Η νύχτα λίγο πριν τα δάση, η νύχτα που φωτίζει κάθε σκοτάδι (θεατρική κριτική)

Το Γαλλικό Ινστιτούτο υποστηρίζει τη θεατρική παράσταση «H Νύχτα λίγο πριν τα δάση» του Bernard-Marie Koltès, σε νέα μετάφραση της Μυρτώς Ράις και σε σκηνοθεσία και διασκευή του Γιώργου Σκαρλάτου.

Η νύχτα λίγο πριν τα δάση, η νύχτα που φωτίζει κάθε σκοτάδι (θεατρική κριτική)
ΠΡΟΒΟΛΗ

*Γράφει η Άννα Γεωργιλή

«Έστριβες τη γωνία του δρόμου όταν σε είδα, βρέχει,
δεν είναι ό,τι καλύτερο όταν βρέχει στα μαλλιά και στα ρούχα».

Είναι Δευτέρα και δεν έχεις συνέλθει ακόμα από τη δίνη ή τη ραστώνη του σαββατοκύριακου. Έχεις επιστρέψει στην καθημερινότητα, όμως αγαπάς την πόλη σου και καθετί, που αναπνέει στο κέντρο αυτής. Το Στούντιο στην Οικονόμου 3, στην πλατεία Εξαρχείων βρίσκεται απέναντι ακριβώς από το σημείο, όπου έχουν νοηματοδοτηθεί άπειρες νύχτες στο φάσμα των νεανικών μας χρόνων είτε στην αρχή τους είτε στη μέση είτε στην κατάληξή τους με γρήγορο φαγητό και συνολική ανασκόπηση.

«γι’ αυτό κι εσύ,
όταν έστριβες πέρα εκεί, τη γωνία του δρόμου, που σε είδα, έτρεξα, σκέφτηκα: τι πιο
εύκολο απ’ το να βρεις δωμάτιο για μια νύχτα, για λίγη νύχτα, αν το θες αληθινά, αν
τολμάς να το ζητήσεις, παρά τα βρεγμένα ρούχα και τα βρεγμένα μαλλιά».

Σε μία πυλωτή πολυκατοικίας είναι ο Δημήτρης, που διαβάζει στα μάτια σου, ότι ψάχνεις να βρεις πού παίζει η παράσταση και σε καλεί να πας. Όταν μπαίνεις μέσα, ο Γιώργος βρίσκεται ακριβώς πάνω από το εσωτερικό υπόστεγο, που σχηματίζει η είσοδος και σφυρίζει ανέμελος.

Όλο και περισσότερος κόσμος μπαίνει, που συνομιλεί με τους δύο πρωταγωνιστές, τρώει τις τελευταίες του μπουκιές από απέναντι, γελάει, πηγαίνει στην τουαλέτα. Η πόρτα δεν κλείνει. Η δράση μεταφέρεται απευθείας στον εξωτερικό δρόμο, ακούγεται βροχή και τα δύο παιδιά ξεκινούν πολύ φυσικά να συνομιλούν με καθετί, που παράγει ήχο και φως.

Το «Η νύχτα λίγο πριν τα Δάση» ή αλλιώς «Η νύχτα μόλις πριν από τα δάση» του Μπερνάρ-Μαρί Κολτές είναι ένα έργο που γράφτηκε χρόνια πριν, βαθιά μέσα στην ψυχή του Γιώργου Σκαρλάτου, οποίος και επέλεξε να το παρουσιάσει στη διπλωματική του εργασία στο ΚΘΒΕ, όταν αποφοίτησε. Εκεί ήταν που διασταυρώθηκε με τον Δημήτρη Ροϊδη, επίσης απόφοιτο του ΚΘΒΕ, ο οποίος είδε την παρουσίασή του και το καλοκαίρι, που μας πέρασε, εν μέσω σοβαρού και αστείου αποφάσισαν με την ολόφρεσκη μετάφραση της Μυρτώς Ράις να του δώσουν νέα πνοή, όπως ακριβώς ήθελαν. Μακριά από τη συμβατική λειτουργία μιας θεατρικής στέγης. Είναι πολύ χαρούμενοι γι’ αυτό. Αλήθεια. Όπως μου εξομολογούνται, πουθενά αλλού δε θα ήταν ίδιο το αποτέλεσμα. Σε κάποια μεγάλη, πλήρως εξοπλισμένη σκηνή με τη συνήθη θεατρική οργανική δομή, το έργο δε θα μπορούσε να αναπνεύσει. Στονχώρο του Στούντιο είναι μόνοι και ελεύθεροι. Ο απλός, σχεδόν κενός, χώρος δεν προσθέτει δραματουργία κι όμως μεταμορφώνεται κάθε λεπτό. Δεν προσπαθούν να τον δουν σαν κάτι άλλο. Ο χώρος είναι που ενεργοποιεί τη δράση. Συνδέεται απολύτως με τη γειτονιά και το βίωμά της και σκηνογραφικά γίνεται ο real δρόμος.

Ο ήρωας του έργου και μοναδικός πρωταγωνιστής που εμφανίζεται καθ΄όλη τη διάρκεια, μας παρασύρει πάραυτα στον φλύαρο και παραληρηματικό μονόλογο, που ενσαρκώνουν ο Γιώργος και ο Δημήτρης. Ο σχεδόν αόρατος αυτός άνθρωπος, που ζει τη νύχτα σαν κλοσάρ κάτω από τις γέφυρες, παρατηρεί ακατάπαυστα τον κόσμο και συνομιλεί με τις διάφορες ιδιοσυγκρασίες που αναγνωρίζει, από το περπάτημα και τις κινήσεις των ώμων τους και μόνο. Στην αρχή ονειρεύεται ένα διεθνές συνδικάτο αλληλεγγύης, κάνει λόγο για «συμμοριούλα των τεχνοκρατικών ανθρώπων που αποφασίζουν». Αυτοί που έχουν «τα υπουργεία τους, τους μπάτσους, το στρατό, τα αφεντικά, το δρόμο, τα σταυροδρόμια, το μετρό, το φως...», λέξεις που ηχούν διαφορετικά, αν σκεφτείς ότι λίγα μέτρα πιο δίπλα υπάρχει μια πλατεία, που περιφρουρείται 24 ώρες το 24ωρο, κόβονται τα δέντρα της και θυσιάζεται στο βωμό της κατασκευής μετρό.

Το όραμα της ένωσης, στην πορεία του έργου καταλήγει ουτοπικό, διότι οι «ορατοί» δράστες της νύχτας τον εξοβελίζουν με κάθε τρόπο από το σκηνικό τους.Του επιτίθενται στο μετρό, τον κατακρίνουν για τον τρόπο που πλένεται, τον οδηγούν στο χάος, και του απαγορεύουν να έχει κάθε επιθυμία, που για τους υπόλοιπους φαίνεται φυσική. Μία κοπέλα που τον εντυπωσιάζει με την ομορφιά της, αργότερα τον απογοητεύει, όταν του δηλώνει ότι κυνηγάει «αρουραίους». Ο ήρωας βγαίνει στη βροχή να τρέξει, κατακλύζεται από θυμό, τα βάζει με όλους, βρίσκεται σε ένα ντελίριο που θέλει να φύγει. Πρέπει να φύγει, αλλά δε φεύγει. Πού να πάει; Παντού το ίδιο είναι. Τα έχει χάσει όλα και δεν έχει να χάσει τίποτα. Ο χρόνος και ο τόπος είναι ένα. Ψάχνει έναν άγγελο, τον βρίσκει;

«έτρεξα, έτρεξα, έτρεξα, για να μη βρεθώ αυτή τη φορά, στρίβοντας στη
γωνία, σ’ ένα δρόμο άδειο από εσένα, για να μη βρω αυτή τη φορά μόνο βροχή, βροχή,
βροχή, για να σε βρω εσένα αυτή τη φορά, στη στροφή της γωνίας, και να τολμήσω να
φωνάξω: σύντροφε!»

Οι σκέψεις και η δράση του ήρωα μοιράζονται ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές και ζωντανεύουν μέσα από τρεις χρόνους. Υπάρχει ο καταγεγραμμένος, στο μικρό κασετοφωνάκι, χρόνος, που λειτουργεί ως τεκμήριο της πραγματικότητας και έρχεται σαν υπόστρωμα σωτηρίας, όταν η παράλληλη αφήγηση και  καταγραφή των γεγονότων στο τώρα και άρα ο δεύτερος χρόνος παύει, καθώς και ο πραγματικός χρόνος, που αποτελείται από ήχους και σκέψεις. Εικονοποιούνται μέσα από το φακό των παιδιών και το φυσικό φως του δρόμου, που χρησιμοποιούν σαν να μπορούν να το κλείσουν στη χούφτα τους και να το διασπείρουν προς όποια κατεύθυνση θέλουν οι δύο ηθοποιοί. Ταυτόχρονα γεννιέται ένας ολόκληρος κόσμος μέσα από τα στένσιλ που έχει δημιουργήσει για την παράσταση η Ζενεβιέβ Aθανασοπούλου. Όπως η πόρνη της αφήγησης, που σχημοτοποιείται καθαρά, βαδίζει κανονικά κάτω από μια γέφυρα της Γαλλίας και ο ήρωας την ακολουθεί.

Στις πιο κινηματογραφικές στιγμές της παράστασης θα δεις τους δύο ηθοποιούς να τρέχουν έξω από τα παράθυρα του Στούντιο στην Οικονόμου 3, μπροστά από τα πολύχρωμα γκράφιτι της οδού, να συνομιλούν μεταξύ τους και με περαστικούς, δίνοντάς σου την απόλυτη αίσθηση ενός ντοκιμαντέρ δρόμου. «Όλα τα παιδιά που δουλεύουν ντελίβερι γύρω γύρω ξέρουν ότι παίζουμε θέατρο εκείνη τη στιγμή», μου λένε.

Η Νύχτα λίγο πριν τα Δάση είναι μια εικόνα, που μεγιστοποιείται στον τοίχο, όσο  ο Γιώργος  και ο Δημήτρης πλησιάζουν το φακό τους στο στένσιλ με τα δέντρα, που κρατούν στα χέρια τους. Είναι το παράθυρο του Στούντιο που μεταμορφώνεται αβίαστα σε κινηματογραφική οθόνη, οι πάνινες κουίντες που κολλούν και ξεκολλούν, άλλοτε για να απομονώσουν τη δράση και το φως κι άλλοτε για να καλέσουν κάτω από τη γέφυρα το φεγγάρι. Είναι η είσοδος, που γίνεται βαγόνι μετρό.

Η σκηνοθεσία του Γιώργου Σκαρλάτου με τον έντεχνο σχεδιασμό ήχου του Δημήτρη Ροϊδη, οι οποίοι και πρωταγωνιστούν, ενώθηκαν σε μία γλυκιά παράσταση, δοσμένη με απλά αφηγηματικά μέσα, που όμως δημιουργούν ένα θέαμα πολυπρισματικό.

Παράσταση με ελεύθερη συνεισφορά, γιατί οραματίζονται ότι η τέχνη κάποια στιγμή, έξω από αυτό που ζούμε, θα μπορούσε να είναι ένα δημόσιο αγαθό και όχι προϊόν ενός επιχειρηματία.


Θεατρική παράσταση: «H Νύχτα λίγο πριν τα δάση», του Bernard-Marie Koltès

Το Γαλλικό Ινστιτούτο υποστηρίζει τη θεατρική παράσταση «H Νύχτα λίγο πριν τα δάση» του Bernard-Marie Koltès, σε νέα μετάφραση της Μυρτώς Ράις και σε σκηνοθεσία και διασκευή του Γιώργου Σκαρλάτου.

Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00, έως και τη Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2023
ΣΤΟΥΝΤΙΟ │ Οικονόμου 3, Πλατεία Εξαρχείων

Είσοδος με ελεύθερη συνεισφορά
ΠληροφορίεςΔΕΙΤΕ ΕΔΩ
Fb event : ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ

Ένας ορμητικός λόγος που γράφτηκε το 1977 και είναι σαν να γράφτηκε για σήμερα και αύριο, για μια πόλη όπου νιώθεις όλο και πιο ξένος, για τις φυλλωσιές και τους πυροβολισμούς, για έναν άνθρωπο που τρέχει, τρέχει, τρέχει…

Τι είναι τελικά η «Νύχτα λίγο πριν τα δάση»; Μια εξομολόγηση, ένα όνειρο, ένα παραλήρημα, ένα μουσικό κομμάτι;

Πειραματισμός σε μια σκηνική εκδοχή

Ένας άντρας τρέχει στους δρόμους μιας πόλης. Είναι μια βροχερή νύχτα. Σε κάποια γωνία ενός δρόμου εμφανίζεται κάποιος άλλος. Ο άντρας τρέχει , τον προλαβαίνει , τον σταματά και του μιλά. Δύο αφηγητές σαν ένα σώμα, καταγράφουν και φωτίζουν τη «Νύχτα λίγο πριν τα δάση». Ιχνηλατούν τον κόσμο ενός ανθρώπου που έχει ανάγκη να μιλήσει , με ένα κεφάλι γεμάτο ιστορίες και ιδέες.

Δύο «παρτενέρ» που γίνονται διαδοχικά αυτός που πλησιάζει και αυτός που προσεγγίζεται, θα μιλήσουν για έναν κόσμο γεμάτο ήττες και διεκδικήσεις χαμένες αγάπες και τρελές παρορμήσεις ζωντανές απουσίες και μυστηριώδεις παρουσίες .

Η «Νύχτα λίγο πριν τα δάση» είναι ένα έργο που με συντροφεύει εδώ και χρόνια. Η πρώτη μου γνωριμία με αυτό το ορμητικό ποτάμι λέξεων, αισθήσεων, καταστάσεων ήταν «ηλεκτρική». Ένιωσα ότι στα λόγια αυτού του άντρα που μες στη βροχή μιλάει ακατάπαυστα σε κάποιον προσπαθώντας να τον κρατήσει κοντά του (ή μήπως να ζωντανέψει την απουσία του;) υπάρχουν άπειρες δυνατότητες. Ότι θα μπορούσα να πειραματίζομαι και να επιστρέφω ξανά και ξανά στη «Νύχτα», κάνοντάς την το κέντρο μιας ολόκληρης σκηνοθετικής-ερευνητικής πορείας. Ξεκινώ λοιπόν την πρώτη μου «Νύχτα»! Και μάλιστα με μια καινούργια της μετάφραση: ήταν φανερό ότι χρειαζόταν. Η χαρά αυτή, σε συνδυασμό με έναν μικρό ισόγειο χώρο, με παράθυρα στο δρόμο, λίγες θέσεις και πολλή ζεστασιά, ώθησε τον πειραματισμό της σκηνικής του εκδοχής.

Δύο ερμηνευτές, δύο φωνές σε μια κοινή ροή, αφηγούνται τις εμπειρίες, τις σκέψεις και τις εσωτερικές διαδρομές ενός ανθρώπου που περιπλανιέται στο δρόμο μέσα σε ένα κλειστό χώρο. Τους παρακολουθούμε να μπαινοβγαίνουν, να σχετίζονται, να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, με το κοινό αλλά και με το δημόσιο χώρο. Παρέα με τον Δημήτρη Ροΐδη, ερευνούμε το πεδίο της ηχο-σκηνοθεσίας. Κεντρικό μας εργαλείο είναι η μουσικότητα-ρυθμικότητα του λόγου και ένα καταγραφικό ήχου. Ο ήχος και οι λέξεις μεταπλάθονται σε χώρο και συνθέτουν τα τοπία του έργου. Τι είναι τελικά η «Νύχτα λίγο πριν τα δάση»; Μια εξομολόγηση, ένα όνειρο, ένα παραλήρημα, ένα μουσικό κομμάτι;

Γιώργος Σκαρλάτος

Λένε πως οι μεταφράσεις ζουν γύρω στα 30 χρόνια, και φέτος κλείνουν ακριβώς τόσα από τη μετάφραση που σύστησε τον Μπερνάρ-Μαρί Κολτές στο ελληνικό κοινό, αυτή της Μάγιας Λυμπεροπούλου, του «Η Νύχτα λίγο πριν τα δάση» (ο δικός της τίτλος διέφερε κατάτι.)

Ο Πατρίς Σερώ, πριν γίνει ο σκηνοθέτης των περισσότερων έργων του Κολτές, διαβάζει για πρώτη φορά κείμενό του και εντυπωσιάζεται από τον «εντελώς ανήκουστο τρόπο που χειριζόταν τη γλώσσα». Τη δε «Νύχτα», ομολογεί πώς δεν την καταλαβαίνει καθόλου: η εικοσασέλιδη πρόταση που είναι το έργο του «δημιουργεί πανικό» (κόμματα, παύλες, παρενθέσεις, μια μόνο τελεία, καμία άνω τελεία!). Σήμερα πια, το τότε ανοίκειο, μας είναι κοντινό. Ακούμε τη μουσική του, νιώθουμε τον τρόπο του. Ήταν (είναι) η ώρα να μεταφραστεί το έργο από την αρχή.
Αν δεν είχα συναντήσει τον Γιώργο Σκαρλάτο, αν δεν με είχε ενθουσιάσει ο δικός του ενθουσιασμός, δεν θα το είχα τολμήσει. Θα γίνω γλυκανάλατη, αλλά μ’ αρέσει να σκέφτομαι ότι ο Κολτές θα μας χαμογελούσε αν άκουγε τις λέξεις μας, αν έβλεπε αυτό που ετοιμάζεται…

Μυρτώ Ράις

Tαυτότητα της παράστασης

Μετάφραση: Μυρτώ Ράις
Σκηνοθεσία-διασκευή: Γιώργος Σκαρλάτος
Σχεδιασμός ήχου: Δημήτρης Ροΐδης
Κίνηση: Θωμαή Ζυμαρίτου Σταυριανού
Ενδυματολογία, εικαστικός: Ζενεβιέβ Αθανασοπούλου
Ερμηνευτές : Δημήτρης Ροΐδης, Γιώργος Σκαρλάτος
Σχεδιασμός Αφίσας-Φώτο-Βίντεο: Γεωργία Αθανασοπούλου

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ