«Λευκές Νύχτες» και οι ευχάριστες βραδιές στο θέατρο (θεατρική κριτική)

Η Ανδριάνα Τσιότσιου παρακολούθησε στο Θέατρο Φαργκάνη τη θεατρική διασκευή της νουβέλας του Φ. Ντοστογιέφσκι «Λευκές Νύχτες», με τους Κωνσταντίνο Ασπιώτη και Αλεξάνδρα Αϊδίνη, λίγο πριν την εκπνοή της περιοδείας της παράστασης στη Θεσσαλονίκη.

«Λευκές Νύχτες» και οι ευχάριστες βραδιές στο θέατρο (θεατρική κριτική)
ΠΡΟΒΟΛΗ

Στο Θέατρο Φαργκάνη, ένα θέατρο που αν και στο κέντρο της πόλης δεν είναι ιδιαίτερα «βολικό», με την ελάχιστα επικλινή πλατεία του να δυσκολεύει την παρακολούθηση της σκηνικής δράσης, είδα, λίγο πριν την εκπνοή της περιοδείας της στη Θεσσαλονίκη, την παράσταση «Λευκές Νύχτες», τη θεατρική διασκευή της ομώνυμης νουβέλας του Φ. Ντοστογιέφσκι.

Στο κατάμεστο θέατρο, μετά από μία ατελείωτη εβδομάδα και πριν την έναρξη μίας πανομοιότυπης, περίμενα να ξεκινήσει η παράσταση του Κωνσταντίνου Ασπιώτη, τον οποίο έχω παρακολουθήσει κυρίως ως σκηνοθέτη και τώρα πρωταγωνιστεί στην παράστασή του, η οποία ξεκίνησε με καθυστέρηση μισής ώρας. Κατά την αναμονή, μας κρατούσε συντροφιά η αφαιρετική σκηνογραφία της Ζωής Μολυβδά-Φαμέλη, με τα δύο παγκάκια στο αριστερό και δεξί άκρο της σκηνής και τα έξι τελάρα που με τους διαφορετικούς φωτισμούς, που σχεδίασε η ίδια, έδιναν όλο το μυστήριο του ουρανού, τις λευκές νύχτες της Πετρούπολης. Οι Φωτισμοί, σε αποχρώσεις του μπλε, του μοβ και του κίτρινου φωτός, θερμοί, υπαγόρευαν με ακρίβεια την παραμυθιακή ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος ταυτόχρονα με τη ζεστασιά που φωλιάζει στις καρδιές των δύο πρωταγωνιστών.

Ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης, ήδη από την έναρξη της παράστασης, χρησιμοποίησε τη θεατρική αίθουσα στο σύνολό της και δεν περιορίστηκε μόνο στον σκηνικό χώρο. Έτσι, τόσο ο ίδιος όσο και η Αλεξάνδρα Αϊδίνη, που ξεκίνησε από τον εξώστη, περπατούν, τρέχουν και κάθονται στους διαδρόμους γύρω από τις θέσεις των θεατών ακόμα και στο πίσω μέρος της αίθουσας. Αυτό μας κάνει να θαυμάζουμε ακόμη περισσότερο τις δυνατότητές τους, αφού με ευκολία ακούγαμε τα λόγια τους, ανεξάρτητα από τη θέση τους σε σχέση με εμάς.

Η μουσική του Στάμου Σέμση, αποτελούμενη κυρίως από αυτοσχεδιασμούς αλλά και με μερικά αποσπάσματα γνωστών μουσικών κομματιών κλασικής μουσικής, όπως εκείνο του Πρελουδίου της Πρώτης Σουίτας του Γ.Σ. Μπαχ ή ακόμα και το χαρακτηριστικό μοτίβο από τον Κουρέα της Σεβίλης του Β.Α. Μότσαρτ που μουρμουρίζει η Νάτσινκα, σχολίαζε πότε με χιούμορ και πότε με περίσσιο συναίσθημα την ατμόσφαιρα του έργου ενώ περιέγραφε την πορεία της σκηνικής δράσης, ακόμα και την ψυχολογική κατάσταση των χαρακτήρων. Η ενδυματολόγος Ηλένια Δουλαρίδη δημιούργησε σκουρόχρωμα και ρεαλιστικά κοστούμια της Ρωσίας του 19ου αιώνα, με μοντέρνες πινελιές, όπως η πολύ φαρδιά παντελόνα που φοράει η Νάτσινκα και αντικαθιστά την κλασική φούστα της εποχής.

Ο σκηνοθέτης, παρόλο που χρησιμοποιεί τεχνικές, όπως περιέγραψα παραπάνω, που ενισχύουν το γκρέμισμα του «τέταρτου τοίχου», καταφέρνει να μας συνεπάρει στο «παραμύθι», ακόμα περισσότερο κάνοντας χρήση των ειδικών εφέ που δημιουργούν βροχή επάνω στη σκηνή και μας οδηγεί να ταυτιστούμε με τους χαρακτήρες. Το χιούμορ, τοποθετημένο τόσο προσεκτικά και «ανθρώπινα», σχεδόν καθημερινά, καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, λειτουργεί επίσης προς αυτή την κατεύθυνση ενώ ταυτόχρονα την επικαιροποιεί.

Οι δύο χαρακτήρες «μετακινούνται» εμφανώς από την πρώτη τους κατάσταση, με τη Νάτσινκα να περνάει από τη δυστυχία στην ευτυχία ενώ ο Ονειροπόλος κεντρικός ήρωας, μέσα από την αρχική του δυστυχία, μπαίνει σε ένα «ταξίδι» που γεννάει μια φιλία και έναν έρωτα, ο οποίος, λίγο πριν την εκπλήρωσή του τον βουτά και πάλι στη δυστυχία του αφού επιστρέφει ο αντεραστής του. Όμως, όπως επαναλαμβάνει και ο ίδιος,  «μια στιγμή απόλυτης ευτυχίας» είναι αρκετή.

Οι «Λευκές Νύχτες» είναι μια παράσταση για τη μοναξιά και τον τρόπο που ο καθένας μας την αντιμετωπίζει, τη φιλία, την προδοσία, την αγάπη και τον έρωτα. Τον αγνό, σχεδόν εφηβικό, έρωτα. Μία παράσταση τρυφερή, συγκινητική μα και αστεία, που γαληνεύει και ταυτόχρονα φλογίζει τις ψυχές μας και μας προτρέπει, μέσα από τους δύο αυτούς άξιους ηθοποιούς, να δούμε τη ζωή και την καθημερινότητα λίγο διαφορετικά, ίσως πιο ελαφριά, και να δίνουμε στις «μικρές στιγμές απόλυτης ευτυχίας» την προσοχή που τους αξίζει.

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ