Ο Δημήτρης Κατσιμίρης στο 20/20 για τη βραβευμένη ταινία του «Με αξιοπρέπεια»

Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Κατσιμίρης μίλησε στη Ρεγγίνα Ζερβού για όσα ενέπνευσαν την εξαιρετική ταινία του «Με αξιοπρέπεια» -βραβείο στην κατηγορία Film Forward στο φετινό 63o Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης-, για όσα ακόμη ξεχώρισε στο φεστιβάλ, καθώς και για τα μελλοντικά του σχέδια.

Ο Δημήτρης Κατσιμίρης στο 20/20 για τη βραβευμένη ταινία του «Με αξιοπρέπεια»
ΠΡΟΒΟΛΗ

Το Με αξιοπρέπεια του Δημήτρη Κατσιμίρη είναι ένα απλό και λιτό κινηματογραφικό «μονόπρακτο» με διαλόγους μετρημένους κουβέντα την κουβέντα, που κυλάει χωρίς να το καταλάβεις, αβίαστα, και σε αφήνει στο τέλος ξέπνοο. 

Σ’ ένα μικροαστικό σαλονάκι τρία αδέρφια μαζεύονται για τα γενέθλια του ηλικιωμένου πατέρα τους και για να αποφασίσουν τι θα τον κάνουν από δω και πέρα. Το κοινό, που πάντα ξέρει, του έδωσε το βραβείο στο διαγωνιστικό τμήμα Film Forward στο φετινό, 63o Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Το «Με αξιοπρέπεια» ήταν μια ταινία καταιγιστική και δεν ξέρω με ποια ερώτηση να αρχίσω. Θα ’θελες να πεις εσύ πως γεννήθηκε η ιδέα;

Εγώ είχα σπουδάσει Κοινωνικός Λειτουργός στην Πάτρα και μετά πήγα και εξάσκησα το επάγγελμα στη Θεσσαλονίκη. Δούλεψα τέσσερα χρόνια σε ΚΑΠΗ. Κάπου εκεί ξεκίνησε η ενασχόληση με το θέατρο, στην αρχή ως ηθοποιός. Και κατέβηκα στην Αθήνα, όπου μένω μόνιμα πλέον. Μετά πέρασα στη συγγραφή και τη σκηνοθεσία. Η αλήθεια είναι ότι με κούρασε λίγο το θέατρο και πέρασα στον κινηματογράφο. Βρήκα τους συνεργάτες και ξεκίνησα, χωρίς να έχω σπουδάσει το αντικείμενο.

Το 2016 έκανα την πρώτη μικρού μήκους, τα Γενέθλια, και πήγαμε στη Δράμα και πήραμε το βραβείο Ανδρικού Ρόλου. Όλοι μου είπαν πως το Με αξιοπρέπεια είναι σαν μια συνέχεια των Γενεθλίων. 

Το 2018 έκανα το Fake News και έκτοτε άρχισα να ψάχνω να βρω χρήματα για να κάνω την πρώτη μου μεγάλου μήκους. Έψαχνα στον ιδιωτικό τομέα αλλά δεν βρήκα και μετά από τρία χρόνια είχα από την ΕΡΤ και το Κέντρο Κινηματογράφου ένα σημαντικό ποσό που μπορούσα να διαχειριστώ. 63 χιλιάρικα.

Τόσο μεγάλο ποσό…

Όποιος γνωρίζει από κινηματογράφο καταλαβαίνει τι σημαίνει αυτό το ποσό.

Ακολουθήσαμε τη διαδικασία του θεάτρου, τέσσερις μήνες πρόβες, να φτιάξουμε όλες αυτές τις σχέσεις. Οι πρόβες είναι κάτι αυτονόητο στο θέατρο, αλλά όχι στον κινηματογράφο. Πολλοί συνάδελφοι κινηματογραφιστές δεν αφιερώνουν τόσο χρόνο σ’ αυτό. Αντίθετα δίνουν προσοχή στη διεύθυνση της φωτογραφίας και την κίνηση της κάμερας, και ξεχνούν το σενάριο και τον ηθοποιό, που είναι για μένα η δύναμη της ταινίας.

Βγήκε η ταινία την περίοδο του κορονοϊού, φορούσαμε μάσκες δηλαδή, πήγαμε στο γύρισμα και κάναμε έξι με επτά μήνες μοντάζ. Η πρεμιέρα έγινε στη Θεσσαλονίκη.

Πώς έγινε η επιλογή των ηθοποιών; Λες και ήταν φτιαγμένοι για τους ρόλους τους.

Δεν μ’ αρέσει να κάνω κάστινγκ. Νομίζω ότι πιο μεγάλο ρόλο παίζει η προσωπικότητα, το να μπορούμε να επικοινωνούμε ο ένας με τον άλλο. Όλοι ήταν γνωστοί. Μου τους είχαν συστήσει, είχαμε βγει έξω για καφέ, τα είπαμε. Ο Θανάσης και η Ηλέκτρα, το ζευγάρι που κρατάει τον ηλικιωμένο στο σπίτι τους, είναι ζευγάρι και στην πραγματική ζωή. Τους έδωσα το σενάριο, το διάβασαν, τους άρεσε πολύ. Και μετά, αυτό που κάνω και στο θέατρο, δεν θέλω ο ηθοποιός να είναι εκτελεστικό όργανο αλλά να φέρνει τις δικές του ιδέες. Πατήσαμε πάνω στο σενάριο αλλά σε ένα μεγάλο ποσοστό είναι δικές τους ιδέες, δικές τους ανάγκες, δικοί τους ρυθμοί. Η Ανδρεαδάκη π.χ. από μόνη της το γυρνάει στο κλάμα.

Από πού ήρθε η έμπνευση για την ταινία;

Το είπα στη Θεσσαλονίκη κι εκεί το άκουσε για πρώτη φορά η αδελφή μου. Είχε ένα πρόβλημα υγείας και έμεινε στο νοσοκομείο περίπου οκτώ μήνες, οπότε είχα αναλάβει την εξυπηρέτηση σχεδόν καθημερινά στο «Γεννηματά» και είχα την εμπειρία του να είναι κάποιος καθηλωμένος σε ένα κρεβάτι, πίσω από μία πόρτα, και να είναι οι συγγενείς να συζητάνε πράγματα για κείνον και να παίρνουν αποφάσεις ερήμην του, να ακούγονται δυσάρεστα πράγματα και το πρόσωπο αυτό να μην μπορεί να κάνει τίποτα, να έχει χάσει την αξιοπρέπεια του. Από εκεί εμπνεύστηκα την ιστορία και αφιέρωσα στην αδερφή μου την πρεμιέρα. Μ’αρέσουν τα προσωπικά στοιχεία να υπάρχουν σε αυτά που γράφω.

Τους ηλικιωμένους τους έχω ζήσει πάρα πολύ, έχω ακούσει τις ιστορίες τους, γνωρίζω όλο τον ψυχικό κόσμο που κουβαλάνε και τους σέβομαι πάρα πολύ. Ο Χάρης Τσιτσάκης, ο ηθοποιός από την ταινία, μου είπε στο τέλος «μακάρι να κάνουμε τον κόσμο να σκεφτεί περισσότερο τους γέρους, το πού και πως θα περάσουν τις τελευταίες τους μέρες».

Στην Ελλάδα το θέμα αν θα μείνει ο παππούς κι η γιαγιά στο σπίτι ή στο γηροκομείο είναι ταμπού. Αυτό που μου είπαν στο τέλος της ταινίας αρκετά άτομα, «ήταν σαν να μιλούσες για μας, σαν να ήσουν μέσα στο σπίτι μας και να μας άκουγες». Κάποιοι μάλιστα μου είπαν ότι ζουν αυτή την κατάσταση μέσα στην οικογένειά τους. Γι’ αυτό νομίζω ότι επικοινώνησε και με τον κόσμο.

Εκτός από τον ηλικιωμένο, στην ταινία τα τρία αδέρφια, που έχουν ακολουθήσει διαφορετικούς δρόμους, παρουσιάζουν και τρεις διαφορετικές «ανθρωπολογικές» περιπτώσεις της ελληνικής κοινωνίας.

Είναι αυτό που λέμε η Αγία Οικογένεια.

Η Αγρία Οικογένεια…

Ναι, ωραίο. Είναι και σημεία σεναριακά, η αντίστιξη, οι ομάδες που θα δημιουργηθούν να είναι διαφορετικές μεταξύ τους ώστε να υπάρξει ακόμα μεγαλύτερη σύγκρουση. Έχουμε τον ένα γιο που κάνει άστατη ζωή και κανείς δεν μπορεί να βασιστεί πάνω του, από την άλλη έχουμε τους νεόπλουτους, όπου φαίνεται η καταγωγή. Όσο κι αν πας να το κρύψεις με τα ρούχα και τα λεφτά, ένας άνθρωπος ακτινοβολεί την ενέργειά του. Η αδερφή ό,τι και να κάνει δεν μπορεί να ξεφορτωθεί το παρελθόν της. Και μετά το ζευγάρι που φιλοξενεί τον πατέρα… Τους καταλαβαίνω κι αυτούς πάρα πολύ. Ναι μεν πήραν τη σύνταξη, είχαν κάποια πλεονεκτήματα, αλλά από κει και πέρα βιώνουν καθημερινά μια δύσκολη κατάσταση. Η φροντίδα ενός ηλικιωμένου δεν είναι και κάτι εύκολο. Στην αρχή της ταινίας, πριν συνειδητοποιήσουν που θα καταλήξει, πολύς κόσμος ταυτίστηκε μαζί τους.

Όλοι αυτοί είναι και μία ομάδα κι από την άλλη ο κυρ Δημήτρης, ο οποίος αντιπροσωπεύει κάτι πιο παλιό, πιο ρομαντικό. Δεν τον γνωρίζουμε μέσα από το σενάριο αλλά ακούγονται καλά πράγματα για αυτόν.

Δεν είναι κι οι άλλοι κακοί. Ο καθένας με τις ανάγκες του...

Ναι, όλους μπορώ να τους καταλάβω. Έχω βάλει και δικά μου στοιχεία στους χαρακτήρες μου. Οι θεατές ταυτίζονται με διαφορετικές ομάδες.

Το να μη στέλνουμε ελαφρά τη καρδία τους γονείς μας σε οίκους ευγηρίας είναι όμως και από τις άμυνες της ελληνικής κοινωνίας.

Μέσα από την έρευνα που έκανα εκεί κατέληξα. Σκεφτόμαστε πάρα πολύ τι θα πει η κοινωνία για μας. Ένας καθωσπρεπισμός, σε κάποιες περιπτώσεις το οικονομικό συμφέρον πάνω απ’ όλα. Δεν είναι μια εύκολη απόφαση. Κάθε οικογένεια έχει διαφορετικούς δεσμούς, διαφορετική ιστορία. Κάθε περίπτωση είναι διαφορετική, άρα διαφορετικοί είναι και οι προβληματισμοί. Σίγουρα όμως είναι ένα ζήτημα ταμπού και μια καθόλου εύκολη απόφαση στην Ελλάδα.

Εσύ είσαι αυτό που θα λέγαμε σκηνοθέτης σεναρίου;

Ναι. Για μένα το σενάριο είναι το πιο σημαντικό. Έχει κοινωνικο-πολιτική χροιά. Είναι το κατά πόσο ένας σκηνοθέτης εμπλέκεται στη ζωή και στα κοινωνικά προβλήματα της εποχής του. Πιστεύω ότι πολλοί σκηνοθέτες δεν εμπλέκονται μέσα στη ζωή, μιλάνε για πράγματα που αφορούν τους ίδιους. Οπότε βλέπουμε ταινίες που παίρνουν βραβεία στα μεγαλύτερα φεστιβάλ και έπειτα πάει ο κόσμος στις αίθουσες και λέει «δεν κατάλαβα τίποτα», «δεν με αφορά αυτό που δημιούργησες».

Αναφέρεσαι στο weird wave...

Κοίτα, ο Λάνθιμος είναι ένας από τους αγαπημένους μου. Είναι αυθεντικός, χάραξε τη δική του πορεία, πιστεύει σε αυτό που κάνει. Εγώ μιλάω για όλους τους υπόλοιπους που προσπαθούν να μιμηθούν τον Λάνθιμο. Το γνωστό που συμβαίνει πάντα, μόλις δούμε κάποια επιτυχία ακολουθούμε με ιλιγγιώδη ταχύτητα να φτάσουμε το πρότυπό μας αλλά δεν υπάρχει το βάθος και η κοσμοθεωρία του δημιουργού. Για μένα είναι πολύ σημαντικό ένας δημιουργός να έχει τη δική του φωνή, να πει για πράγματα που γνωρίζει πολύ καλά, να τα λέει με τον δικό του, μοναδικό τρόπο. Ναι μεν υπάρχει ο Κιούμπρικ και ο Σκορσέζε, αλλά υπάρχει και ο Έλληνας δημιουργός που έχει τη δική του φωνή και έχει να πει πράγματα για την Ελλάδα τού σήμερα. Αν πάμε να μιμηθούμε όλα αυτά τα μεγαθήρια, είτε τεχνικά είτε σεναριακά, νομίζω ότι είμαστε χαμένοι από χέρι.

Φέτος η ταινία που ξεχώρισα από τις ελληνικές παραγωγές ήταν το Black Stone. Γνωριστήκαμε με τον σκηνοθέτη και μου φάνηκε ένα προσγειωμένο άτομο που ήθελε κι αυτός να πει τη δική του ιστορία. Κι αυτό το σέβομαι και το χειροκροτώ.

Το Film Forward, μάλιστα, μας επιφυλάσσει εκπλήξεις. Η άλλη ταινία, τα «Μπάσταρδα», ήταν εντελώς διαφορετικού ύφους από τη δική σου και έκαναν κι αυτά αίσθηση.

Υπήρχαν τα μουσικά μέρη, όπου απογειωνόταν η ταινία, κι υπήρχαν και τα διαλογικά όπου δεν. Ήταν λίγο άνισο. Η ιστορία που είπαν τα Μπάσταρδα σίγουρα μας αφορά όλους, πράγματα που κάναμε στο παρελθόν και κάποιοι τα κάνουν ακόμα, όλη η ιδέα από τη Γλυκιά Συμμορία του Νικολαΐδη ήταν πολύ ωραία. Πολύ ωραίο στήσιμο σε σημεία. Την ώρα που έμπαινε η μουσική με μάγευε. Ανακάλυψα και τον Mazoha κι άρχισα να τον ακούω όλη μέρα. Μπορεί εγώ να ασχολούμαι με γραμμικά σενάρια, αναγνωρίζω όμως πως υπάρχουν ταινίες που δεν πατάνε σε σεναριακούς κανόνες αλλά έχουν μια ατμόσφαιρα, μια αίσθηση, και εγώ τις σέβομαι πάρα πολύ. Η Αξιοπρέπεια και τα Μπάσταρδα έχουν κάτι κοινό, έχουν ενέργεια.

Σχέδια για το μέλλον;

Θα ανεβάσουμε μια παράσταση φέτος τον Γενάρη, κείμενο δικό μου και του Βασίλη του Σταυρόπουλου, στο Επί Κολωνώ. 

Όσον αφορά το φεστιβάλ και το βραβείο που πήραμε, αυτό βέβαια μας δίνει χαρά αλλά πρέπει να είναι το εφαλτήριο για να κάνουμε το επόμενο βήμα. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που έχουν κάνει θεαματική πρώτη εμφάνιση και μετά δεν προχώρησαν, χάσαν τη σπίθα, τη δύναμή τους, Αυτή τη στιγμή νιώθουμε με την ομάδα ότι έχουμε δύναμη γι’ αυτό πάμε αμέσως στο επόμενο. Έχει γραφτεί το σενάριο. Είναι από ένα παλιό θεατρικό που είχα γράψει, το Έμβρυο, και διαπραγματεύεται τον ασυνείδητο φόβο. Είναι ένα ζευγάρι που προσπαθεί να κάνει παιδί και συνέχεια αποβάλλει. Προσπαθώ να δω κάτω από αυτό και να καταλάβω τι είναι αυτό που τους οδηγεί στις αποβολές.

Ξεκινάμε με τις αιτήσεις χρηματοδότησης, να βρούμε τα λεφτά, και μετά να πάμε άμεσα στο γύρισμα. Άμεσα, δηλαδή την επόμενη διετία, τριετία να έχουμε έτοιμη ταινία.


Με αξιοπρέπεια / Dignity [FILM FORWARD]

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ