Oleanna: Ο Mamet, οι Monks και τα παιχνίδια εξουσίας (θεατρική κριτική)

Η Ανδριάνα Τσιότσιου παρακολούθησε στο Θεάτρο Τ την πρώτη σκηνοθετική απόπειρα της Μυρσίνης Καρματζόγλου - μία αναμέτρηση με τον David Mamet και την προκλητική και πάντα επίκαιρη Oleanna. Τη μετάφραση υπογράφει ο Γιάννης Μαυρόπουλος.

Oleanna: Ο Mamet, οι Monks και τα παιχνίδια εξουσίας (θεατρική κριτική)
ΠΡΟΒΟΛΗ

Έχοντας ολοκληρώσει τις σπουδές μου στο Τμήμα Θεάτρου του Α.Π.Θ., είχα την τύχη να γνωρίσω αρκετούς από τους νέους καλλιτέχνες του σύγχρονου ελεύθερου θεάτρου. Ενός θεάτρου που έχει ήδη να καταδείξει σημαντικές δουλειές και βεβαίως έχει πολλά περιθώρια εξέλιξης και πειραματισμού.

Την Τρίτη, είχα τη χαρά να παρακολουθήσω την πρώτη σκηνοθετική απόπειρα της Μυρσίνης Καρματζόγλου, την οποία γνωρίσαμε ως ηθοποιό το 2016 (Το Παλτό, σκην. Γ. Καλαϊτζή) και πιο πρόσφατα απολαύσαμε στις παραστάσεις Άλκηστη (σκην. Γ. Μαυρόπουλος, 2023) και Swallow (σκην. Χ. Θώμος, 2023). [Την παράσταση Swallow θα έχουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν όσοι βρίσκονται στην Αθήνα, στο Θέατρο Μπέλλος την Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου και την Κυριακή 1 Οκτωβρίου].

Η σκηνοθέτις αναμετριέται με τον David Mamet και την προκλητική Oleanna που, γραμμένη το 1992, είναι πάντα επίκαιρη σε έναν κόσμο που συνεχίζει να παλεύει με μεγάλες αλλά και μικρές, «απαρατήρητες» ανισότητες ανάμεσα στα δύο φύλα. Τη μετάφραση του έργου υπογράφει ο Γιάννης Μαυρόπουλος.

Ο Mamet σκέπτεται επάνω στην εξουσία, στο πώς αυτή εκφράζεται, μεταφράζεται και αλλάζει «χέρια». Οι δύο χαρακτήρες, ο καθηγητής  Πανεπιστημίου Τζων και η φοιτήτρια Κάρολ, αμφισβητούν κανόνες και αρχές, πολλές φορές χωρίς να αντιλαμβάνονται πως αποτελούν και οι ίδιοι γρανάζια ενός σαθρού κοινωνικού, εκπαιδευτικού και αξιακού συστήματος. Στους δύο ρόλους και στη σκηνή του Θεάτρου Τ, «κονταροχτυπιούνται» οι ηθοποιοί Γιάννης Μαυρόπουλος και Βικτώρια Παπαδοπούλου-Σισκοπούλου.

Η Μυρσίνη Καρματζόγλου, φέρνει στη σκηνή το λιτό και παγερό γραφείο του αρχικά αδιάλλακτου καθηγητή Τζων, όπου τον επισκέπτεται η φοιτήτρια Κάρολ με σκοπό όχι να διαπραγματευτεί τον κακό βαθμό της αλλά να εκφράσει το γεγονός ότι αδυνατεί να κατανοήσει τα όσα λέγονται στο μάθημα. Ο καθηγητής, με γνήσιο, τελικά ενδιαφέρον, αποφασίζει να τη βοηθήσει και μέσα από την εξιστόρηση προσωπικών ιστοριών και βιωμάτων, προσπαθεί να προσεγγίσει ανθρώπινα και φιλικά, τη νεαρή.

Γρήγορα μπαίνουν στο παιχνίδι οι λέξεις, σε μια διερεύνηση του πώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τον «κυρίαρχο», φέρνοντας σε αμηχανία τους αποδέκτες που αδυνατούν να εκφράσουν δυσαρέσκεια και αποκτούν, έτσι, σεξιστική χροιά (ο Τζων φαίνεται να έχει θαυμάσει την εμφάνιση μίας φοιτήτριάς του). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, ο συμπεριληπτικός λόγος (π.χ. «τα φοιτητά») που χρησιμοποιείται στην παράσταση να μοιάζει περιττός, όχι μόνο επειδή ο διάλογος λειτουργεί εξ αρχής προς την ισότητα των φύλων αλλά και επειδή δεν αποτελεί ένα σύστημα, παρά χρησιμοποιείται σε ελάχιστα σημεία, οπότε αφήνει μετέωρη την όποια προσπάθεια γίνεται για την υποστήριξη της ύπαρξης περισσότερων από δύο φύλων.

Οι αναγνωρίσιμες σκηνοθετικές οδηγίες, χαρίζουν στην παράσταση μετρημένες εντάσεις που χτίζουν το τελικό ξέσπασμα του Τζων απέναντι σε μια αμετανόητη και πολύ επίκαιρη Κάρολ που καθόλου άδικα -μέσα στη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα- προσπαθεί να διασφαλίσει την πολιτική ορθότητα σε ό,τι λέγεται. Όσον αφορά στο πολυσυζητημένο τέλος του έργου, η σκηνοθέτις επιλέγει το αυθεντικό κείμενο, που επανέφερε ο H. Pinter το 1993 στο Royal Court Theatre του Λονδίνου, με το έργο να κλείνει καθώς η Κάρολ φεύγει μονολογώντας «ναι, ακριβώς… ακριβώς.»

Οι φωτισμοί του Γιώργου Μιχαλάκου υπογραμμίζουν τις εντάσεις και τις ρίξεις των δύο χαρακτήρων σε συνδυασμό με την απόκοσμη μουσική σύνθεση της σκηνοθέτιδας, χρησιμοποιούμενης σε καίρια σημεία, σχολιάζοντας τις αλλαγές μέσα αλλά και ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες. Η «σιωπή» που κυριαρχεί, κρατάει σε εγρήγορση το κοινό.

Η Βικτώρια Παπαδοπούλου-Σισκοπούλου, σωματοποιεί ένα ολόκληρο σύστημα κοινωνικής και οικονομικής καταπίεσης («ξέρετε τι μου κόστισε να έρθω σε αυτή τη σχολή;»), μέσα από κρίσεις πανικού, σπασμωδικές κινήσεις αμφισβήτησης του εαυτού και των ικανοτήτων της, ενώ ενσαρκώνει μία βαθιά πολιτικοποιημένη (κατά τη φράση του Τόμας Μαν «τα πάντα είναι πολιτική») κοπέλα που αγωνίζεται για λογαριασμό του φύλου της, αμφισβητώντας την ανδρική εξουσία σε ολόκληρο το κοινωνικό στερέωμα. Στο τέλος, έχοντας πάρει την εξουσία του «παιχνιδιού» σπάει «τους τυπικούς κανόνες καθηγητή-μαθητή» όπως είχε προτείνει αρχικά ο Τζων, «χαλώντας» του, όμως, την ισορροπία. Η αποστασιοποίηση με την οποία τον φέρνει ενώπιον των ευθυνών του και τον εκβιάζει, είναι ιδιαίτερα προκλητική. Οι υποκριτικές ικανότητες της ηθοποιού, μοιάζουν να εξελίσσονται διαρκώς.

Η υποκριτική δεινότητα του Γιάννη Μαυρόπουλου αποκαλύπτεται ήδη από τον ρεαλισμό και τη φυσικότητα της πρώτης τηλεφωνικής «συνομιλίας». Δίνει σάρκα και οστά σε έναν πότε υπερόπτη καθηγητή που «με δεμένα τα χέρια», αγορεύει χρησιμοποιώντας δύσκολες λέξεις και πότε έναν καθηγητή που διηγούμενος προσωπικές ιστορίες, προκαλεί το γέλιο θυμίζοντάς μας όλες εκείνες τις προσωπικές ιστορίες που ακούσαμε από τα έδρανα. Από την ασφάλεια της θέσης του αλλά και την «ανασφάλεια» μιας μονιμοποίησης προς ψήφιση και μέσα από τον «επαναστάτη» εαυτό του, αμφισβητεί το εκπαιδευτικό σύστημα και την τριτοβάθμια εκπαίδευση, υποστηρίζοντας πως «δεν είναι για όλους», χαρακτηρίζοντάς την «καψόνι» και «άρρωστο παιχνίδι» σαν αυτό που έπαιξε η Κάρολ, ερμηνεύοντας κατά το δοκούν έως και διαστρεβλώνοντας τα γεγονότα, θέλοντας να του δώσει ένα μάθημα. Ο Γιάννης Μαυρόπουλος έχει την ικανότητα όχι μόνο να μεταμορφώνεται στους διαφορετικούς του ρόλους αλλά και να διαχειρίζεται με μαεστρία τις συναισθηματικές μεταπτώσεις του χαρακτήρα που καλείται να ενσαρκώσει.

Τα σκηνικά και τα κοστούμια, δηλωτικά της θέσης και της τάξης των δύο χαρακτήρων, φέρουν την υπογραφή της Εύας Σουγιουλτζή. Κατά τη διάρκεια της παράστασης, που εκτός των άλλων κάνει το κοινό να αμφισβητεί ακόμα και όσα έχει δει, τονίζοντας πως σημασία έχουν και όσα δεν λέγονται ή φαίνονται ξεκάθαρα, κατανοούμε γιατί ο δραματικός χρόνος του έργου, μπορεί να είναι μόνο ένα χειμερινό ακαδημαϊκό εξάμηνο.

Η Oleanna, της Εταιρείας Θεάτρου Monks, αποτελεί μία ακόμα απόδειξη πως το ελεύθερο θέατρο υπάρχει για να συνδιαλέγεται άμεσα με τη σύγχρονή του κοινωνική πραγματικότητα.

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ