Μαλβίνα Κάραλη: Χορτασμένοι πια

Μια μέρα σαν τη σημερινή, τα ξημερώματα της 7ης Ιουνίου 2002, φεύγει από τη ζωή η δημοσιογράφος και συγγραφέας Μαλβίνα Κάραλη.

Μαλβίνα Κάραλη: Χορτασμένοι πια
ΠΡΟΒΟΛΗ

«Δε θα τον χωρέσει αυτή η ζωή, τον άνθρωπο που δε δίνει», λες. Φράση καρφωμένη στο λαιμό μου, την φτύνω στο νιπτήρα κάθε πρωί που ξυπνάω. Σκέφτομαι χρόνια τώρα, μας χωράει άραγε η ζωή; Έχουμε δώσει αρκετά; Κι αν όχι, πόσα ακόμα να δώσουμε; Μήπως σπάσουμε, αν δώσουμε πολλά; Ίσως τα κόκαλά μας δεν αντέξουν και γίνουν σκόνη. Μάλλον αυτό φοβήθηκαν και όσοι αρκέστηκαν στο λίγο.

Πιάτα. Όταν σε σκέφτομαι θα φαντάζομαι πιάτα. Πιάτα και σερβίτσια. Πιάτα πορσελάνης, πιάτα κεραμικά, πιάτα οπαλίνας. Πιάτα με μοτίβα, με λουλούδια, με λαχούρια. Μια ραβιέρα οβάλ άσπρη για ορεκτικά. Τραπεζομάντηλο με κέντημα. Πιάτα γεμάτα. Συνταγές για κόρες ακαμάτρες και αποψάτη κουζίνα.Πιάτα της απάτης. Μας μαγειρεύεις. Σαλάτα «Σε γουστάρω», τουρτίτσα με φρουτάκια, γουρούνα μεξικάνικη και Ντόλυ φουρνιστή.

Όταν σε σκέφτομαι θα φαντάζομαι λέξεις. Σπάνιες και περίτεχνες. Λέξεις-κτερίσματα. Όπως αυτές που χρησιμοποιούσες και έλιωνες την άσφαλτο. Τα κορίτσια στη Σαβάνα. Αθώος σαν αγαπημένος. Πιο πολύ, πιο πολλοί. Θα σκέφτομαι τη Χάνα στην έρημο του Εϊλάτ. Θα φαντάζομαι εσένα. Μουσικές της Ανατολής και συνδυασμοί από έντονα μπαχάρια. Ντυμένη στ’ άσπρα. Λάμπεις. Γελάς σαν να είναι η τελευταία σου μέρα. Στον καρπό σου κροταλίζουν χρυσά βραχιόλια. Τα νύχια των ποδιών σου βαμμένα κόκκινα, κόκκινη κι η άμμος που σε ζεσταίνει ανάμεσα στα δάχτυλα. Η ωραία μυλωνού με τα κοντά μαλλιά και τα γαλάζια μάτια.

Όταν σε σκέφτομαι, θα φαντάζομαι πώς έζησες. Χωρίς οδηγίες χρήσης. Ανατρεπτικά, όπως λένε. Εντελώς προβλέψιμα, για εσένα, εντελώς ανεξέλεγκτα για εμάς που δεν σε ξέρουμε. Βουτηγμένη στις σελίδες. Θα σκέφτομαι τον Μούζιλ σου και αυτό που γράφει: «Ο σύγχρονος άνθρωπος γεννιέται σε κλινική και πεθαίνει σε κλινική. Γι’ αυτό και το μέρος που ζει υποτίθεται ότι πρέπει να μοιάζει με κλινική». Θα φαντάζομαι πως μάρκαρες την περιοχή σου σα σκυλί ως το τέλος. Να μην ξεφύγει κανείς εκτός της. Πως ήθελες μια ζωή αποστειρωμένη, γύρω από βράχους. Μα και οι βράχοι με εσένα ανάμεσά τους θα σκιρτούσαν. Και θα γράφω. Όπως έγραφες εσύ. Αναπνέοντας.

Όταν σε σκέφτομαι, θα σε φαντάζομαι στο σήμερα. Περισσότερες ρυτίδες, αλλά το φως στα μάτια ακόμα δυνατό. Θα αναρωτιέμαι αν ταιριάζεις στο κάδρο. Θα προσπαθώ να σε κρίνω ιδεολογικά. Θα διχάζομαι. Πού να σε φανταστώ; Στην τηλεόραση; Στο ραδιόφωνο; Στο κινητό; Ίσως να σε φανταστώ στον κινηματογράφο, ίσως στη λογοτεχνία.Ίσως σε σεμινάρια ηδονισμού, καθισμένοι στο πάτωμα με τσιγάρα και αλκοόλ. Ίσως ως σύγχρονη Εβίτα Περόν σε εξέδρες στις πλατείες.Να μας γητεύεις όλους, κεφάλαιο και εργατική τάξη. Να σε κάνουν βασίλισσα και να σου παίρνουν το κεφάλι. Δεν είναι ότι το χαλάς εσύ, αλλά σου το χαλάμε όλοι οι υπόλοιποι. Είναι φανερό ότι δεν σου πηγαίνουν αυτοί οι ρυθμοί. Ελπίζω να καταλαβαίνεις.

Όταν σε σκέφτομαι, θα μας φαντάζομαι όλους εδώ. Χορτασμένους πια. Που είδαμε και ζήσαμε. Όπως τα λες motamo. Έναν χειμώνα αγάπη. Μια άνοιξη ελπίδα. Κι ένα καλοκαίρι προοπτική. Ολόκληρο προοπτικές. Εσύ, η ξεγραμμένη. Κι εμείς, οι ξεγραμμένοι προ πολλού. Και θα μισώ το καλοκαίρι γιατί δεν είναι εποχή για αποχαιρετισμούς.

Εκεί που είσαι σου φέρνουν αρώματα, σου φέρνουν λουλούδια, σου φέρνουν χέρια να σφίγγεις, χέρια να φιλάς, χέρια να φυλάς. Σου φέρνουν φωτογραφίες από τη ζωή εδώ, με λεζάντες στην πίσω όψη, για να έχεις να αναρωτιέσαι. Σου φέρνουν κοσμήματα, λίγη θαλασσινή αλμύρα από τα Κύθηρα, φλιτζάνια με ελληνικό καφέ σκέτο, τόφι καραμέλες και τα βιβλία που δεν διάβασες. Όλα τα βιβλία. Αλήθεια, πριν φύγεις, είχες νιώσει ποτέ λύπη για όσα δεν θα μπορούσες να διαβάσεις; Κάτι πας να πεις, αλλά…

Μετά ακούμε ένα «τσαφ» και πέφτει η ασφάλεια. Και μετά τίποτα. Η οθόνη νεκρή. Βουίζει τόσο η ησυχία. Λένε ότι τώρα σε καλούν και δεν το σηκώνεις. Χτυπάνε τα κουδούνια στις διευθύνσεις που έμενες και εμφανίζονται άλλοι ένοικοι στην πόρτα. Κάτι δύστυχοι κατσούφηδες. Θυμωμένοι. Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό. Τα βιβλία που σε χόρτασαν, με τα αποτυπώματα και τις σημειώσεις σου ακόμα πάνω τους, έχουν πια μοιραστεί από εδώ κι από εκεί. Η αγάπη σου που τους χόρτασε, υποθέτω, έχει διατηρήσει ακόμα τη φρεσκάδα της.

Η επιδείνωση ήρθε ξαφνικά και ήταν γρήγορη.

Έπεσε δυο μέρες σε κώμα και την τρίτη μέρα η μικρή Λορίν φτερούγισε αθόρυβα σαν άγγελος, ήσυχη και ευτυχισμένη φορώντας τα σκουλαρίκια του γάμου της.

Τώρα είναι μόνη κάτω από το μάρμαρο.

Ο άντρας πάει, κάθεται πλάι της και της μιλάει:

-Πες το όνομά μου, σε παρακαλώ.

Και πάλι:

-Πες το όνομά μου.

Διονύσης Χαριτόπουλος, Ο άνεμος κουβάρι (εκδόσεις Τόπος)

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ