«Τα τρελά βατράχια» (ΚΘΒΕ): Η αλλαγή έρχεται από αυτούς που τολμούν (κριτική)

Μια από τις πιο καλές παραγωγές του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος για τη φετινή σεζόν, είχα την τύχη να παρακολουθήσω στο Θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών. Πρόκειται για το έργο της νέας δραματουργού Mélody Mourey, με τίτλο Τα τρελά βατράχια, σε σκηνοθεσία της συγγραφέως. Το έργο απέσπασε τρεις υποψηφιότητες για τα βραβεία Molières, στις κατηγορίες «καλύτερου έργου», «καλύτερης σκηνοθεσίας» και «καλύτερου συγγραφέα» για το 2022.

«Τα τρελά βατράχια» (ΚΘΒΕ): Η αλλαγή έρχεται από αυτούς που τολμούν (κριτική)
ΠΡΟΒΟΛΗ

Μια παράσταση, βασισμένη σε άγνωστα, αληθινά γεγονότα, όπως η εφεύρεση του εμβολίου κατά του τύφου και ο τρόπος με τον οποίο δύο Πολωνοί γιατροί, με τη χρήση αυτού του σκευάσματος και μία απάτη, κατάφεραν να σώσουν χιλιάδες ανθρώπους από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Την ιστορία αφηγείται ο συνταξιούχος πλέον γιατρός Στανισλάβ Ματούλεβιτς (Σταν) στην ψυχολόγο και εγγονή του παλιού φίλου και συνεργάτη του, Ευγένιου Λαζόφσκι, Ανασταζί Λαζόφσκι, σε ένα μπαρ της Νέας Υόρκης όπου ζει, κάπου στη δεκαετία του 1990.

Η πάροδος των χρόνων από την εξέλιξη των τραγικών αυτών γεγονότων καθώς και το χιούμορ που διαθέτει ο γιατρός Σταν, φέρνει στα αυτιά (και τα μάτια) μας την ιστορία όπως καταφέρνει να την ανακαλέσει στη μνήμη του και όχι όπως συνέβη. Έτσι, ακόμα και τα πιο σκοτεινά σημεία του έργου διαθέτουν στοιχεία σαρκασμού, όπως η γκροτέσκ απεικόνιση των υποτιθέμενων αρρώστων στους στρατιωτικούς των Ναζί και τη γνωριμία του ιδίου με την Τερέζα, νεαρή «περιζήτητη» νύφη που του προξένευαν.

Η παράσταση περιέχει και στοιχεία θεάτρου-ντοκουμέντο όχι μόνο λόγω της αφορμής του έργου από ιστορικά γεγονότα αλλά και σκηνοθετικά, καθώς ακούμε κάποια από τα ονόματα των Εβραίων που έσωσαν οι δύο γιατροί από το Πολωνικό χωριό.

Η σκηνοθεσία της Mélody Mourey ισορροπεί με ευκολία ανάμεσα στο τραγικό και το ανάλαφρο στοιχείο ενώ περνά εξίσου ομαλά σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους, συχνά εμπλέκοντας τον αφηγηματικό με τον ιστορικό χρόνο την ίδια στιγμή που ο Σταν συνομιλεί με τον παρελθοντικό εαυτό του αλλά και ο Οκτάβ με την «κοπελιά από το μέλλον» προκαλώντας το γέλιο του κοινού. Η σκηνοθέτης δεν διστάζει να διακωμωδήσει ούτε τον Χίτλερ με τον νευρωτικό του λόγο και τους ναζιστικούς χαιρετισμούς που μετατρέπονται σε χειρονομίες με αποδέκτη τον εαυτό του αλλά και στον σχηματισμό μίας καρδιάς ανάμεσα σε εκείνον και τον αξιωματικό του, γεγονός που θα μπορούσε να μεταφραστεί και ως «κλείσιμο του ματιού» προς την κατεύθυνση της κοινωνικής αποδοχής των LGBTQ+ κοινοτήτων.

Ο θίασος παίζει συλλογικά και με σεβασμό, σαν καλοκουρδισμένη ορχήστρα, με όλο τον αυθορμητισμό αλλά και τα απρόοπτα που συνεπάγεται ένα ζωντανό γεγονός, τα οποία ενσωματώνονται στις σκηνές μέσα από έξυπνες και πάντα πρωτότυπες αντιδράσεις των συμπρωταγωνιστών. Παρ’ όλα αυτά, ξεχώρισαν υποκριτικά ο Θάνος Φερετζέλης στον ρόλο του νεαρού Στανισλάβ Ματούλεβιτς και ο Αλέξανδρος Ζουριδάκης ως Οκτάβ, Τερέζα και Χίτλερ με τις εκφραστικές τους ικανότητες. Στην παράσταση έλαβαν μέρος και οι Αντώνης Αντωνάκος, Σταυρούλα Αραμπατζόγλου, Κορίνα Βασιλοπούλου, Στέλιος Καλαϊτζής, Θάνος Κοντογιώργης, Εύη Κουταλιανού, Χριστίνα Κωνσταντινίδου, Βασίλης Παπαδόπουλος, Βιργινία Ταμπαροπούλου και Γιάννης Χαρίσης.

Τα σκηνικά της Hélie Chomiac υπό την επιμέλεια της Δανάης Πανά, αποτελούμενα από δύο γωνιακές κατασκευές, εικονοποιούν με πολύ απλό και ωραίο τρόπο το πέρασμα από τις διαφορετικές εποχές (1940, 1944, 1990) όπως και την εναλλαγή των χώρων (εσωτερικό σπιτιού, μπαρ στη Νέα Υόρκη, ταχυδρομείο, σιδηροδρομικός σταθμός κ.α.) και αφήνουν ελεύθερο μεγάλο μέρος του σκηνικού χώρου που αξιοποιείται επιτυχώς από τους ηθοποιούς. Τα κοστούμια που επιμελήθηκε, με την ίδια επιτυχία προσδίδουν στους χαρακτήρες την χρονική και χωρική τους ταυτότητα ενώ στην περίπτωση της Άννας, συζύγου του γιατρού Λαζόφσκι, το κόκκινο φόρεμα δίνει το μοναδικό στοιχείο για την αντιστασιακή της δράση που αποκαλύπτεται, μέχρι και το τέλος της παράστασης.

Οι φωτισμοί και τα ειδικά εφέ του Στέλιου Τζολόπουλου, η μουσική του Simon Meuret, οι χορογραφίες της Nina Dipla και η αρμονική εκτέλεσή τους από το σύνολο του θιάσου σε συνδυασμό με τις υποκριτικές ικανότητες των ηθοποιών, χαρίζουν στην παράσταση την υποβλητική και σχεδόν παραμυθιακή της ατμόσφαιρα.

Μια παράσταση που δεν προκαλεί το γέλιο μόνο εξαιτίας του σαρκαστικού χιούμορ της συγγραφέως αλλά και χάρη στο ιστορικό της momentum, καθώς χρησιμοποιεί λεξιλόγιο όπως «εμβόλιο», «πανδημία», «επιδημία» και «καραντίνα» που μετά τα δύο χρόνια της φρενίτιδας του «νέου θανατηφόρου ιού Covid-19» έχουν αποκτήσει ιδιαίτερες έννοιες στο υποσυνείδητο του κοινού, ενώ ταυτόχρονα ασκεί διακριτική αλλά έντονη κριτική σε ιστορικές προσωπικότητες. Κρίμα που η κυρία δίπλα μου αποκοιμήθηκε.

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ