Η στοιχειωτική και στοιχειωμένη «Φόνισσα» της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη

Η πολυαναμενόμενη «Φόνισσα», του Παπαδιαμάντη, σε σκηνοθεσία Εύας Νάθενα και την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη στο ρόλο της Φραγκογιαννούς προβάλλεται από χθες στις μεγάλες οθόνες της χώρας. Ο Ματθαίος Λεωνίδας γράφει για την ελληνική ταινία της χρονιάς.

 

Η στοιχειωτική και στοιχειωμένη «Φόνισσα» της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη
ΠΡΟΒΟΛΗ

Η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη είναι ένα λογοτεχνικό έργο, με το οποίο οι περισσότεροι έρχονται για πρώτη φορά σε επαφή στο σχολείο, μιας και το έργο είναι κομμάτι της διδακτέας ύλης. Κεντρικό πρόσωπό του είναι η Χαδούλα ή Φραγκογιαννού, μια γυναίκα που έχει ζήσει κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, αναμετρούμενη με σκληρότατο και κοπιαστικό τρόπο με τους πολλαπλούς της ρόλους: κόρη, σύζυγος, μητέρα, γιαγιά. Μαθημένη πάντα να υπηρετεί χωρίς αντιρρήσεις τους ανθρώπους γύρω της. Στο ψυχογραφικό διήγημα του Σκιαθίτη, η Φραγκογιαννού κυριαρχείται από την εγκληματική ιδέα της βρεφοκτονίας, γι’ αυτό και διαπράττει μια σειρά από φόνους μικρών κοριτσιών. Πρόκειται για μια ιδεοληπτική εγκληματία, διότι εγκληματεί παρασυρμένη από θρησκευτικές εμμονές, αφού πιστεύει ότι λειτουργεί λυτρωτικά, για να απαλλάξει τα μικρά κορίτσια από τα βάσανα του φύλου της.

Το 1974, η κινηματογραφική μεταφορά του διηγήματος σε σκηνοθεσία του Κώστα Φέρρη και με πρωταγωνίστρια τη Μαρία Αλκαίου, μας χάρισε μια πρώτη οπτικοποίηση του παπαδιαμαντικού κειμένου. Το 2012 η Στέλλα Αρκέντη μια δεύτερη. Εδώ κι ένα χρόνο αναμέναμε μια ακόμη κινηματογραφική διασκευή της Φόνισσας. Το σκηνοθετικό ντεμπούτο της σκηνογράφου και ενδυματολόγου Εύας Νάθενα έκανε επιτέλους πρεμιέρα στους κινηματογράφους και αποκρυσταλλώνει τα πρώτα σημάδια του δικού της κινηματογραφικού στιλ.

Παρά το γεγονός ότι σε συνεντεύξεις της έχει δηλώσει πολλές φορές ότι αρχικός της στόχος δεν ήταν να μετριάσει, να αφαιρέσει ή να εξημερώσει με οποιονδήποτε τρόπο στοιχεία από την αυθεντική ιστορία της Φραγκογιαννούς, η αλήθεια είναι πως στο τέλος ίσως δεν μπορεί να ξεφύγει απόλυτα από το να μην το κάνει. Η έντονα εικαστική της ματιά, ενώ καταφέρνει να διεισδύσει βαθιά στον ψυχισμό της κεντρικής ηρωίδας, στο περιβάλλον γύρω της και στο ίδιο το κοινωνικό δράμα, καθιστά το φιλμ αφηγηματικά λιτό, αλλά κινηματογραφικά σαφές ως προς τον στόχο του, περνώντας ταυτόχρονα τα πάντα μέσα από το υποχρεωτικό φίλτρο της μάζας των θεατών, για να τους αγγίξει και να απολαύσει αυτό εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία. Το θετικό είναι πως ο θεατής καταλήγει να οραματίζεται και τον χώρο έξω από τα όρια του κάδρου, ολόκληρη δηλαδή την ιστορία της ανθρωπότητας που αποτελεί οργανικό μέρος του έργου.

Η Νάθενα δεν οπτικοποιεί απλώς τη Φόνισσα ως «κοινωνικό μυθιστόρημα», όπως το υποτιτλίζει ο ίδιος ο δημιουργός, αλλά τη δική της προσωπική εικαστική μελέτη της πατριαρχίας και των νόμων της ως δολοφονικού συστήματος, που σα σκουριασμένη αλυσίδα πνίγει την κοινωνία και ιδίως τις θηλυκές υπάρξεις, τσακίζοντάς τες καταρχάς ψυχοδιανοητικά κι ύστερα εξοντώνοντάς τες και φυσικά. Υπηρετώντας την πολιτική ορθότητα, παίρνει θέση, καθώς η Φόνισσα την απασχολεί περισσότερο ώστε να θέσει το δικό της προβληματισμό στο θεατή και να τον κάνει να αναλογιστεί τις οδύνες των γυναικών ανά τους αιώνες.

Ο κοσμοκαλόγερος περιγράφει νατουραλιστικά την εικόνα της φτώχειας του αγροτικού πληθυσμού της Σκιάθου εκείνης της εποχής, μια φτώχεια σε όλα τα επίπεδα, ωστόσο η Νάθενα αποδίδει αυτόν τον νατουραλισμό μέσα από το κόσκινο της δικής της προκατασκευασμένης αισθητικής και νοητικής επεξεργασίας, παρουσιάζοντας λεπτομερώς τη βαθιά αποσύνθεση ως ένα κοινωνικό στοιχείο ηθικής αγανάκτησης. Η αφήγηση αλέθεται και με πιο υπερβατικού ύφους στοιχεία, ιδίως όταν οι νευρώσεις της πρωταγωνίστριας βγαίνουν στον αφρό, όπου και στήνεται ένα καταχθόνιο, παρανοϊκό σκηνικό, σχεδόν στα όρια του τρόμου. Εκτός από τα άψογα κοστούμια, το φιλμ διαθέτει μαγευτική φωτογραφία (το color correction που έχει γίνει είναι πράγματι ξεχωριστό) των παρθένων εδαφών, που ενισχύουν την ατμόσφαιρα. Αν ήταν να σημειωθούν ορισμένες αστοχίες, θα ήταν σίγουρα στα εξωτερικά, επαναληπτικά πλάνα που αποδίδουν την αλλαγή του καιρού, τα οποία, παρότι εξαιρετικά ατμοσφαιρικά, ενσωματώνονται κάπως «περίεργα», στις σκηνές με τα παιδιά που παίζουν, στα ηχητικά εφέ των κορακιών που κρώζουν. 

Στο κέντρο των κλειστοφοβικών κάδρων, το πρόσωπο της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη βυθίζεται μέσα σε σκιές, ρυτίδες έκφρασης και πόνου, γιατί πρέπει να φανεί μέσα από ποια μαύρα κι άγρια σκοτάδια ενεργεί η ηρωίδα της. Το ειδικό βάρος που προσφέρει με την ερμηνεία της δεν προέρχεται απαραίτητα από τις σκηνοθετικές οδηγίες, αλλά βασικά και ουσιαστικά από την πηγαία της δυνατότητα να σημαδεύει τους ρόλους της με μια μοναδική ποιότητα και αυθεντικότητα, που συναντά κανείς μόνο στα ιερά τέρατα της τέχνης. Βεβαιωνόμαστε, λοιπόν, πως η σπουδαιότητα της Καραμπέτη δεν μας έχει επιβληθεί αδίκως. Η Φραγκογιαννού της είναι στοιχειωτική και στοιχειωμένη. Ωστόσο, υπάρχουν στιγμές όπου από τη σφιγμένη, τραχιά και άκρως θεατρική όψη της απουσιάζει λίγη ψυχή ακόμα, που την έχει ανάγκη η κινηματογραφική προβολή και δεν διαφαίνεται παρά μόνο προς το τέλος. Σε κάθε πλάνο μέχρι τότε περιμένεις πότε επιτέλους θα σπάσει η στιλιζαρισμένη στάση.

Αυτό που πρωταγωνιστεί και ξεχωρίζει ίσως την ταινία, είναι η αναδίπλωση της σχέσης της Φραγκογιαννούς με τη μητέρα της, Δελχαρώ, την οποία υποδύεται έξοχα η Μαρία Πρωτόπαππα«Ήτο μία από τας στρίγγλας της εποχής της», περιγράφει ο Παπαδιαμάντης και πράγματι η ηθοποιός καταφέρνει με επιδεξιότητα να ενσαρκώσει την αδιαφορία και τη σκληρότητα αυτής της μάνας, την έλλειψη αγάπης για την κόρη της, που ως φαντάσματα την ακολουθούν σε όλη της τη ζωή. Η κληροδότηση αυτού του διαγενεαλογικού τραύματος, σε συνδυασμό με τη συνεχή καταπίεση από κάθε ανδρικό στοιχείο (το οποίο δεν κυριαρχεί εμφανώς στην ταινία, παρά μόνο προβάλλεται υπόκωφα, κυρίως ως αρχέτυπο κακοποίησης και υποτίμησης), οδηγούν τη Φραγκογιαννού στο να αναπτύξει έντονο μισογυνισμό προς κάθε θηλυκό παιδί, στα οποία βλέπει να καθρεφτίζεται η δική της, βουτηγμένη στον πόνο, ζωή. Αυτή η σωρευμένη οργή είναι που την οδηγεί τελικά στον παροξυσμό και στη νοσηρότητα, που φαταλιστικά την στρέφουν στο έγκλημα. Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο.

Είναι, όμως, η Φραγκογιαννού ένα νοητικά διαταραγμένο πρόσωπο ή μια εγκληματίας με επίγνωση και το φωτοστέφανο του λυτρωτή, που θέλει να σώσει κάθε κορίτσι από τη δουλοφροσύνη; Πώς κρίνεται ένας άνθρωπος τελικά, μεμονωμένα ή συνολικά; Από το υπόλοιπο cast ξεχώρισαν η Έλενα Τοπαλίδου, η οποία εκπροσώπησε με αριστουργηματικό τρόπο τη γυναίκα της εποχής εκείνης, αλλά και η Πηνελόπη Τσιλίκα. Ενώ οι άνδρες κάνουν αρκετά μικρά περάσματα, ο Γιάννης Τσορτέκης για τη φυσικότητά του, ενώ για κάποιο λόγο ο κατά τα άλλα ταλαντούχος Στάθης Σταμουλακάτος μοιάζει τοποθετημένος κάπως άγαρμπα μέσα στις σκηνές. Ιδανική η φωτογραφία του Παναγιώτη Βασιλάκη και επιβλητική η μουσική του Δημήτρη Παπαδημητρίου.

Στο τέλος το αίμα σκάει έξω από τις φλέβες και ρέει ελεύθερα έξω από το σώμα. Αμήχανος ο συγγραφέας, αλλά με μια επιθυμία κάθαρσης, «σκοτώνει» την ηρωίδα του με τον τρόπο που αυτή σκότωνε τα θύματά της. Την θέτει, ωστόσο, στην κρίση του αναγνώστη, καθώς δεν πρόφτασε να κριθεί τελικά ούτε από τον άνθρωπο, ούτε από τον Θεό. Σαν να μένει ως εκκρεμότητα, σε μια κατάσταση limbo. Είναι, όμως, το τέλος που της αξίζει, οπότε η ικανοποίηση είναι αυτή που υπερτερεί της σκληρότητας. Η Νάθενα εδώ, παρ΄όλο που λοξοδρομεί ως προς την ακριβή απόδοση του θανάτου της, συμφωνεί τελικά με τον Παπαδιαμάντη. Μιλάει επίσης εναντίον της βίας που υφίστανται οι γυναίκες και καταδεικνύει το νόμο της προίκας, ο οποίος «ανάγκαζε» τις οικογένειες να μισούν ουσιαστικά τις γυναίκες.

Απολύτως σεβαστή και αξιοπρεπής, λοιπόν, η προσπάθεια να μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη ένα εμβληματικό έργο της νεοελληνικής, αλλά και της διεθνούς λογοτεχνίας με τον πιο ευκολοχώνευτο mainstream τρόπο, ακόμα κι αν χαρακτηρίζεται από ορισμένα κατασκευαστικά λάθη. Οι όποιες υποκειμενικές αλλοιώσεις δικαιολογούνται εξαιτίας των κύριων ιδιοτήτων της Εύας Νάθενα και έχουν ως αποτέλεσμα την αποδοχή του μηνύματος, καθώς οι περισσότεροι συμφωνούν -ελπίζουμε- με τις προθέσεις της.


Συντελεστές

Πρωταγωνιστούν: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Μαρία Πρωτόπαππα, Έλενα Τοπαλίδου, Πηνελόπη Τσιλίκα, Γεωργιάννα Νταλάρα, Χρήστος Στέργιογλου, Στάθης Σταμουλακάτος, Δημήτρης Ήμελλος, Χριστίνα Μαξούρη, Όλγα Δαμάνη, Έρση Μαλικένζου, Αντώνης
Τσιοτσιόπουλος, Αγορίτσα Οικονόμου, Μιχάλης Οικονόμου, Βερόνικα Δαβάκη, Νίκη Παπανδρέου, Μάνια Παπαδημητρίου, Μαρία Σκουλά, Γιάννης Τσορτέκης, Γαλήνη Χατζηπασχάλη
Σκηνοθεσία – Production Design – Koστούμια: Εύα Νάθενα
Σενάριο: Κατερίνα Μπέη 
Concept Development- Script Editor: Εύα Νάθενα
Historical & Scientific consultant: Μαρία Τουγιανίδου
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Παναγιώτης Βασιλάκης
Κάστινγκ: Σωτηρία Μαρίνη, Άκης Γουρζουλίδης
Μοντάζ: Αγγέλα Δεσποτίδου
Μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου
Μιξάζ: Κώστας Βαρυμποπιώτης
Μακιγιάζ: Εύη Ζαφειροπούλου 
Hair Stylist: Χρόνης Τζήμος 
Ήχος: Μαρίνος Αθανασόπουλος 
Παραγωγοί: Διονύσης Σαμιώτης, Κώστας Λαμπρόπουλος 
Παραγωγή: Tanweer Productions σε συμπαραγωγή με τη View Master Films 
Συμπαραγωγός: COSMOTE TV 
Διανομή: Tanweer Alliances 

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ