής κυριαρχίας, οι μεγαλοαστοί γονείς των παιδιών φαίνονται ανεπηρέαστοι από τις ιαχές μίσους κατά των Εβραίων. Κανείς μα κανείς δεν μοιάζει να έχει επηρεαστεί από τη ρητορική των χιτλερικών. Και τέλος ο κακός, ο Ιούδας, ο Εφιάλτης που θα τους προδώσει είναι ο φουκαράς, ο σακάτης, ο μοχθηρός μαυραγορίτης, αυτός που η μοίρα δεν του φύλαξε τίποτα καλό και πήγε να βρει τα δίκια του στους ναζήδες. Σ’ αυτόν πέφτει όλο το βάρος και η υπόλοιπη κοινωνία μένει στο απυρόβλητο.

Είναι γνωστό πως η μνήμη, η ανάμνηση, έχει την τάση να ωραιοποιεί, να συγχωρεί, να προσπαθήσει να εξηγήσει και να δικαιολογήσει. Ας μείνουμε λοιπόν στην τελευταία σκηνή, το αξέχαστο βλέμμα του Ζιλιέν καθώς βλέπει τους στρατιώτες των Ες Ες να παίρνουν μακριά τον Ζαν, και την τελευταία φράση που βγαίνει μέσα από την ψυχή του σκηνοθέτη: «Πέρασαν πολλά χρόνια και δεν μπόρεσα να ξεπεράσω εκείνο το πρωινό του χειμώνα του ’44».

Au revoir les enfants (1987) Trailer

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ