«Χάος» του Λουίτζι Πιραντέλλο στο Θέατρο Τ: Γίνεται το χάος τέχνη; (θεατρική κριτική)

Ο ταλαντούχος σκηνοθέτης Σωτήρης Ρουμελιώτης διασκευάζει θεατρικά και σκηνοθετεί στο Θέατρο Τ το Χάος, τη συλλογή διηγημάτων του Σικελού συγγραφέα Λουίτζι Πιραντέλλο, με την ομάδα Male di Luna.

«Χάος» του Λουίτζι Πιραντέλλο στο Θέατρο Τ: Γίνεται το χάος τέχνη; (θεατρική κριτική)
ΠΡΟΒΟΛΗ

Ο Λουίτζι Πιραντέλλο, ο συγγραφέας που βραβεύτηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1934, ήταν εκείνος που προσπάθησε να γράψει ένα διήγημα για κάθε μέρα του χρόνου, όπως του όριζε, ίσως, το ανήσυχο πνεύμα του και το σικελικό ταμπεραμέντο. Τελικά κατάφερε να φτάσει τα 256.

Ο σκηνοθέτης Σωτήρης Ρουμελιώτης, που συστήθηκε στο θεατρικό κοινό το 2021 με τη Μητέρα του Σκύλου του Παύλου Μάτεσι και συνέχισε τις σκηνικές του αναζητήσεις με τον Ονειροφάγο και το ιαπωνικό θέατρο, τώρα διασκευάζει θεατρικά και σκηνοθετεί στο Θέατρο Τ το Χάος, τη συλλογή διηγημάτων του Σικελού συγγραφέα, με την ομάδα Male di Luna.

Με τη δράση να έχει ήδη ξεκινήσει όταν εισέρχεται στο κοινό, πρακτική που συνηθίζει ο σκηνοθέτης, η παράσταση πραγματεύεται το χάος που περιβάλλει την καθημερινότητα, τις σχέσεις μας και τελικά την ίδια μας την ύπαρξη. Είναι ένα αυτό το χάος; Κοινό για όλους ή ο καθένας μας αντιμετωπίζει το δικό του; Το χάος, τα χάη;

Τα διηγήματα της συλλογής προσεγγίζονται με διαφορετικές θεατρικές μεθόδους, όπως ο διάλογος και η ταυτόχρονη δραματοποίηση ενώ εντάσσεται σε αυτά και το θέατρο μαριονέτας - με τη φούστα-κοράκι μέσα από τη φωλιά του κακοποιημένου πτηνού. Συνδετικός κρίκος όλων είναι η χρήση των «φρούτων του έρωτα» τον λωτών, που η εμφάνισή τους εκκινεί μια νέα ιστορία και το ανάκατο, τελικά, σκόρπισμά τους επάνω στη σκηνή, καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, οπτικοποιεί εικαστικά το «Χάος» της ζωής.

Αν και η παρουσίαση των διηγημάτων γίνεται με τη σειρά, ο σκηνοθέτης παρεμβάλλει φράσεις ή άλλες λεπτομέρειες του κάθε κειμένου σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, χωρίς να «πετάει» τους ηθοποιούς εκτός ρόλου ούτε και να κάνει το κοινό να αισθάνεται πως χάνει τη ροή της σκηνικής δράσης.

Ενδιαφέρουσα είναι η χρήση του κάδρου με τα δύο ζωγραφισμένα φτερά που τη μία στιγμή δηλώνει πως η ανάπηρη Κλιμεντίνη, με την βαθιά πίστη στον Θεό, θα γινόταν ένας υπέροχος άγγελος του ουρανού, κάτι που θα όφειλε να είναι η μοίρα της, αφού βασανίζεται στην επίγεια ζωή της και την επόμενη στιγμή γίνεται κούφωμα παραθύρου από όπου την παρακολουθεί ο νέος που τον αποτρέλανε το πένθος… Τα στοιχεία αυτοσχεδιασμού και το χιούμορ προσθέτουν στην ποιότητα του αποτελέσματος.

Ο Σωτήρης Ρουμελιώτης, εκτός από σκηνοθέτης της παράστασης, ενσαρκώνει και τον Μπατά, ήρωα που πάσχει από την «αρρώστια του φεγγαριού». Σε τακτά χρονικά διαστήματα, σηκώνεται έντρομος από τα άχυρα στα οποία κοιμάται, φωνάζει “Male di Luna” και προσπαθεί να καθησυχάσει τον εαυτό του ρίχνοντας νερό στο πρόσωπό του. Η κραυγή του αυτή, εκτός από αναφορά στο ομώνυμο διήγημα του συγγραφέα που μας θυμίζει τη συλλογή του, είναι και μια αυτοαναφορά, ένα μεταθεατρικό, σχεδόν, στοιχείο, στον θίασο που παρακολουθούμε.

Μέσα από την υποκριτική δεινότητα και των άλλων ηθοποιών, που πλάθουν και εξελίσσουν τους διαφορετικούς χαρακτήρες που ενσαρκώνουν «μπαίνοντας» με ευκολία στους διαφορετικούς τους ρόλους, ξεχωρίζει η Άννα Ρίζου καθώς οι ρόλοι της θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως εκ διαμέτρου αντίθετοι. Η Ανδρομάχη Μπάρδη, έχοντας τον πλήρη έλεγχο των κινήσεών της, μοιάζει να μεταχειρίζεται αβίαστα τα σκηνικά αντικείμενα την ώρα που οι συμπρωταγωνιστές της την περιεργάζονται ενώ «ακροβατεί» σε μια κόκκινη κορδέλα, ενώ ο Πάνος Κεφαλούρος, που υπηρετεί την ψυχρότητα που τον χαρακτηρίζει, η οποία δεν του στερεί τίποτα υποκριτικά, και ο Γιάννης Μονοκρούσος που δείχνει να κρατά δυνάμεις για τις τελευταίες σκηνές του στην παράσταση, συμπληρώνουν την πολλά υποσχόμενη για το μέλλον ομάδα.

Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Νίκης Αγγελίδου, φτιαγμένα από απλά υλικά, δεν μας μεταφέρουν μόνο στα σικελικά χωριά του 19ου αιώνα αλλά και στο θέατρο της εποχής, με πολλά «λεπτά» και ξεκαρδιστικά σχόλια να γίνονται από τον Σωτήρη Ρουμελιώτη και τους ηθοποιούς σχετικά με την «κυριαρχία του σκηνοθέτη» και τους ιδιότροπους πρωταγωνιστές, ενώ τα διακριτικά των ρόλων έκαναν τη δραματουργία πιο ξεκάθαρη.

Οι φωτισμοί του Σωτήρη Ρουμελιώτη, ο οποίος αν και εμπλέκεται σε πολλά πόστα της παράστασης, δείχνει να πετυχαίνει εξίσου σε όλα, ταυτόχρονα με τη μουσική του Γιώργου Χρυσικού, υπηρετούν τη σκηνική δράση αποδίδοντας με χαρακτηριστική ακρίβεια την ατμόσφαιρα που περιγράφει ο συγγραφέας.

Οφείλω, κλείνοντας, να αναγνωρίσω τόσο στον Σωτήρη Ρουμελιώτη όσο και στους ηθοποιούς τη δυσκολία εναλλαγής του σοβαρού με το αστείο στοιχείο και εκείνη της πρόκλησης του πηγαίου γέλιου των θεατών. Οι νέοι αυτοί καλλιτέχνες, που ήρθαν για να μείνουν, καταφέρνουν με μεγάλη επιτυχία και τα δύο.

Trailer | ΧΑΟΣ, βασισμένο σε διηγήματα του Λουίτζι Πιραντέλλο

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ