«Ο Γλάρος»: Είδαμε τη γενική πρόβα της παράστασης σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά

Από τις 15 Δεκεμβρίου έως τις 3 Μαρτίου, «Ο Γλάρος» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά ανεβαίνει στο θέατρο Προσκήνιο και η Κατερίνα Μπουγδάνη βρέθηκε στη γενική πρόβα της παράστασης και κατέγραψε σκέψεις και συναισθήματα.

«Ο Γλάρος»: Είδαμε τη γενική πρόβα της παράστασης σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά
ΠΡΟΒΟΛΗ

Γράφει η Κατερίνα Μπουγδάνη

Φωτογραφίες: Γκέλυ Καλαμπάκα

Κάθε φορά που πρόκειται να παρακολουθήσω μια παράσταση του Δημήτρη Καραντζά δοκιμάζω την ίδια εσωτερική αγωνία: αν ο σκηνοθέτης, προσωπικός αγαπημένος, καταφέρει να ξεπεράσει τα στάνταρ που ο ίδιος έχει θέσει με την μακρόχρονη, πλέον, παρουσία του στο ελληνικό θέατρο, κερδίζοντας το στοίχημα της διαρκούς ανανέωσης ουσίας και ύφους.

Το στοίχημα γίνεται μεγαλύτερο όταν πρόκειται για κείμενα κειμήλια του πανανθρώπινου πολιτισμού, όπως η τσεχωφική τριλογία, την οποία ολοκληρώνει φέτος με το ανέβασμα του Γλάρου σε μετάφραση της Ξένιας Καλογεροπούλου στο ιστορικό θέατρο Προσκήνιο, το θεατρικό του «σπίτι» εδώ και αρκετές πλέον σεζόν.

Μια αντίστοιχη εσωτερική αγωνία φαίνεται να απασχολεί και τον ίδιο τον σκηνοθέτη, εκφρασμένη μέσα από το ανυπέρβλητο κείμενο του Τσέχωφ, στο κέντρο του οποίου βρίσκεται το ίδιο το θέατρο και η καλλιτεχνική δημιουργία. Δημιουργείται η αίσθηση ότι η εσωτερική κραυγή του νεαρού Τρέπλιεφ, τον οποίο ενσαρκώνει με επιτυχία ο Αινείας Τσαμάτης, το όραμα για νέες φόρμες που θα διαλύσουν καλλιτεχνικά στεγανά και κατεστημένα, κατατρώει και τον ίδιο τον σκηνοθέτη.

Η πρόθεση για υπέρβαση της φόρμας διακηρύσσεται από την πρώτη στιγμή: το σκηνικό θυμίζει θεατρική αποθήκη, τα «εντόσθια» του θεάτρου, όπου σύνεργα πολυκαιρισμένα και κατακερματισμένα, προβολείς, κομμάτια από σκηνικά, παλιές καρέκλες, προετοιμάζουν τον θεατή για τον ψυχικό κατακερματισμό των ηρώων και αντιηρώων του τσεχωφικού σύμπαντος.

Η αρχική τοποθέτηση των πρωταγωνιστών εκτός σκηνής, στις παρυφές της πλατείας αλλά και η συνολικότερη «άλωση» της θεατρικής αίθουσας από τους ήρωες καταργούν τα όρια μεταξύ των ίδιων και των θεατών, οι οποίοι στην προσπάθειά τους να «βρουν» τα δρώντα πρόσωπα μέσα στον χώρο συμπαρασύρονται από την κίνησή τους και γίνονται κομμάτι αυτής της δράσης.

Στο επίκεντρο του έργου δε βρίσκεται, όμως, μόνο η αγάπη για την τέχνη, όπως εκφράζεται από τον ρομαντικό οραματιστή Τρέπλιεφ, την ονειροπόλα Νίνα (Δήμητρα Βλαγκοπούλου) την αχόρταγη για δόξα Αρκάντινα (Θεοδώρα Τζήμου), τον εγνωσμένο και πολυγραφότατο Τριγκόριν (Μανόλης Μαυροματάκης), ακόμα και τον ταλαιπωρημένο Σόριν (Δρόσος Σκώτης) που στα νιάτα του ονειρευόταν να γίνει λογοτέχνης. Στην καρδιά του τσεφωχικού δράματος συνυπάρχει και η τέχνη της αγάπης, η αγωνία της οποίας λειτουργεί στον αντίποδα άρρητα και υποδόρια, υπογραμμίζοντας διαρκώς την τραγικότητα των προσώπων που κινούνται, σε σαφώς ευδιάκριτες ομάδες, αποκλειστικά μεταξύ των δύο άκρων: είτε είναι υπερβολικά πρόθυμοι και ικανοί είτε εξαιρετικά απρόθυμοι και ανίκανοι να την εξασκήσουν.

Η παράσταση χωρίζεται σε δύο οργανικά μισά, που λειτουργούν αντιθετικά. Στο πρώτο μέρος, που διαδραματίζεται μέσα σε μεγάλες σκοτεινές γωνιές που καταπίνουν τα υποκείμενα μέσα στο κατακερματισμένο σκηνικό, σκηνοθέτης και ηθοποιοί φροντίζουν με ιδιαίτερη τέχνη να αναδείξουν τα σατιρικά στοιχεία του έργου με τρόπο σχεδόν παρωδικό, ενισχύοντας την αίσθηση οικειότητας με το κοινό, αποσοβώντας ταυτόχρονα τον κίνδυνο μουσειακής προσέγγισης του έργου. Στο δεύτερο μισό και όσο πλησιάζουμε προς την κορύφωση του δράματος, το κλίμα αυτό, όπως και το σκηνικό, αλλάζουν εντελώς. Το μεταμοντέρνο δίνει τη θέση του στο κλασικό, το χάος στην ευταξία, το άναρχα παιχνίδια με το φως στην πλήρη φωταγώγηση, η αποθήκη δίνει τη θέση της σε μια παραδοσιακή απεικόνιση του εσωτερικού ενός ρωσικού αρχοντόσπιτου, με μια βουκολική υπενθύμιση μιας ραχούλας στο βάθος. Μια σύμβαση που εν προκειμένω λειτουργεί σαν ακόμα μία προσπάθεια ρήξης της φόρμας από μεριάς του σκηνοθέτη, αυτή τη φορά με τη δική του παράδοση.

Θα πρέπει να τονίσουμε με ιδιαίτερη έμφαση πώς οποιαδήποτε σκηνοθετική επιδίωξη και όραμα εξυπηρετείται άψογα από ένα θίασο ηθοποιών με γνώση του έργου και επίγνωση της βαρύτητας του ρόλου τους. Είναι οι μόνοι που μπορούν να προσφέρουν μια διέξοδο στα όνειρα, τις φιλοδοξίες, τα μεγάλα πάθη, τις απογοητεύσεις και εντέλει την απόγνωση των ηρώων τους και υπηρετούν αυτό το καθήκον με απόλυτη προσήλωση, ο καθένας ξεχωριστά και όλοι μαζί σαν ενιαίο σώμα. Μαζί με όσους αναφέρθηκαν παραπάνω στην παράσταση συμμετέχουν επίσης η Νατάσα Εξηνταβελώνη ως Μάσα, ο Φιντέλ Ταλαμπούκας στο ρόλο του Ντορν, η Μαρία Φιλίνη ως Πωλίνα και ο Γιώργος Ζυγούρης στον ρόλο του Μεντβεντένκο.

Η παράσταση σαν ολοκληρωμένο βίωμα κατορθώνει εντέλει να πετύχει τον σκοπό της. Ο Γλάρος του Δημήτρη Καραντζά κατορθώνει να διαγράψει μια μακρά πορεία από τη Ρωσία του 19ου αιώνα στην Ελλάδα του 2023, κουβαλώντας στα φτερά του όλο το βάρος της ανάγκης κάθε ανθρώπου να ξεχωρίσει, να νιώσει, να αγαπήσει και να αγαπηθεί, να ζήσει. Η κραυγή του είναι δυνατή, διαπεραστική και ξεκάθαρη, ίδια και απαράλλαχτη με την κραυγή που ουρλιάζει μέσα μας. Αν θα την αγνοήσουμε ή όχι είναι δική μας επιλογή.

* Η παράσταση Ο Γλάρος σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά ανεβαίνει στο θέατρο ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ από τις 15 Δεκεμβρίου 2023 έως τις 3 Μαρτίου 2024.

Προπώληση εισιτηρίων εδώ.

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ