Σφήκες, ωχαδερφισμός και κοινωνική πραγματικότητα. Όχι, δεν τρίζουν τα κόκαλα του Αριστοφάνη (θεατρική κριτική)

Η Λένα Κιτσοπούλου, σε μία in-yer-face παράσταση, φέρνει στη σκηνή βιασμούς, κτηνοβασίες, παρενοχλήσεις και δολοφονίες για να πετάξει «στα μούτρα» του θεατή, τίποτε παραπάνω από τη σημερινή κοινωνία και πραγματικότητα, φτιάχνοντας μια αιχμηρή σάτιρα ντυμένη με έναν μανδύα τραγωδίας.

Σφήκες, ωχαδερφισμός και κοινωνική πραγματικότητα. Όχι, δεν τρίζουν τα κόκαλα του Αριστοφάνη (θεατρική κριτική)
ΠΡΟΒΟΛΗ

Τους «πολύπαθους» Σφήκες της Λένας Κιτσοπούλου παρακολούθησα στο, όχι και τόσο γεμάτο, Θέατρο Δάσους με το ολιγάριθμο κοινό να έχει συγκεντρωθεί, σχεδόν μυσταγωγικά, στο κέντρο του κοίλου. Ομολογουμένως, τίποτα δεν έδωσε την εντύπωση που αποτύπωσαν τα δημοσιεύματα σχετικά με την υποδοχή της παράστασης από το κοινό της Επιδαύρου. Φυσικά, δεν έλειψαν τα αμήχανα, κάποιες φορές, γέλια αλλά κυριάρχησε σιωπή και σίγουρα, ένα μούδιασμα.

Όλοι θα συμφωνούσαμε στο ότι η πάντα προκλητική και αθυρόστομη Λένα Κιτσοπούλου «άλλαξε τα φώτα» στον Αριστοφάνη, έφτιαξε όμως μια απολύτως αριστοφανική παράσταση, με επίκαιρη σάτιρα και βωμολοχίες, από την οποία δεν έλειψε ούτε το «διδακτικό» στοιχείο (αρκεί να παρακολουθούσε κάποιος τα λόγια του πρωταγωνιστή και θα αντιλαμβανόταν τις αδρές γραμμές μεταξύ των παραδειγμάτων προς μίμηση και αποφυγή), άκρως ρεαλιστική μέσα στον μεταμοντερνισμό της. Να σημειωθεί ότι ήδη στο Δελτίο Τύπου της παράστασης, αναφέρεται ρητά  πως πρόκειται για «διασκευή» και «παράσταση βασισμένη στο έργο» του Αριστοφάνη! Δικαιολογίες, λοιπόν, όπως «πήγα να δω Αριστοφάνη αλλά…», δεν γίνονται δεκτές!

Η σκηνοθέτις, καταπιάνεται με τους «Σφήκες» προβάλλοντας ως τέτοιους τα μέλη της σύγχρονης κοινωνίας, που μόνο κατακρίνουν, στηλιτεύει την πραγματικότητα που δεν προσφέρει καμία ασφάλεια δημοκρατίας, σε αντίθεση με τα Social Media και δικαιώνεται καθώς από αυτά προέρχονται οι περισσότεροι από τους «κριτές» της που τη «μίσησαν» μετά την παράσταση. «(Α)κριτές» οι οποίοι ενίοτε στερούνται το αισθητικό αλλά και το επιστημονικό -θα συμπληρώσω εγώ- υπόβαθρο που οφείλει να διαθέτει μία θεατρική κριτική.

Η Λένα Κιτσοπούλου, χωρίς φόβους και φραγμούς, ανεβάζει επάνω στη σκηνή ολόκληρη την ελληνική κοινωνία, ξεκινώντας από την «αγία ελληνική οικογένεια» με συγγενείς εξ αίματος να καλύπτουν εγκλήματα και να υποστηρίζουν πως «δεν ήξεραν» ή «δεν είδαν τίποτα», παρεμβατικές και παρενοχλητικές σχέσεις (ο πατέρας καθυβρίζει τον γιο, εν προκειμένω) οι εμπλεκόμενοι των οποίων, δεν δέχονται «υποδείξεις» τρίτων. Μιλά ανοιχτά για την τάση του ανθρώπου να έχει άποψη για όλα, σημαντικά και ασήμαντα, ενώ στερείται πληροφοριών, για την ανάγκη του να καταδικάζει ό,τι συναντά, να θέλει να διεκδικήσει αλλά να «συγκρατείται» γιατί «πού να μπλέκεις τώρα;» και την προσπάθεια να επιβληθεί σε εκείνους που «προσβάλουν την αισθητική του» - αλλοεθνείς, άτομα με διαφορετικό σωματότυπο, lgbtq+ άτομα, θύματα παρενόχλησης που «καταγγέλλουν την πράξη πέντε χρόνια μετά» κ.λπ.

Δεν αφήνει τίποτε ανέγγιχτο. Ούτε πολιτικά πρόσωπα της επικαιρότητας, προεδρικά διατάγματα, πτυχία και «απόφοιτους Λυκείου», ούτε προσωπικότητες της showbiz, τη μαφία ακόμα και «κρατικούς θεσμούς» όπως η αστυνομία, που διαπράττει εγκλήματα χωρίς δεν διώκεται γι’ αυτά, χρησιμοποιεί σαν μοναδική λύση την καταστολή και εθελοτυφλεί όταν οφείλει να συλλάβει τους ενόχους, εξαντλώντας, τελικά, την εξουσία της σε «αποπροσανατολισμένους» πολίτες. Δεν διστάζει να σατιρίσει ούτε την ίδια τη δημιουργία της, με την απεικόνιση του χορού των Σφηκών από τον Δημήτρη Ναζίρη, με τη σαρκαστική του απεύθυνση, μόνο, καθώς… «είναι μοντέρνος».

Η σκηνογραφία και ενδυματολογία της Μαγδαληνής Αυγερινού κινήθηκε ανάμεσα στο παράλογο (καρχαρίας-φουσκωτό για σούσι, χρήση δυσανάλογων μεγεθών, αναφορά σε χαρακτήρες του Ζενέ) και το φολκλόρ, με το «γλέντι» γενεθλίων του Βδελυκλέωνα (Πάνος Παπαδόπουλος), που καταλήγει σε «βομβαρδισμένο τοπίο».

Ο Θοδωρής Σκυφτούλης, σε μια εξαιρετική ερμηνεία του δικομανούς Φιλοκλέωνα, έδωσε σάρκα και οστά σε όλη την ψυχοσύνθεση του νεοέλληνα, του «Σφήκα», που αισθάνεται άξιος μόνο όταν καταδικάζει τους γύρω του.

Τον θίασο ολοκλήρωσαν οι ηθοποιοί: Δάφνη Δαυίδ, Αλέξανδρος Ζουριδάκης, Κωνσταντίνος Καπελλίδης , Νίκος Καραθάνος, Νίκος Κουσούλης, Αλέξης Κωτσόπουλος, Νεφέλη Μαϊστράλη, Σωτήρης Μανίκας, Νικόλας Μαραγκόπουλος, Ιωάννα Μαυρέα, Θάνος Μπίρκος, Στέφανος Πίττας, Κωνσταντίνος Πλεμμένος, Μαριάννα Πουρέγκα και η Λένα Κιτσοπούλου, με ερμηνείες μεστές, με χιούμορ και τραγικότητα και χαρακτήρες γεμάτους τραύματα, τις οποίες συμπλήρωσαν οι χορογραφίες της Αμαλίας Μπένετ. Η μουσική του σπουδαίου Νίκου Κυπουργού που δεν χρειάζεται συστάσεις, όπως πάντα εύστοχη και εναρμονισμένη με την ατμόσφαιρα της παράστασης. Επί σκηνής, τα έργα του εκτέλεσαν οι μουσικοί: Μαρίνος Γαλατσινός (πνευστά), Σοφία Ευκλείδου (βιολοντσέλο) και Εύη Κανέλλου (κρουστά).

Η Λένα Κιτσοπούλου, σε μία in-yer-face παράσταση, φέρνει στη σκηνή βιασμούς, κτηνοβασίες, παρενοχλήσεις και δολοφονίες για να πετάξει «στα μούτρα» του θεατή, τίποτε παραπάνω από τη σημερινή κοινωνία και πραγματικότητα, φτιάχνοντας μια αιχμηρή σάτιρα ντυμένη με έναν μανδύα τραγωδίας. Ίσως πρόκειται για μία από τις σημαντικότερες παραστάσεις των τελευταίων ετών.

Το τελικό, ρηξικέλευθο ερώτημα, που απευθύνεται στο κοινό, είναι γιατί όταν έρχεται αντιμέτωπο με το είδωλό του, αντιδρά και εχθρεύεται τους δημιουργούς ενώ όταν το βλέπει στο καθημερινό κεντρικό δελτίο ειδήσεων, απλώς, αλλάζει κανάλι και η ζωή συνεχίζεται;

Φωτογραφίες: Χρήστος Συμεωνίδης

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ