"Fremont": O Babak Jalali έφτιαξε μια ταινία για να υπερασπιστεί τις γυναίκες στο Αφγανιστάν

Ο Babak Jalali, σκηνοθέτης της ταινίας "Fremont", που παρουσιάστηκε στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας, μιλά αποκλειστικά στο 20/20 Magazine και στον Ματθαίο Λεωνίδα για την ταινία του, για τις γυναίκες στο Αφγανιστάν και τη «δικτατορία» της βιομηχανίας του κινηματογράφου.

ΠΡΟΒΟΛΗ

Το Fremont είναι μια πόλη στην Περιοχή του Κόλπου του San Fransisco, στην οποία κατοικούν περίπου 230.000 άνθρωποι. Ένα από τα πιο εντυπωσιακά πράγματα για αυτό είναι το γεγονός ότι αποτελεί έναν από τους πιο γνωστούς εθνοτικούς θύλακες για τον αφγανικό πληθυσμό, τον μεγαλύτερο ίσως στον κόσμο. Ξεριζωμένοι ή μη, ενσωματωμένοι ή όχι, οι Αφγανοί είναι μια πραγματικότητα για την πόλη, απόδειξη της δύναμης που έχουν οι πρόσφυγες όταν αναζητούν μια καλύτερη ζωή και φτάνουν ως ξένοι σε μια ξένη χώρα.

Την πόλη του Fremont επιλέγει, λοιπόν, ο Ιρανο-Βρετανός σκηνοθέτης και παραγωγός Babak Jalali για να τοποθετήσει την ιστορία της τέταρτης, ομότιτλης ταινία του, η οποία και έκανε πρεμιέρα στο φετινό φεστιβάλ του Sundance. Θυμίζουμε ότι η δεύτερη ταινία του δημιουργού, το “Radio Dreams” (2016) κέρδισε το βραβείο Hivos Tiger στο 45ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Ρότερνταμ.

Το τελευταίο του πόνημα πραγματεύεται τη ζωή της Donya, μιας νεαρής κοπέλας από το Αφγανιστάν, η οποία προτού έρθει στην Καλιφόρνια εργαζόταν εκεί ως μεταφράστρια για τον στρατό των ΗΠΑ. Όταν ο στρατός εγκατέλειψε τη χώρα, η Donya ήρθε μαζί τους κι εγκαταστάθηκε στο Fremont, όπου εργάζεται σήμερα σε ένα εργοστάσιο που φτιάχνει fortune cookies, τα γνωστά μπισκοτάκια της τύχης που όλοι περιμένουμε να ανοίξουμε μετά από ένα γεύμα σε κινέζικο εστιατόριο, προκειμένου να διαβάσουμε το μήνυμα, τη συμβουλή ή την πρόβλεψη που περιέχουν.

Η Donya υποφέρει από αϋπνίες, συνέπεια του μετατραυματικού στρες που της προκάλεσαν οι κακές εμπειρίες της στο Αφγανιστάν, γι’ αυτό κι επισκέπτεται έναν εκκεντρικό ψυχίατρο (Gregg Turkington) με στόχο να βρει βοήθεια στα υπαρξιακά της αδιέξοδα. Το αστείο είναι πως ο ψυχίατρος προσπαθεί να συσχετίσει την κατάστασή της, που περιλαμβάνει και το έντονο αίσθημα της ενοχής για το γεγονός ότι εκείνη κατάφερε να φύγει από το Αφγανιστάν και να σωθεί από τον πόλεμο, αφήνοντας την οικογένειά της εκεί, με το αγαπημένο του μυθιστόρημα, τον «Ασπροδόντη» του Jack London, μια ιστορία λύτρωσης και μεταμόρφωσης του κεντρικού ήρωα από πλάσμα του ενστίκτου σε πλάσμα που μπορεί να εμπιστευθεί κανείς, χάρη στη δύναμη της αγάπης.

Η αγάπη, ο έρωτας είναι, λοιπόν, ένα κεντρικό αίτημα και στη ζωή της νεαρής Donya, που παρά τα τραύματά της επιθυμεί να ζήσει. Κάποια στιγμή οι εργοδότες της στο εργοστάσιο με τα fortune cookies θα της δώσουν προαγωγή και θα της ζητήσουν να γράφει η ίδια τα μηνύματα μέσα τους. Αυτό δίνει στην κοπέλα τη δυνατότητα να στείλει το δικό της μήνυμα στον κόσμο, γράφοντας μέσα σε ένα μπισκότο τον αριθμό τηλεφώνου της, με την ελπίδα να βρει τον έρωτα ή, έστω, μια πιο ανθρώπινη σύνδεση με κάποιον άλλον. Και, παρ’ όλο που χάνει τη δουλειά της, η κίνηση αυτή θα τη φέρει κοντά σε έναν γοητευτικό νεαρό μηχανικό, τον Daniel (Jeremy Allen White).

Στο ρόλο της Donya, μια γυναίκα που της μοιάζει πολύ, η Anaita Wali Zada, πρόσφυγας στην πραγματική ζωή από το Αφγανιστάν, μετά την ανακατάληψή του από τους Ταλιμπάν το 2021. Εκεί ήταν αρκετά γνωστή και δημοφιλής, αφού εργαζόταν ως δημοσιογράφος και παρουσιάστρια στην τηλεόραση, γι’ αυτό και, ως γυναίκα με μόρφωση και εργασία, θεωρήθηκε ενδεχόμενος στόχος των Ταλιμπάν. Μπορεί να μην είχε πρότερη υποκριτική εμπειρία και να δυσκολεύτηκε πολύ με τα αγγλικά στην αρχή, η Zada όμως προσέγγισε τον σκηνοθέτη με πολύ ενδιαφέρον για το ρόλο αυτό, τον οποίο βλέπει ως ένα όχημα για να ευαισθητοποιήσει τον κόσμο σχετικά με την κατάσταση στο Αφγανιστάν.

Με εμφανείς της επιδράσεις από τα ιδιότυπα στιλ του Jim Jarmusch, αλλά και των αδελφών Kaurismäki, με έμφαση στο κάπως ανέκφραστο κι άνευρο χιούμορ, στους «εξόριστους» χαρακτήρες και στη λεπτότητα των ανθρώπινων αλληλεπιδράσεων, ο Jalali πετυχαίνει μια όχι τόσο ποιητική, όσο μινιμαλιστική και στοχαστική αφήγηση της καθημερινότητας της Donya, που σαν fortune cookie μας δίνει ένα προσωπικό μήνυμα και αναστοχάζεται πάνω στην πολυπλοκότητα των σχέσεων, καθώς και στη «λαχτάρα για ένα όνειρο». Γυρισμένη με μια black n’ white αισθητική παρά τεχνική, τα υπεραπλουστευμένα, μελαγχολικά κάδρα του Jalali γοητεύουν, σε συνδυασμό με την αφήγηση, η οποία, παρά το ότι κυλά με το ρυθμό των άστρων, κρατά την προσοχή μας αμείωτη.

Τις προηγούμενες ημέρες ο σκηνοθέτης Babak Jalali βρέθηκε στην Αθήνα στα πλαίσια του 29ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας», όπου προβλήθηκε η ταινία του. Εμείς είχαμε τη χαρά να τον συναντήσουμε και να μιλήσουμε μαζί του για το “Fremont”, τις γυναίκες στο Αφγανιστάν και τους μύθους που επιρκατούν γι' αυτές, αλλά και για τη «δικτατορία» της βιομηχανίας του κινηματογράφου.

Δεν ξέρω αν το γνωρίζετε, κύριε Jalali, αλλά, καθώς ο κινηματογράφος ανακάμπτει ακόμα μετά την καταστροφική περίοδο της πανδημίας, εδώ στην Αθήνα, δύο ιστορικές κινηματογραφικές αίθουσες που μετρούν έναν αιώνα ζωής, απειλήθηκαν πρόσφατα με «ταφόπλακα», σε μια απόπειρα αξιοποίησής τους από επενδυτές. Μάλιστα, πολλοί διάσημοι σκηνοθέτες, όπως ο Ken Loach, o Fatih Akin κι ο Emir Kusturica είχαν στείλει τα δικά τους μηνύματα στήριξης. Πώς σχολιάζετε εσείς αυτήν την τάση αφανισμού του πολιτισμού απ΄ όπου κι αν προέρχεται;

Ναι, έχω ενημερωθεί γι’ αυτό. Νομίζω ότι είναι μια κατάσταση που επηρεάζει πολλές χώρες. Για παράδειγμα, τον προηγούμενο μήνα βρισκόμουν στις ΗΠΑ για την αμερικανική κυκλοφορία της ταινίας, η οποία προβλήθηκε σε μια κινηματογραφική αίθουσα στο Berkeley, έξω από το San Fransisco. Πριν από 9 χρόνια, λοιπόν, γύρισα μια ταινία εκεί και θυμόμουν πόσοι πολλοί κινηματογράφοι υπήρχαν, ενώ τώρα έχει απομείνει μόνο ένας. Και νομίζω ότι η πανδημία επιτάχυνε πραγματικά το κλείσιμο πολλών αιθουσών. Είναι φριχτό και ταυτόχρονα λυπηρό. Δυστυχώς η άνοδος του streaming έχει παίξει το ρόλο της, αφού οι περισσότεροι συνηθίσαμε να μένουμε σπίτι και να παρακολουθούμε ταινίες είτε στην τηλεόραση είτε στις μικρές οθόνες των κινητών μας. Προσωπικά, όταν μιλούσα με τις εταιρείες διανομής για τη συγκεκριμένη ταινία, ένα από τα πράγματα στα οποία επέμενα ήταν το να προβληθεί η ταινία στα σινεμά και όχι να πουληθεί απευθείας στις πλατφόρμες streaming. Αλλά στην πραγματικότητα, τα θέατρα και τα σινεμά δεν έχουν τον ίδιο αριθμό εσόδων με τις πλατφόρμες streaming, συνεπώς ένας streamer μπορεί να πληρώσει πολύ περισσότερα από έναν κινηματογράφο ή έναν εκθέτη. Οπότε είναι ένας συνδυασμός αυτών αλλά και ένας συνδυασμός των αλλαγών στη ζωή του ανθρώπου. Είναι μεγάλη ντροπή.

Σχετικά με την ταινία σας, ήθελα αρχικά να ρωτήσω πώς επιλέξατε την Anaita Wali Zada για το ρόλο της Donya; Μιλήστε μας για το πώς συναντηθήκατε.

Γυρίσαμε την ταινία πριν 15 μήνες. Ένα μήνα πριν ξεκινήσουμε ήμουν στην Περιοχή του Κόλπου (Bay Area) του Σαν Φρανσίσκο και δεν είχαμε βρει ακόμα την πρωταγωνίστρια. Και, φυσικά, ήταν ένας πολύ σημαντικός ρόλος, αφού βρίσκεται σε κάθε σχεδόν καρέ της ταινίας. Έτσι, λοιπόν, κάναμε ένα ανοιχτό κάλεσμα για casting μέσα από τα social media και στοχεύσαμε σε αφγανικές συλλογικότητες στη Βόρεια Αμερική. Στο κάλεσμα αναφέραμε ότι αναζητούμε νεαρή γυναίκα από το Αφγανιστάν για μια ταινία μεγάλου μήκους, ξεκαθαρίζοντας ότι δεν είναι απαραίτητη η πρότερη υποκριτική εμπειρία. Έτσι, λάβαμε τριάντα-κάτι αιτήσεις και κάναμε βίντεο-κλήσεις με πολλές γυναίκες από όλη την Αμερική, την Αριζόνα, την Οκλαχόμα, τη Νέα Υόρκη, τη Φλόριντα, την Καλιφόρνια, από παντού. Όλες οι κοπέλες με τις οποίες μίλησα, όμως, ήταν Αφγανές δεύτερης γενιάς, οι γονείς τους δηλαδή ήρθαν από το Αφγανιστάν, αλλά εκείνες είχαν γεννηθεί στην Αμερική. Κι έτσι είχα αρχίσει να φοβάμαι, γιατί το σωστό πρόσωπο δεν είχε βρεθεί ακόμα. Ξαφνικά έλαβα ένα e-mail από την Anaita, στο οποίο έγραφε: «Γεια σας, είμαι η Anaita Wali Zada και είμαι 22 χρονών. Ζω στο Maryland, κοντά στην Ουάσιγκτον και ήρθα εδώ πριν από 5 μήνες, με μία από τις πτήσεις εκκένωσης από την Καμπούλ λόγω της επιστροφής των Ταλιμπάν. Δεν έχω υποκριτική εμπειρία, τα αγγλικά μου δεν είναι καλά, αλλά ενδιαφέρομαι πολύ για το ρόλο». Της απάντησα απευθείας και κάναμε μια βίντεο-κλήση και από την πρώτη στιγμή που την είδα ήξερα ότι θα ήταν πολύ καλή, από τον τρόπο που φερόταν και παρουσιάστηκε, που ήταν ένα κράμα μελαγχολίας και σκανδαλιάς. Κι αυτό που έπαιξε ρόλο ήταν το γεγονός ότι η ιστορία της δεν διέφερε τόσο με την ιστορία της ηρωίδας. Μπορεί να μην ήταν πρώην μεταφράστρια, όπως η Donya,  αλλά ήταν νέα, 20 χρονών, που μόλις έφτασε στην Αμερική και άφησε όλη την οικογένειά της και προσπαθούσε να ξεκινήσει από το μηδέν. Οπότε θεώρησα ότι θα ταυτιστεί με το ρόλο. Και η ίδια έδειξε μεγάλη αποφασιστικότητα, παρ΄όλο που πήρε το ρόλο χωρίς να τη δούμε καν από κοντά. Οπότε έτσι ήρθε στην Καλιφόρνια και εξάσκησε τα αγγλικά της, τα κατάφερε πολύ καλά και χαίρομαι για το αποτέλεσμα.

Παρακολουθώντας την ταινία, μπορώ να πω πως η Donya ως χαρακτήρας παλεύει με τους δαίμονες μέσα της, ωστόσο το μεγάλο της όνειρο είναι να βρει την αγάπη στη ζωή της. Πιστεύετε πως ένας άνθρωπος όπως εκείνη, με αυτό το υπόβαθρο κι αυτές τις τραυματικές εμπειρίες, θα μπορέσει να βρει κάποτε την αγάπη;

Ναι, πιστεύω ότι θα τα καταφέρει. Βέβαια, το αίσθημα της ενοχής είναι πολύ έντονο στους ανθρώπους που έχουν φύγει από τη χώρα τους. Είναι πολύ περίεργη η θέση όσων έχουν βιώσει αυτό που έχει βιώσει η Donya. Γιατί; Γιατί φεύγεις από έναν τόπο και κατά κάποιον τρόπο θεωρείς τον εαυτό σου τυχερό, επειδή κατάφερες να βγεις από αυτήν την κατάσταση. Όμως την ίδια ώρα παίζεται ένα περίεργο παιχνίδι στο μυαλό σου, που σε κάνει να σκέφτεσαι «Ναι, είμαι τυχερός. Γιατί εγώ, όμως; Γιατί όχι όλοι οι υπόλοιποι;». Και, κατ’ επέκταση αυτού του συλλογισμού, καταλήγεις να σκέφτεσαι πως, επειδή στάθηκες τυχερός, θα πρέπει να αξιοποιήσεις αυτήν την τύχη υπέρ σου, οπότε αποκτάς μια κάπως ξέφρενη ορμή. Κάποιοι καταλήγουν να χάνονται μέσα σ’ αυτήν την ορμή και κάποιοι χάνονται μες στη θλίψη τους. Το ιδανικό είναι να μπορείς να κρατάς τις ισορροπίες. Δεν συμβαίνει πάντα αυτό.

Για την Donya μπορώ να πω πως αυτό δεν είναι σε καμία περίπτωση το λεγόμενο «αμερικανικό της όνειρο». Η ταινία αυτή μιλά για κάποιον που θέλει να πιστέψει στις πιθανότητες. Και μία από αυτές τις πιθανότητες αφορά στο ερώτημα αν θα ερωτευτούμε. Για κάθε άνθρωπο σ’ αυτήν την ηλικία, ανεξάρτητα από το φύλο, το κοινωνικό ή εθνικό υπόβαθρο, η συντροφικότητα είναι ένα από τα μεγάλα ζητούμενα κι έτσι πιστεύω πως είναι εφικτό και για εκείνη. Μπορεί να είναι λίγο πιο μπερδεμένα τα πράγματα, αλλά σίγουρα θα τα καταφέρει.

Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η ταινία σας εκπροσωπεί με έναν τρόπο τις γυναίκες της Ανατολής. Θεωρείτε πως με αυτήν την ταινία επιθυμείτε να καταρρίψετε την άποψη ότι το να είσαι γυναίκα στο Αφγανιστάν είναι εγκληματικό; Υπάρχουν μύθοι και παρανοήσεις για τις γυναίκες εκεί;

Ναι, φυσικά και υπάρχουν. Ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους ο κεντρικός χαρακτήρας είναι γυναίκα είναι ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται οι γυναίκες από το Αφγανιστάν στα μέσα, πράγμα που με ενοχλούσε για πολλά χρόνια. Αυτή η πολύ μονοδιάστατη ματιά, η έμφαση στην καταπίεση. Έτσι, θεωρούμε πως οι γυναίκες στο Αφγανιστάν είναι συνεχώς θλιμμένες, δεν αφήνουν το σπίτι τους, δεν εργάζονται, δεν έχουν φιλοδοξίες. Ότι απλά υπάρχουν εκεί ως αντικείμενα θλίψης. Κι εγώ συναναστρεφόμουν πάντα αυτές τις γυναίκες, όταν ήμουν στο Ιράν, αλλά ακόμα κι όταν έφυγα. Οι γυναίκες που γνώρισα εγώ ήταν δυναμικές, ανεξάρτητες, είχαν ανεπτυγμένο το αίσθημα της αυτενέργειας, είχαν όνειρα, άφησαν το σπίτι τους. Είδαν τον ουρανό. Δούλεψαν. Αυτό με ενοχλούσε πολύ. Επικρατεί, επομένως, μια παρανόηση και η Anaita είναι ένα τρανό παράδειγμα αυτής. Βέβαια, μια γυναίκα στα 22 της που ζει στο Αφγανιστάν, δεν διαφέρει και τόσο από μια αντίστοιχη κοπέλα στην Αθήνα, στη Φρανκφούρτη, στο Τόκιο ή οπουδήποτε. Τα ίδια πράγματα θέλουν. Να κοιμούνται το βράδυ και να είναι ήσυχες. Να ξυπνούν το επόμενο πρωί και να έχουν κάτι να κάνουν. Θέλουν συντροφικότητα. Όλα τα υπόλοιπα θεωρούνται πρόσθετες παροχές για οποιονδήποτε, είτε κατάγεται είτε όχι από το Αφγανιστάν. Βέβαια, συμφωνώ στο ότι η Donya ως χαρακτήρας κουβαλάει ένα βάρος, γιατί έχει δει πολλά άσχημα πράγματα. Είναι, όμως, ένας άνθρωπος, με τον οποίο ελπίζω πως οι γυναίκες και οι άνδρες θα μπορέσουν να ταυτιστούν ως προς τον τρόπο που θέλει να ζήσει και όχι να σταθούν στην όποια «διαφορετικότητά» της, σαν να απέχει τόσο πολύ από αυτούς και δεν μπορούν να την καταλάβουν.

Θέλω να ρωτήσω και για την επιλογή σας να φτιάξετε μια ασπρόμαυρη ταινία. Τι σας οδήγησε σε αυτήν την απόφαση; Άραγε μεταφέρετε τα μηνύματά σας με διαφορετικό τρόπο, απ’ ό,τι θα κάνατε αν τη γυρίζατε με χρώμα;

Όταν γράφαμε το σενάριο μαζί με την Carolina Cavalli, φανταζόμασταν αυτήν την ταινία με χρώμα. Στην αρχή δεν είχα σκοπό να γυριστεί ασπρόμαυρη. Οπότε αυτό ήρθε πολύ πιο μετά, λίγο πριν το στάδιο της προπαραγωγής, οπότε και ένιωσα κάτι στο στομάχι μου να μου λέει ότι αυτή η ταινία πρέπει να είναι ασπρόμαυρη. Ο λόγος, δηλαδή, είναι πολύ πιο «σπλαχνικός» και ενστικτώδης, μη φανταστείς δηλαδή κάτι πνευματώδες. Απλά σκέφτηκα πως, για το ύφος που ήθελα να πετύχω και για τις τοποθεσίες που ήθελα να αναδείξω, η ταινία θα έδειχνε καλύτερη σε ασπρόμαυρο φιλμ. Ναι, δεν ήταν μια «κουλτουριάρικη» επιλογή, απλά ένιωσα ότι θα δουλέψει καλύτερα. Υπάρχει, βέβαια, ένας σημαντικός λόγος για την επιλογή μου. Το San Fransisco είναι μια εμβληματική πόλη, μια πολύ δυνατή και οικεία εικόνα για όλους μας. Τα αξιοθέατα, τα κτίρια, όλα αναγνωρίσιμα. Το Fremont δεν είναι. Οπότε δεν ήθελα να φανεί ότι η Donya φεύγει από το Fremont και πηγαινοέρχεται στη δουλειά της στο San Fransisco, που είναι μια πιο όμορφη και πιο χρωματιστή πόλη. Γιατί αυτό συμβαίνει ούτως ή άλλως. Ακόμα κι εδώ, αν κάποιος που κατάγεται από μια πόλη έξω από την Αθήνα, έρθει εδώ, θα ενθουσιαστεί, σωστά; Πιστεύω, λοιπόν, πως το άσπρο και το μαύρο εξουδετερώνει τις διαφορές μεταξύ των δύο πόλεων.

Κατάγεστε από το Ιράν, ωστόσο ζείτε από μικρός στην Αγγλία. Έχει επηρεάσει ο τρόπος που μεγαλώσατε τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζετε καλλιτεχνικά τους χαρακτήρες των ταινιών σας;

Ναι, πάντα συμβαίνει αυτό. Έχω κάνει 4 ταινίες ως τώρα και όλες είναι διαφορετικές μεταξύ τους, αλλά παρατηρείται ένα υπό συζήτηση θέμα σε όλες τους, που έχει να κάνει με τους ανθρώπους που υπάρχουν στην περιφέρεια των πραγμάτων. Και αυτό δεν έχει απαραίτητα να κάνει με τους μετανάστες ή τους πρόσφυγες. Η πρώτη μου ταινία γυρίστηκε στην πατρίδα μου, στο βόρειο Ιράν και οι χαρακτήρες της θεωρούνταν κάπως “outsiders”. Πάντα με ενδιαφέρουν οι άνθρωποι που ζουν στην άκρη της κοινωνίας. Νομίζω ότι αυτό συμβαίνει γιατί η πόλη απ' όπου κατάγομαι είναι μια παραμεθόρια πόλη στο Βόρειο Ιράν, κάπως αποκομμένη από την Τεχεράνη και την υπόλοιπη χώρα, οπότε και θεωρούσαμε ότι ήμασταν κάπως ξεχασμένοι από όλα. Παρ΄όλα αυτά πιστεύαμε ότι έχουμε πολλές δυνατότητες γιατί ήμασταν κοντά στα σύνορα, βλέπαμε την Κασπία Θάλασσα, τους άλλους πολιτισμούς που ζούσαν εκεί κ.λπ.

Στα 8 μου, λοιπόν, μετακομίσαμε στην Αγγλία και ένιωσα αυτό που ανέφερα προηγουμένως, το συναίσθημα που υπάρχει στην ταινία, αυτήν την υπέρτατη ενοχή ότι εγώ ήμουν τυχερός που μπόρεσα να φύγω. Δεν ήμασταν όπως εκείνες οι οικογένειες που μετανάστευσαν μαζικά, ήμασταν μόνο εγώ, οι γονείς μου και τα αδέρφια μου – όλη η υπόλοιπη οικογένειά μου μένει ακόμα στο Ιράν. Έτσι, λοιπόν, πάντα είχα αυτήν την αίσθηση ότι ήμουν τυχερός και για πολύ καιρό ένιωθα αυτήν την ενοχή του «Γιατί εγώ;».

Επιπλέον, έπαιξε ρόλο και το ότι ζω ανάμεσα σε δύο πολιτισμούς. Το Λονδίνο είναι για εμένα το σπίτι μου, αλλά δεν θεωρώ τον εαυτό μου καθόλου Βρετανό. Υπάρχουν πολλά πράγματα τα οποία με φέρνουν σε αμηχανία και με εκπλήσσουν στον βρετανικό πολιτισμό, αλλά ταυτόχρονα το Λονδίνο είναι το σπίτι μου. Και υπάρχει λόγος που δεν έφυγα ποτέ, κάτι πρέπει να υπάρχει εκεί για να με κρατάει ακόμα. Και παράλληλα δεν ζω στο Ιράν και δεν πηγαίνω συχνά εκεί. Ζεις κάπου στη μέση, λοιπόν, χωρίς να ξέρεις ακριβώς πού είσαι. Αυτό επηρέασε σημαντικά τους χαρακτήρες στις ταινίες μου.

Τα τελευταία χρόνια το ιρανικό σινεμά έχει προκαλέσει μια «έκρηξη» στη βιομηχανία και μας έχει χαρίσει κάποια σημαντικά αριστουργήματα, ιδίως μέσα από ταινίες που συμβάλλουν στον αγώνα κατά του θεοκρατικού καθεστώτος. Εσείς πού κατατάσσετε τον εαυτό σας ως δημιουργός; Στην Ανατολή ή στη Δύση; Ή, μήπως, δεν σας αρέσουν οι ταμπέλες;

Είμαι ένας δημιουργός που τυχαίνει να είναι από το Ιράν. Ναι, δεν μου αρέσουν καθόλου οι ταμπέλες. Εδώ και δύο δεκαετίες σχεδόν, ο ιρανικός κινηματογράφος τα πηγαίνει πολύ καλά και έχει «βγάλει» πάρα πολλά όμορφα πράγματα και, παρ΄όλο που η πρώτη μου ταινία γυρίστηκε εκεί, δεν μπορώ να θεωρήσω τον εαυτό μου ως μέρος ενός κινήματος που ξεκινά μέσω αυτού, γιατί δεν ζω πια εκεί.

Υποθέτω πως γνωρίζετε τα όσα συμβαίνουν στο Αφγανιστάν καλύτερα από εμάς εδώ. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα κράτος στο οποίο για χρόνια κυριαρχούν η ολοκληρωτική δικτατορία και το έμφυλο απαρτχάιντ. Παράλληλα με αυτόν τον συλλογισμό, όσον αφορά τον κινηματογράφο, από τι θεωρείτε πως κυριαρχείται η βιομηχανία αυτή; Προσωπικά θα μπορούσα να σκεφτώ ίσως τις εταιρείες διανομής ως πιθανούς «δικτάτορες»…

Αρχικά δεν μπορώ να συγκρίνω τους διανομείς ταινιών με τους Ταλιμπάν. Αλλά αν αναφέρεσαι στη χειραγώγηση της βιομηχανίας του κινηματογράφου, η οποία υπαγορεύει το τι πρέπει να κάνουμε στις ταινίες μας, ναι, πιστεύω πως υφίσταται μέσω των εταιρειών διανομής και, πολύ περισσότερο, μέσω των πλατφορμών streaming. Σήμερα μπορούμε απλά να ανοίξουμε το Netflix και να βρεθούμε μπροστά σε 15 νέες ταινίες για τις οποίες δεν γνωρίζαμε τίποτα προηγουμένως. Επικρατεί μια μαζική παραγωγή και δεν ξέρω κατά πόσο υπάρχει έλεγχος της ποιότητας. Η έμφαση δίνεται κυρίως στην παραγωγή κι αυτό αποτρέπει όλα τα υπόλοιπα να γίνουν και να ακουστούν άλλες φωνές. Ο μεγαλύτερος αντίκτυπος από όλο αυτό είναι, παράλληλα με αυτό που συζητήσαμε στην αρχή για το κλείσιμο των κινηματογράφων, ότι από εδώ και πέρα θα είναι όλο και πιο δύσκολο να φτιάξεις μια ανεξάρτητη ταινία. Τα φεστιβάλ είναι ένα από τα τελευταία μέρη όπου μπορείς να ελπίσεις πως οι άνθρωποι θα δουν μια ανεξάρτητη ταινία. Είναι πολύ πιο δύσκολο να προβληθούν αυτές οι ταινίες στα σινεμά κι ακόμα περισσότερο στις πλατφόρμες streaming. Οπότε ναι, θα έλεγα ότι ο κινηματογράφος υποτάσσεται από τις πλατφόρμες streaming και κατ’ επέκταση από τα μεγάλα στούντιο, που έχουν τεράστια δύναμη στο να υπαγορεύουν τι θα γίνει, τι δεν θα γίνει και πώς θα γίνει.

Εσείς νιώθετε αυτόν τον φόβο ότι μπορεί η δική σας φωνή να μην ακουστεί; Το λέω γιατί διάβασα πως η ταινία αυτή έγινε πραγματικότητα γιατί χρηματοδοτήθηκε από κάποιους. Ήταν δύσκολη διαδικασία;

Πάντα είναι δύσκολο να βρεις χρηματοδότηση, καθώς η συγκεκριμένη είναι αμερικανική ταινία. Την πρώτη και την τρίτη ταινία μου τις έκανα μέσω του ευρωπαϊκού προγράμματος χρηματοδότησης, ενώ τη δεύτερη και τη συγκεκριμένη, την τέταρτη, τις γύρισα στην Αμερική, οπότε με βοήθησαν ιδιώτες επενδυτές. Πάντα είναι δύσκολο. H Sudnya Shroff, μία από τις παραγωγούς της συγκεκριμένης ταινίας, ήταν υπεύθυνη για την εύρεση χρηματοδότησης. Και έκανε πολύ καλή δουλειά, γιατί χάρη στην εμπιστοσύνη που έδειξαν οι επενδυτές στο πρόσωπό της, καταφέραμε να δεχτούν και να γυρίσουμε την ταινία. Βέβαια, η εν λόγω ταινία είναι ούτως ή άλλως μια χαμηλού budget ταινία, αλλά γενικότερα για τον ανεξάρτητο κινηματογράφο, τα πράγματα γίνονται όλο και πιο δύσκολα. Είναι πολύ σημαντικό που στην Ευρώπη υπάρχουν προγράμματα χρηματοδότησης για παραγωγές ταινιών ή συνεργασίες, γιατί έτσι υπάρχει ακόμα ελπίδα.

Τι σχεδιάζετε για το μέλλον;

Σίγουρα θα ταξιδέψω πολύ ακόμα με αυτήν την ταινία, αλλά φυσικά και σχεδιάζω πράγματα. Μέχρι τώρα έχω σκηνοθετήσει ταινίες, στις οποίες έχω γράψει εξ ολοκλήρου ή συγγράψει το σενάριο. Αυτή τη φορά με ενδιαφέρει πολύ να σκηνοθετήσω κάτι που δεν έχω γράψει. Διαβάζω σενάρια άλλων και παράλληλα διαβάζω πολλά βιβλία, τα οποία θα μπορούσαν ενδεχομένως να μεταφερθούν στον κινηματογράφο. Τίποτα επίσημο ακόμα, όμως.

Φωτογραφίες: Σωκράτης Μπαλταγιάννης/AIFF 2023

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ