Τα «39 σκαλοπάτια» ή Πώς να ξεκαρδίζεσαι με Χίτσκοκ (θεατρική κριτική)

Η Ανδριάνα Τσιότσιου παρακολούθησε στο Θέατρο Αμαλία τα «39 σκαλοπάτια», που έγιναν ταινία από τον Άλφρεντ Χίτσκοκ, της Θεατρικής Εταιρείας Ορίζοντας σε σκηνοθεσία της ταλαντούχας και ευρηματικής Αννέτας Παπαθανασίου.

Τα «39 σκαλοπάτια» ή Πώς να ξεκαρδίζεσαι με Χίτσκοκ (θεατρική κριτική)
ΠΡΟΒΟΛΗ

Στο Θέατρο Αμαλία, το «κρυμμένο» αυτό θέατρο της Θεσσαλονίκης με τη μικρή χωρητικότητα που βρίσκεται στον ομώνυμο δρόμο, συναντάμε σπουδαίες παραγωγές, αν και οι περισσότερες έρχονται από την Αθήνα για λίγες μόνο παραστάσεις και μάλιστα μεσοβδόμαδα.

Μία από αυτές είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω κι εγώ, κάπως απρόοπτα! Πρόκειται για τα «39 σκαλοπάτια» της Θεατρικής Εταιρείας Ορίζοντας σε σκηνοθεσία της ταλαντούχας και ευρηματικής Αννέτας Παπαθανασίου που αξιοποίησε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το υλικό των ηθοποιών και τα λιγοστά σκηνικά και σκηνικά αντικείμενα για να μεταφέρει στη σκηνή την ομώνυμη ταινία του Άλφρεντ Χίτσκοκ και να φτιάξει μία παράσταση-παρωδία, που χαρίζει απλόχερα το γέλιο χωρίς να εξαλείφει το στοιχείο του μυστηρίου που χαρακτηρίζει τον μεγάλο κινηματογραφιστή αλλά και τα διακριτικά κοινωνικά σχόλια.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης με τους ηθοποιούς να κατεβαίνουν και να παίρνουν τη θέση τους στην πλατεία, σπάζοντας τον «τέταρτο τοίχο», επιστρατεύονται τεχνικές όπως η μεταθεατρικότητα, αφού οι ήρωες παρακολουθούν ένα επιθεωρησιακό σκετς, το θέατρο σκιών, η παντομίμα και το θέατρο αντικειμένων με τα λιγοστά - κάποια ξύλινα κουτιά και μερικά ξύλινα πλαίσια (τις κατασκευές ανέλαβαν οι Χρήστος Ξενιτόπουλος και Ολυμπία Μπασκλαβάνη)- σκηνικά της Δέσποινας Βολίδη σε συνεργασία με την ομάδα Ορίζοντας, να αλλάζουν μορφές και χρήσεις για να εξυπηρετήσουν τον διαφορετικό, κάθε φορά, δραματικό χώρο. Έτσι, δύο ποτήρια με νερό, γίνονται πανεύκολα ένας καταρράκτης!

Τα κοστούμια, επίσης δημιουργίες της Δέσποινας Βολίδη σε συνεργασία με όλη την ομάδα, χαρακτηριστικά της μεσοπολεμικής εποχής και δηλωτικά της κοινωνικής τάξης κάθε ρόλου, πότε σκιαγραφούν το δραματικό στοιχείο και τη σοβαρότητα της κατάστασης στην οποία εμπλέκεται ο ήρωας και πότε ενισχύουν το κωμικό στοιχείο, όπως στην περίπτωση της γριάς ξενοδόχου που υποδύεται ο Στάθης Λαγκάδας ή της συζύγου του Καθηγητή που ενσαρκώνει ο Χριστόφορος Μπαρμπαγιάννης.

Τον ολιγομελή θίασο συμπληρώνουν ο Σαράντος Γεωγλερής και η Στυλιανή Κλείδωνα. Οι τέσσερις ηθοποιοί με το μεγάλο απόθεμα υποκριτικών και μιμητικών ικανοτήτων, επιφορτισμένοι με το χρέος να ενσαρκώσουν εκατό διαφορετικούς ρόλους, χρησιμοποιούν αυτή την ευκαιρία για να αποκαλύψουν το μεγαλείο της τέχνης τους, με το ξεκαρδιστικό παίξιμό τους και την ευκολία με την οποία περνούν από τον έναν ρόλο στον άλλο, ενώ συχνά βγαίνουν από τους ρόλους τους και απευθύνονται στους συμπρωταγωνιστές τους. Παρακολουθώντας κάποιους από αυτούς για πρώτη φορά επάνω στη σκηνή, αξίζει να ακουστεί ξανά, πόσος περισσότερος χώρος δίνεται στο θέατρο ώστε ο ηθοποιός να δείξει τον πραγματικό του «όγκο».

Η μουσική, που επιμελήθηκαν η Μαρία-Χριστίνα Κριθαρά και η Εύη Γιαννακοπούλου και οι φωτισμοί του Θανάση Ρουμελιώτη υποβάλλουν με επιτυχία την ατμόσφαιρα και σχολιάζουν την ευφυή σκηνοθεσία της Αννέτας Παπαθανασίου, η οποία δεν δίστασε να συγχωνεύσει ρόλους ή ακόμα και να τους εμπλέξει με τους διαφορετικούς δραματικούς χώρους της σπονδυλωτής ταινίας, κάνοντας το χιουμοριστικό στοιχείο ακόμα εντονότερο.

Θέλοντας να ολοκληρώσω, δεν μπορώ να μην παρατηρήσω τις αντιδράσεις του κοινού που αποτελεί και μία μικρογραφία της κοινωνίας. Παρά τον ενθουσιασμό του, επιδεικνύοντας εμπειρία θέασης, μολονότι θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί ότι σε πολλές περιπτώσεις επρόκειτο για αυτοτελή σκετς, χειροκρότησε μόνο στο τέλος και όχι κάθε φορά που έπεφτε σκοτάδι στη σκηνή και φυσικά δεν δίστασε να γελάσει με την ψυχή του. Όμως, εξεπλάγην όταν διαπίστωσα πόσο έχουμε επηρεαστεί όλοι από την πραγματικότητα, όταν, τη στιγμή που ο ήρωας Ρίτσαρντ Χάνεϋ και η Πάμελα είναι δεμένοι με χειροπέδες, στην προσπάθειά τους να κινηθούν μεμονωμένα, το χέρι του «προσγειώνεται» στον μηρό της, ενώ εκείνη βγάζει βιαστικά τις κάλτσες της. Αυτό συμβαίνει δύο φορές και υπό άλλες συνθήκες ίσως να ήταν και χαριτωμένο, όμως τώρα, που το ζήτημα της συναίνεσης βρίσκεται συχνά στο προσκήνιο, μόνο κάποια ξέπνοα γέλια ακούστηκαν και στην πλατεία κυριάρχησε σιωπή. Πιθανώς, λοιπόν, να υπάρχει ακόμα ελπίδα να εξελιχθούμε και σαν κοινωνία αλλά και σαν θεατρικό κοινό.

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ