28ες Νύχτες Πρεμιέρας: Το μεγάλο αφιέρωμα στο Νέο Χόλιγουντ

Είκοσι δύο ταινίες θα προβληθούν στο φεστιβάλ, όλες καρποί της μεγάλης διεργασίας που έγινε από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 στη Μέκκα του παγκόσμιου κινηματογράφου. Άλλες κλασικές και άλλες παραγνωρισμένες, άλλες λιγότερο γνωστά έργα μεγάλων δημιουργών του κινήματος, είναι μια πραγματική ευκαιρία για να θυμηθούν οι παλιότεροι και να μάθουν οι νεότεροι.

28ες Νύχτες Πρεμιέρας: Το μεγάλο αφιέρωμα στο Νέο Χόλιγουντ
ΠΡΟΒΟΛΗ

Ειδικά σ’ αυτούς τους νεότερους στοχεύει το φεστιβάλ, διά στόματος Χρίστου Κάτσικα, που εξέφρασε την ευχή να δει πολύ νέο κόσμο στις προβολές του αφιερώματος, μία μόνο για κάθε ταινία.

Λίγη ιστορία...

Χόλιγουντ λοιπόν, Καλιφόρνια, μέσα της δεκαετίας του ’60. Με την τηλεόραση να έχει κατακτήσει μεγάλο μέρος του κινηματογραφικού κοινού και τις ταινίες που γυρίζονταν ξεθυμασμένες από τη λαίλαπα ΜακΚάρθι, οι Μεγάλες Εταιρείες έβλεπαν τις εισπράξεις τους να μειώνονται δραματικά. Στο μεταξύ ο κόσμος γύρω διαλυόταν, μεγάλες διαδηλώσεις για το Βιετνάμ, τα γκέτο των Μαύρων σε κατάσταση πολέμου, μακρυμάλληδες χίπηδες πηγαινοέρχονταν γύρω και μέσα στις βιλίτσες των αστέρων και των οιωνεί αστέρων του Χόλιγουντ.

Οι φερέλπιδες νέοι σκηνοθέτες ξημεροβραδιάζονταν στα art cinemas βλέποντας Γκοντάρ, Φελίνι και Τρυφώ και μετά κάπνιζαν χόρτο και έπιναν μπίρες συζητώντας πώς θα γυρίσουν κι αυτοί τέτοιες ταινίες. Από μια ευτυχή συγκυρία συναντήσεων και πιώματος γεννήθηκε και μια από τις ταινίες που σηματοδότησε την αρχή του νέου κινηματογραφικού κινήματος: το Μπόνι και Κλάιντ. Οι δημοσιογράφοι Νιούμαν και Μπέντον πειραματίζονται με ένα σενάριο για ένα θρυλικό ζευγάρι ληστών στις μεσοδυτικές πολιτείες τη δεκαετία του ’30 και το στέλνουν στον Τρυφώ. Αυτός τους παραδίδει μερικά βασικά μαθήματα συγγραφής σεναρίου και ένα βράδυ, σε ένα τραπέζωμα στο Παρίσι, δίνει το σενάριο στον ομοτράπεζο του Γουόρεν Μπίτι. Ο Γουόρεν, που δεν αρκείται στο ρόλο του γόητα που του έχει δοθεί, αποφασίζει να προχωρήσει με την ταινία και μάλιστα να γίνει και ο παραγωγός της. Είχε δουλέψει πριν με τον Άρθουρ Πέιν στο αντισυμβατικό Mickey One και του προτείνει να αναλάβει τη σκηνοθεσία. Ο Τζακ Γουόρνερ αναλαμβάνει εντέλει την παραγωγή και όταν η ταινία προβάλλεται στο στούντιο του μένει άφωνος. «Τι χάλι είναι αυτό!», λέει στο τέλος. Η ταινία ψηφίζεται από τους κριτικούς ως η καλύτερη ταινία της χρονιάς, έχει τεράστια εισπρακτική επιτυχία και γίνεται καλτ για τη νέα γενιά.

Ο Γουόρεν Μπίτι στο Mickey One (1965)

Στους μεγάλους σκηνοθέτες της περιόδου και του κινήματος εστιάζει το αφιέρωμα του φεστιβάλ. Γιατί εκείνη την εξαιρετικά γόνιμη και ανατρεπτική δεκαετία, όχι μόνο για τον κινηματογράφο αλλά για τα πάντα όλα - να θυμηθούμε λίγο, εξεγέρσεις της νεολαίας σε όλο τον κόσμο, εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα που βάζουν την ταφόπλακα της αποικιοκρατίας, κινήματα για τα δικαιώματα γυναικών, μαύρων, ομοφυλόφιλων, λες και όλος ο κόσμος έτσι όπως τον ξέρουμε σήμερα να γεννήθηκε μετά το εξήντα πέντε - ξεπετάχτηκε μια γενιά πολύ μεγάλων σκηνοθετών. Κόπολα, Σκορσέζε, Σπίλμπεργκ (ναι, ήταν κι αυτός μέλος της παρέας, ο ξενέρωτος σπασίκλας που πάντα υπάρχει), Άρθουρ Πεν, Λιουμέτ, Πέκινπα, Άλτμαν, Ράφελσον, Μπογκντάνοβιτς, Χάσμπι, και ο κατάλογος δεν έχει τέλος. Και μια δυναμική γενιά ηθοποιών: Νίκολσον, Ντάστιν Χόφμαν, Ντε Νίρο, Έλεν Μπίρστιν, που ξέφυγαν από τη λογική του γόη και της femme fatale και έδωσαν συγκλονιστικές ερμηνείες δημιουργώντας αξεπέραστους χαρακτήρες, δημιουργώντας μαζί με τους σκηνοθέτες που είχαν την απόλυτη σχεδόν ελευθερία να κάνουν ό,τι θέλουν για να νεκραναστήσουν το Χόλιγουντ.

Γι’ αυτό και κάθε φορά όμως που μιλάμε για το Νέο Χόλιγουντ δεν πρέπει να παραλείπουμε να αναφερόμαστε σε αυτούς που βοήθησαν να γίνει πραγματικότητα: σε ανθρώπους σε θέσεις κλειδιά μέσα στις μεγάλες εταιρείες ή και άλλους που δεν δίστασαν να κάνουν δικές τους εταιρείες παραγωγής. Ανθρώπους που είχαν όρεξη, όραμα, κέφι, τρέλα, λίγα χάπια παραπάνω, και έδωσαν στους νέους σκηνοθέτες την ευκαιρία να πειραματιστούν πάνω στο σελουλόιντ. Τον παραγωγό Β-movies Ρότζερ Κόρμαν, τον Ρόμπερτ Έβανς που είχε αναλάβει την ξοφλημένη Paramount και τον Μπερτ Σνάιντερ, την ψυχή του Νέου Χόλιγουντ.

Γουόρεν Μπίτι και Φέι Ντάναγουεϊ στο Μπόνι και Κλάιντ (1967)

Ο Σνάιντερ ήταν ο συνδυασμός του αδιανόητου. Παραγωγός και ιδεολόγος, θεσμικός και ακτιβιστής. Χίπης, αντικομφορμιστής και γυναικάς, ήταν παρών σε όλα τα πάρτι που γίνονταν σχεδόν καθημερινά στις βίλες του Χόλιγουντ, όπου κυκλοφορούσαν τα καλύτερα ντραγκς και μ’ άλλον πήγαινες, μ’ άλλον έφευγες, μ’ αλλον κοιμόσουν και μ’ άλλον ξυπνούσες. Τι καλοκαίρι της αγάπης κι αυτό!

Ο Σνάιντερ πήγε στην αρχή να δουλέψει στο πόστο του μπαμπά στην Κολούμπια, αλλά τα big studios δεν του πήγαιναν και πολύ. Έφυγε και μαζί με τον σκηνοθέτη Μπομπ Ράφελσον ίδρυσαν μια δική τους εταιρεία παραγωγής και γύρισαν μια τηλεοπτική σειρά για μια φανταστική ροκ μπάντα, την οποία έστησαν οι ίδιοι. Τους Μάκνις. Ήταν η πρώτη φορά που εμφανίζονταν σε τηλεοπτική εκπομπή, και όχι σε δελτία ειδήσεων με διαδηλώσεις και συλλήψεις, μακρυμάλληδες νεαροί. Όταν δυο χρόνια αργότερα ο Ράφελσον του σύστησε τον Ντένις Χόπερ λέγοντας του «ο τύπος είναι θεοπάλαβος και θέλει να κάνει μια ταινία όπου οι μοτοσικλέτες θα παρουσιάζονται ως εργαλεία απελευθέρωσης. Εγώ πιστεύω ότι θα είναι και γαμώ τις ταινίες», ο Μπερτ Σνάιντερ δεν δίστασε και χρηματοδότησε την ταινία με δικά του κεφάλαια. Η ταινία που όλοι γνωρίζουμε (και λείπει από το αφιέρωμα) γυρίστηκε και πήγε στις Κάννες το 1969, μια χρονιά μετά από το φεστιβάλ που είχαν ματαιώσει ο πρόσφατα εκλιπών Ζαν Λικ Γκοντάρ και η παρέα του εκείνες τις μέρες του άγριου Μάη του ‘68. Και έκανε πάταγο. Ήταν η ταινία για την οποία όλοι μιλούσαν και για την οποία επινοήθηκε το βραβείο καλύτερης ταινίας πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη. «Μια αντισυμβατική ταινία σε ένα αντισυμβατικό φεστιβάλ», θυμάται ο Πίτερ Φόντα. Οι μαλλιάδες με τις καουμπόικες μπότες και τα καπέλα και τα κορίτσια τους με τα καυτά μίνι και τις αφέλειες παρέλασαν στην Κρουαζέτ και την οθόνη με τις μηχανάρες και τα ναρκωτικά τους και την δικιά τους αντίληψη για την ελευθερία και το αμερικάνικο σινεμά άλλαξε. Για πάντα.

To 1970 το σκοτεινό Καουμπόης του Μεσονυχτίου του Σλέσιντζερ προτείνεται για εφτά Όσκαρ και κερδίζει τα όσκαρ Καλύτερης Σκηνοθεσίας, Καλύτερου Σεναρίου και, φυσικά, Καλύτερης Ταινίας. Τέρμα τα μιουζικάλ και τα μελό. Το Νέο Χόλιγουντ νίκησε.

Γιόν Βόιτ και Ντάστιν Χόφμαν, Ο Καουμπόης του Μεσονυχτίου (1969)

Υπάρχουν πολλές ιστορίες που θα μπορούσε να αφηγηθεί κανείς για εκείνη τη χρυσή εποχή της κινηματογραφικής μητρόπολης. Τις εταιρείες παραγωγής που δημιουργήθηκαν και έκλεισαν, τους περίεργους μουσάτους που κατάφερναν να παίρνουν μεγάλα ποσά για να κάνουν την τρέλα τους τέχνη, τις εμπορικές επιτυχίες που έφεραν τον κόσμο πάλι στις αίθουσες. Το χαρακτηριστικό όμως της κοινότητας των σκηνοθετών, παραγωγών και ηθοποιών που μοιράζονταν μεγάλο κομμάτι της καθημερινότητας τους -πολλοί από αυτούς κατέληξαν  να μένουν ο ένας δίπλα στον άλλο σε σπίτια πάνω στην παραλία Νίκολας- και έκαναν σχέδια για το μέλλον του κινηματογράφου ήταν η κοινωνική και πολιτική τους δέσμευση. Άνοιξαν την αγκάλη τους -και ο Μπογκντάνοβιτς την πόρτα της βίλας του- για να επιστρέψει στο Χόλυγουντ ο ιδιοφυής, αριστερός Όρσον Γουέλς, που τα μεγάλα στούντιο είχαν πετάξει έξω από τη χώρα. Ήταν στην πλειοψηφία τους ενάντια στον πόλεμο στο Βιετνάμ. Όταν ο Μπερτ Σνάιντερ κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερου Ντοκιμαντέρ για το αντιπολεμικό Hearts and Minds ανέβηκε και διάβασε στο μικρόφωνο ένα τηλεγράφημα της αντιπροσωπίας των Βιετκόνγκ στις συνομιλίες για την ειρήνευση στο Παρίσι, προκαλώντας σάλο στους παρευρισκόμενους. Aρκετές και αρκετοί είχαν στενές σχέσεις με τους Μαύρους Πάνθηρες, την ένοπλη οργάνωση των Αφροαμερικάνων, τους οποίους και χρηματοδοτούσαν. Είναι δε θρυλική η επιχείρηση που έστησε ο Μπερτ Σνάιντερ για να φυγαδέψει τον αρχηγό της οργάνωσης και προσωπικό του φίλο, Χιου Νιούτον, στο Μεξικό και μετά στην Κούβα, όταν ο τελευταίος κατηγορήθηκε για ένα φόνο που δεν έκανε (συνηθισμένη τακτική της CIA).

 …έπεται συνέχεια με τις ταινίες του αφιερώματος

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ