Το Χορόδεντρο και οι υπέροχοι άνθρωποί του που βάζουν (ξανά) τον λαϊκό πολιτισμό στις ζωές μας

Η Ανδριάνα Τσιότσιου βρέθηκε στον όμορφο χώρο τέχνης του Χορόδεντρου, στην καρδιά της Θεσσαλονίκης, και συνομίλησε με την «ψυχή» του, την Άννα Σίσκου και τον Στέργιο Κύρινα. Δύο ανθρώπους γεμάτους μεράκι και ζεστασιά.

Το Χορόδεντρο και οι υπέροχοι άνθρωποί του που βάζουν (ξανά) τον λαϊκό πολιτισμό στις ζωές μας
ΠΡΟΒΟΛΗ

Στον όμορφο χώρο του Χορόδεντρου βρέθηκα το πρωί του Σαββάτου 16/12, για να γνωρίσω από κοντά την ψυχή του, την Άννα Σίσκου και τον Στέργιο Κύρινα. Δύο ανθρώπους γεμάτους μεράκι για την τέχνη και ζεστασιά.

Το Χορόδεντρο βρίσκεται στην καρδιά της Θεσσαλονίκης, στην οδό Καθολικών 4 και ανεβαίνοντας στον 6ο όροφο, ανοίχτηκε μπροστά μου ένας παραμυθένιος κόσμος, γεμάτος χρώματα, ξύλινα χριστουγεννιάτικα στολίδια και μια ενέργεια που δύσκολα μπαίνει σε λέξεις.

Μπήκαμε γρήγορα στο θέμα με την Άννα να μην έχει καμία ανάγκη από ερωτήσεις όταν πρόκειται να μιλήσει για το Χορόδεντρο που τόσο αγαπάει!

Άννα Σίσκου: Το Χορόδεντρο ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2017, το είχαμε παλέψει να ξεκινήσει λίγο νωρίτερα, ετοιμάζαμε τον χώρο ήδη από τον Ιανουάριο εκείνου του χρόνου, αλλά λόγω του ότι υπήρχε μια εγκατάλειψη των εργοταξιακών χώρων, η χελώνα μας ερχόταν σαν… τη χελώνα! (Γελάει) Μας είχαν βοηθήσει οι καλοί μας οι γείτονες, από το Swing Academy, στις εργασίες και ήμασταν πολύ ενθουσιασμένοι, ήταν ένας όροφος γεμάτος ζωή και τέχνη.

Η ιδέα γεννήθηκε στην Χ.Ο.Φ.Ε.Θ. (Χορευτική Ομάδα Φοιτητικών Εστιών Θεσσαλονίκης) όπου διοργανώναμε φεστιβάλ· εκεί γνωριστήκαμε και με τον Στέργιο, σε ένα ταξίδι της ομάδας…

Όταν, τελειώνει ένας κύκλος -η φοιτητική ζωή κάποια στιγμή τελειώνει- αναρωτιέσαι ποιον άλλον μπορείς να ανοίξεις, πώς μπορείς να τον «διευρύνεις». Με τις προσλαμβάνουσες από εκεί, δεν μπορούσαμε να ταιριάξουμε κάπου αλλού και αν δεν μπορείς να ταιριάξεις κάπου αλλού σε σχέση με την αισθητική που κουβαλάς, κοιτάς τι μπορείς να δημιουργήσεις. Οπότε οι πρώτες κουβέντες είχαν γίνει εκεί, πολύ ρομαντικά, και όταν ήρθε πια η στιγμή που αναρωτηθήκαμε πραγματικά τι θέλουμε να κάνουμε -νομίζω κοντά στα 30 έρχεται αυτή η στιγμή- στη ζωή, στα καλλιτεχνικά αυτής της πόλης και πώς θέλουμε να υπάρχουμε, είπαμε θα κάνουμε «αυτό» αλλά θα ασχοληθούμε επαγγελματικά!

Ξεκινήσαμε να ψάχνουμε χώρους που να μπορούν να το φιλοξενήσουν και τελικά να γίνει αυτό που έχουμε τώρα: να υπάρχει ένας χώρος υποδοχής όπου να μπορούν να γίνονται και εργαστήρια (γι’ αυτό και οι ξύλινες τάβλες που κάνουν ό,τι θες! Και να μαγειρέψεις και να ζυμώσεις και να κόψεις και να βάψεις μπορείς!) και κυρίως, να είναι μεγάλος ώστε να χωράει τουλάχιστον 35 μαθητές ανά μάθημα και να διαθέτει όλα τα τεχνολογικά μέσα (φώτα, ηχεία, καθρέφτες, παρκέ κ.λπ.) αλλά να έχει μια «άλλη» αισθητική, να μη θυμίζει γυμναστήριο, περισσότερο σχολή χορού, γιατί αυτό, ο παραδοσιακός χώρος δεν το έχει.

Κάπως έτσι λοιπόν, επισκεφθήκαμε την Αθηνά Παπαβασιλείου και στήσαμε μαζί τοίχο-τοίχο το Χορόδεντρο! Τότε ξεκίνησε να παίρνει μορφή το όνειρο! Όταν μπήκαμε και είπαμε «τώρα φτιάχνουμε πρόγραμμα» δεν χρειάστηκε να συζητήσουμε πολλά, οι κουβέντες είχαν ήδη γίνει. Όλες οι ρομαντικές ιδέες μας είχαν βοηθήσει να κατασταλάξουμε τόσο πολύ στο τι θέλουμε να κάνουμε με αποτέλεσμα το «μετά» να είναι πολύ δομημένο και εύκολο.

Από την πρώτη στιγμή είχαμε χορό για όλες τις ηλικίες. Εφαρμόσαμε και ένα τμήμα μουσικοκινητικής για μωρά από 8 μηνών, το οποίο ήταν προσανατολισμένο στον λαϊκό πολιτισμό. Είχαμε την Κατερίνα Δούκα, με τραγούδι απ’ όλη την Ελλάδα, το οποίο έχει εντάξει μέσα στον χορό. Οι τραγουδιστές της ξέρουν τι είναι αυτό που τραγουδούν. Μαθαίνουν πρώτα το κινητικό μοτίβο και έπειτα περνούν στο τραγούδι. Άλλωστε, όπως έλεγε και ο Αηδονίδης, που φέτος μας άφησε χρόνους, και η μάνα του ήταν η καλύτερη του χορού, από τον χορό την τραβούσανε να τραγουδήσει. Ο χορός έκανε τη δουλειά, αντιφωνικά. Κάπως έτσι, λοιπόν, μαθαίνουνε τα παιδιά μας το τραγούδι.

Οι συνεργασίες μας πολλές. Πολλοί άνθρωποι αγάπησαν το Χορόδεντρο και από την αρχή είχαμε τα «εργαστήρια του Σαββατοκύριακου» όπως με την Ανθή Θάνου, το εργαστήρι αφήγησης, Φέτος, σταθερά έχουμε ταραντέλα με τη Στέλλα Νίκου, «κατωιταλιάνικα», έχουμε την Ανθή, έχουμε την ντοπιολαλιά με την Αναστασία Ζαχαριάδου και την Κατερίνα Δούκα, έχουμε πολυφωνικό τραγούδι με τις αδερφές Κολιούση - από το ηπειρώτικο πολυφωνικό σχήμα «Διώνη». Στην αρχή ήταν εργαστήρια γνωριμίας, ένα εαρινό-ένα χειμερινό, ήταν και πράγματα που δεν είχαν ξαναγίνει στην πόλη, έπρεπε να δούμε πώς ανταποκρίνεται ο κόσμος, αλλά μέσα από αυτά προέκυψαν και τα πιο σταθερά.

- Αν κάποιος ασχολείται με την τέχνη, γνωρίζει καλά πως είναι πολύ δύσκολο να ξεκινήσεις εκ του μηδενός με τη δική σου ιδιωτική πρωτοβουλία. Πόσο δύσκολο ήταν αυτό για το Χορόδεντρο;

Α.Σ.: Όταν ξεκινήσαμε γνωρίζαμε πως αυτό που πάμε να φτιάξουμε θέλει χρόνο. Όπως όλες οι επιχειρήσεις. Όταν ξεκινάς ξέρεις ότι περισσότερο θα δώσεις, για να αποδώσει αυτό που θέλεις. Προσπαθήσαμε σε όλη την πρώτη χρονιά να κρατήσουμε την ποιότητα αυτού που θέλαμε. Δεν κάναμε εκπτώσεις στα «πιστεύω» μας, δεν βάλαμε κι άλλα πράγματα, άσχετα με το αντικείμενο, απλά για να γεμίσουμε τις ώρες μας. Γιατί εξαιτίας και τις διαρρύθμισης του χώρου, ήρθαν πολλές ομάδες να ζητήσουν συστέγαση… Εμείς δεν θέλαμε να χάσει τον χαρακτήρα του… Το στήναμε σιγά-σιγά… Τη δεύτερη χρονιά ήρθε και το «Αστικό Πανηγύρι», μετά, η εξέλιξή του την τρίτη χρονιά ήταν…απρόσμενη! Εκεί ήταν που φάνηκε η δουλειά, τα τμήματα γεμίζανε! Δεν χρειαζόταν να το μιλήσουμε, είχε ήδη γίνει, το περιμένανε. Δημιουργούνταν νέα τμήματα απ’ τη μια μέρα στην άλλη…! Και μετά ήρθε ο Covid! (Γελάει).

- Τι έγινε λοιπόν στον Covid;

Α.Σ.: Στον Covid…τεράστια υπομονή…Μόνο όποιος ασχολείται με τα καλλιτεχνικά μπορεί να καταλάβει το τι πέρασε ο καλλιτεχνικός χώρος. Πολλοί ξεχνούν ότι τα πρώτα μέτρα μπήκαν στους μουσικούς. Απαγορεύσανε, εκείνο τον Ιανουάριο-μόλις είχαν ξεκινήσει οι αποκριάτικες δραστηριότητες και οι χοροί, τα πάντα. Το ξεχνάμε αυτό. Θυμόμαστε μόνο την ημέρα που μας κλείσανε όλους μέσα. Εκείνοι οι άνθρωποι, θεωρούνταν ότι είναι μόνο διασκέδαση αυτό που κάνουν και τους απαγορεύτηκε να δουλέψουν στο αντικείμενό τους. Ήταν και οι τελευταίοι που τους επιτράπηκε να δουλέψουν κανονικά… Όλος ο κόσμος κυκλοφορούσε από τον Ιούνιο (της δεύτερης χρονιάς που μας είχαν ξανακλείσει) κι εμείς δεν είχαμε την άδεια να κατέβουμε ούτε στο κέντρο γιατί η εργασία μας ήταν κλειστή μέχρι τον Αύγουστο… Χωρίς να ξέρουμε τι θα γίνει. Διότι τα μέτρα που έδωσαν όταν ανοίξαμε ήταν «να μην πιανόμαστε, να φοράμε μάσκες, να μην χοροπηδάμε», όλα αυτά τα ωραία, τα γνωστά, που είναι πολύ σουρεάλ, τα σκεφτόμαστε τώρα (και το ότι ήρθαν τα «παιδιά μας» και μας στήριξαν και ήταν εδώ) και λέμε «πώς το ζήσαμε όλο αυτό;» σαν να το έζησαν άλλοι άνθρωποι.

- Μακάρι να το αφήσαμε και πίσω μας.

Α.Σ.: Νομίζω ότι το μυαλό ξεχνάει, «θάβει» μια κατάσταση που δεν του άρεσε, είναι σαν να έχει γίνει πολλά-πολλά χρόνια πριν, σαν ένα κακό όνειρο.

- Και ίσως καλύτερα έτσι… Μου είπες πριν ότι ο κόσμος αγκάλιασε και αγκαλιάζει το Χορόδεντρο. Αυτό είναι ευχάριστο. Σύμφωνα με την εμπειρία σου, είναι άνθρωποι που ασχολούνται με τις τέχνες γενικότερα, είναι εκείνοι που «είδαν φως και μπήκαν» τους άρεσε και παρέμειναν ή είναι όλοι αυτοί;

Α.Σ.: Το καλό είναι ότι έχουμε αρκετά νέα άτομα, έχουμε άτομα τα οποία δεν έχουν ασχοληθεί με την τέχνη πρωτύτερα. Αυτοί οι οποίοι είχαν μια εμπειρία σε κάποιους συλλόγους και αποφάσισαν να έρθουν στο Χορόδεντρο -ή και στο Χορόδεντρο- ήρθαν, θεωρώ, γιατί θέλουν κάτι άλλο και επειδή δεν έχουμε τις παραστάσεις τις μηνιαίες, εβδομαδιαίες, την παρέλαση (στις δύο εθνικές εορτές), δεν έχουμε αυτά τα πράγματα δεν είναι μέσα στη λογική μας. Όποιος έρχεται εδώ, έρχεται για να μάθει… Να μάθει, να περάσει καλά, να πάει σε ένα πανηγύρι στο χωριό του, σε μία εκδήλωση εδώ στη Θεσσαλονίκη, στις φιλόξενες ταβέρνες [ενδεικτική αναφορά] που φιλοξενούν μικρά σχήματα και γίνονται πολύ ωραίες γιορτούλες… Να περάσει καλά. Αυτός ήταν ο στόχος μας από την πρώτη στιγμή και ο άλλος, σε καλλιτεχνικό επίπεδο παράστασης, ήταν αυτό που παρουσιάσαμε πέρσι την άνοιξη και ξανά πριν λίγο καιρό, «ο Κάλαμος και το Κυπαρίσσι». Αυτού του είδους οι παραστάσεις μας ενδιαφέρουν.

- Το χορόδραμα, λοιπόν. Είναι μία τέχνη που έχει εκλείψει εδώ και πάρα πολλά χρόνια από τη θεατρική σκηνή. Το Χορόδεντρο την αναγεννά με έναν πολύ ιδιαίτερο και περίτεχνο τρόπο. Επάνω στη σκηνή είδαμε ένα πολύχρωμο πανηγύρι με ένα πολυπληθή θίασο. Πιστεύεις ότι το χορόδραμα μας «μιλάει» ακόμα;

Α.Σ.: Το χορόδραμα, πιστεύω, ότι είναι αυτό που αντικατοπτρίζει καλύτερα τον λαϊκό πολιτισμό. Θέλαμε να φέρουμε την τέχνη μας πάνω στη σκηνή, να έχουμε κάτι να πούμε στο κοινό και κυρίως στο θεατρόφιλο κοινό, να μην έχει να κάνει μόνο με τους θεατές, αλλά να μην γίνουμε ηθοποιοί. Δεν είμαστε ηθοποιοί, αυτό που κάνουμε είναι κάτι άλλο. Με τον χορό και το τραγούδι μας, να δείξουμε όλα αυτά τα συναισθήματα που βγάζει αυτή η τέχνη και το συγκεκριμένο έργο.

- Δεν σταμάτησε, δηλαδή, να μας αφορά ο λαϊκός πολιτισμός, ανεξάρτητα από την ηλικία μας;

Α.Σ.: Όχι, δεν σταμάτησε και οι καταβολές μας φαίνονται. Το πόσο το αγαπάμε, το πόσο νεαρό κόσμο μαζεύει το «Αστικό Πανηγύρι», τα μέρη που συχνάζουμε εδώ στη Θεσσαλονίκη… Εκεί οι ηλικίες είναι μικρές, δεν είναι μεγάλες! Ο λαϊκός πολιτισμός μας θυμίζει το «σπίτι» μας, όπου κι αν βρισκόμαστε. Είναι κάτι πολύ οικείο και το έχουμε ανάγκη. Ιδιαίτερα όταν είμαστε μακριά… κάτι «κάνει», κάτι σκιρτάει μέσα μας, δεν είναι ξένος, σε όλους έχει κάτι να πει. Είτε είμαστε ροκ, ποπ (δεν ξέρω τι άλλο τι ακούνε) ναι, ακούμε και άλλα πράγματα, αλλά πάντα θα έχει κάτι να μας πει ο λαϊκός πολιτισμός.

- Οι μαθητές; Τα «παιδιά» του Χορόδεντρου;

Α.Σ.: Οι μαθητές είναι ερασιτέχνες. Ερασιτέχνες που δούλεψαν επαγγελματικά!

- Και με το παραπάνω! Πώς όμως «στήνεται» όλο αυτό; Όταν έχεις τόσο πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους που δεν είναι επαγγελματίες αλλά καλούνται να δώσουν το «έλλειμμα» της ψυχής τους σε αυτό;

Α.Σ.: Θέλει πολλή οργάνωση. Είναι και οι άνθρωποι μετά που δουλεύουν από πίσω. Για να οργανωθεί μια τέτοια δουλειά θέλει πολύ καλό στήσιμο στο backstage. Οι υπόλοιποι, λοιπόν, βρισκόμασταν για μία ολόκληρη χρονιά και καταστρώναμε τα σχέδιά μας.

Τι ακριβώς θέλουμε να κάνουμε, πού θέλουμε να πάμε τον κόσμο, τι θέλουμε να δείξουμε και αφού βγήκε πολύ αναλυτικά το σενάριο, και το χορευτικό, το τραγουδιστικό και το σκηνικό και άρχισε ο καθένας να «κουμπώνει» τα κομμάτια του, ήρθε η ώρα που συναντήσαμε τους τραγουδιστές και τους χορευτές και ξεκινήσαμε. Αφού είσαι του θεάτρου, δεν ξεκινήσαμε με χορό και τραγούδι! Πολύ χαρακτηριστικά, θα πω ότι αυτό που κάναμε στις δύο πρώτες πρόβες, ήταν να περπατάμε την αίθουσα! Είναι πάρα πολύ σημαντικό αυτό! Μα τον Στέργιο, λόγω του αντικειμένου, έχουμε κάνει διάφορα πράγματα. Για τους μαθητές, όμως, ήταν πρωτόγνωρο. Το να έχουμε έλεγχο του σώματός μας, το να θέλει να πει κάτι το σώμα μας, το ότι το σώμα μας λέει συνέχεια κάτι αλλά δεν το καταλαβαίνουμε και ότι πρέπει να είμαστε πιο συγκεκριμένοι όταν θα είμαστε πάνω στη σκηνή και όλα τα βλέμματα θα είναι πάνω μας, την απεύθυνση, την κίνηση, ένα χαμόγελο, μια ματιά, όλα! Όλα έχουνε τον ρόλο τους. Έτσι άρχισε, σιγά-σιγά, να στήνεται.

Επίσης, για να στηθεί, που περάσαμε και στα τραγούδια και στους χορούς, οι συντελεστές βρισκόμασταν κάθε εβδομάδα και συζητούσαμε τι έγινε, τι θέλουμε να γίνει, ποιοι είναι οι στόχοι… Ο καθένας, από τη μεριά του, στην πρόβα έβλεπε άλλα και μετά είχε να πει διαφορετικά πράγματα… Οπότε καταλαβαίνεις ότι έχει πάρα πολλή δουλειά.

Στέργιος Κύρινας: Είχε από πίσω και μια δουλειά κατά την οποία έπρεπε να βρούμε τα κατάλληλα υλικά απ’ όλη την Ελλάδα, το κάθε κεφάλαιο του σεναρίου. Με την Άννα, για μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν κάναμε τίποτε άλλο από το να ακούμε μουσικές που ήδη ξέραμε, αλλά έπρεπε να τις ανακαλέσουμε στη μνήμη μας, να προσέξουμε πολύ περισσότερο τον στίχο για να δούμε αν και τι μας ταιριάζει. Έτυχε να έχουμε κομμάτια που να ταιριάζουν τα μισά και τα μισά όχι και παρ’ όλο που ήταν ένα πολύ όμορφο και γνωστό τραγούδι (έχουμε και παραδοσιακά κομμάτια, πολύ γνωστά που στο κοινό δημιουργούν μια διαφορετική αίσθηση) χρειάστηκε να το βγάλουμε γιατί μπορεί να μην μας «κούμπωνε» μία λέξη.

Α.Σ.: Μετά ήρθε και ο Σταμάτης Πασόπουλος, που έκανε τις μουσικές γέφυρες, έγραψε πρωτότυπη μουσική, πρωτότυπους στίχους… Ακόμα κι αν κάτι μας εξυπηρετούσε ολόκληρο, ερχόταν ο Σταμάτης και μας θύμιζε τον κορμό μας. Όλοι οι συνεργάτες, ο καθένας από τη μεριά του, ήταν εκεί και έλεγαν τα σωστά «όχι». Οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργαστήκαμε για πρώτη φορά, ήταν η Μέλπω Βασιλικού που η Σοφία [Καρακάντζα] είπε «εγώ την εμπιστεύομαι» και φυσικά δεχτήκαμε και η Ελίζα Μοσχοπούλου. Με τους υπόλοιπους ήταν οικείο το περιβάλλον. Τόσο, που θα μπορούσαν να πουν, ακριβώς επειδή κάναμε παρέα, «θα το κάνουμε ‘έτσι’» αλλά ήταν κάθετοι στα «όχι» τους.

Σ.Κ.: Σχεδόν εκβιαστικά! (Γελάει). Ο καθένας πήρε τον ρόλο του και παρ’ όλη τη φιλική σχέση, δούλεψε στο κομμάτι του επαγγελματικά και όλοι δεχόμασταν τις παρατηρήσεις του άλλου.

Θυμάμαι χαρακτηριστικά, με τη Μέλπω [Βασιλικού], κάναμε μαζί την επιμέλεια της κίνησης, βέβαια εκείνη με πολλά χρόνια στην πλάτη της και πολλά χιλιόμετρα στα πόδια της, σε πολλά είδη χορού, εγώ από την πλευρά μου στο κομμάτι του παραδοσιακού χορού. Κάποια στιγμή, σε έναν αρκετά έντονο χορό των ανδρών, είχε μια διαφορετική άποψη, όσον αφορά τη σκηνική παρουσίαση: «Εκείνο το βλέμμα Στέργιο», λέει, «ήταν απίστευτο!» Είχα στραμμένο το κεφάλι αλλού οπότε γυρίζω και της λέω: «Όχι!» (Γελούν). Και τέλειωσε εκεί η ιστορία γιατί, ναι μεν έχουμε ελευθερία στην κίνηση αλλά τα υλικά μας, στην παραδοσιακή μουσική και τον χορό, έχουν φόρμα και τους δώσαμε την αξία που έχουν μέσα στο περιβάλλον που δημιουργήθηκαν. Αργότερα, εξηγώντας της εκείνο το «όχι», της είπα πως η δυναμική που θέλει να «βγάλει» επάνω στη σκηνή, θα «βγει», ακριβώς επειδή ο συγκεκριμένος χορός φτιάχτηκε γι’ αυτόν τον λόγο. Και στον τόπο του όταν είναι, όταν θα παρουσιαστεί ο «Ανωγειανός» θα παρουσιαστεί με αυτή την ένταση, δεν γίνεται αλλιώς. Οπότε, «έχε εμπιστοσύνη στο υλικό και στα παιδιά».

- Εμπιστοσύνη στους συντελεστές, δηλαδή! Στη σκηνή, στην παράσταση, συνυπήρξαν, μάλιστα, μικροί και μεγάλοι.

Α.Σ.: Ναι, ήταν και τα μικρά μας. Θέλαμε από την πρώτη στιγμή να εντάξουμε όλα τα τμήματα. Από την αρχή είπαμε πως δεν μπορούμε να αφήσουμε «απ’ έξω» τα παιδιά μας. Και η σκηνοθέτις, η Μαρία Καρακάντζα, αυτό είπε, ότι θέλουμε να δείξουμε ότι είμαστε μια κοινότητα και κοινότητα χωρίς παιδιά, δεν υφίσταται. Δουλεύαμε και τα παιδιά παράλληλα και θα πω ότι τα παιδιά, επάνω στη σκηνή, έκαναν το πιο δύσκολο: έκαναν το «ανοργάνωτο οργανωμένο». Να δείξουν ότι «είμαστε χαλαροί, είμαστε εδώ, παίζουμε, χορεύουμε, τραγουδάμε, αλλά όλα αυτά πρέπει να γίνουν και οργανωμένα, να έχω τον νου μου στην ατάκα μου, πού θα μπω, πού θα φύγω και να κυλήσουν όλα ώστε να «δέσουν» με τους ενήλικες. Και ήταν υπέροχο, όπως είδες! (Γελάει).

- Ήταν πραγματικά υπέροχο! Είναι ώρα να κλείσουμε γιατί άρχισαν να έρχονται και οι μαθητές, θέλω μόνο να μου πείτε τι σχέδια έχετε για το μέλλον.

Σ.Κ.: Κακά τα ψέματα, το Χορόδεντρο ασχολείται με τον παραδοσιακό χορό και το τραγούδι. Θα ήθελα κάποια στιγμή να μπορέσουμε να κάνουμε μια πιο χορευτική παράσταση, η οποία όμως να είναι παράσταση και όχι ανα-παράσταση χορών. Γιατί έχουμε λίγο μπερδευτεί, ειδικά εμείς στο κομμάτι του παραδοσιακού, έχουμε μπερδέψει λίγο τις έννοιες.

Α.Σ.: «Διατήρηση» και «Διάδοση», ναι.

Σ.Κ.: Η αναπαράσταση είναι ένα άλλο πράγμα. Φέρνεις σε έναν διαφορετικό χώρο πράγματα που γίνονται αλλού, σε ένα χοροστάσι, σε ένα χωριό, σε ένα μεγαλύτερο περιβάλλον -όχι μόνο σε ένα χωριό, ακόμα και μεγαλύτερες επαρχιακές πόλεις -ακόμα και η Θεσσαλονίκη- έχουν κομμάτια της παράδοσης τα οποία όμως χάθηκαν πολύ πιο εύκολα, λόγω της εξέλιξης των πραγμάτων. Το να μπορέσεις να κάνεις παράσταση χορού, χρησιμοποιώντας αυτά τα υλικά, είναι επίσης ένα δύσκολο project, το οποίο πιθανότατα να είναι αρκετά εναλλακτικό αλλά νομίζω ότι και εκεί θα μπορέσουμε να δώσουμε στοιχεία πιο φρέσκα και καινούρια στην κοινότητα. Είναι πιο μεγάλο, λίγο πιο δύσκολο.

Στον «Κάλαμο και το Κυπαρίσσι», είχες ως σταθερά ένα τραγούδι, μικρό μεν, που έδινε όμως την κατεύθυνση. Όταν το μόνο υλικό που έχεις είναι η μουσική, εκεί γίνεται ακόμα πιο δύσκολο το εγχείρημα, πώς παρουσιάζεις το συναίσθημα της μουσικής, που βεβαίως έχει, επί σκηνής. Εκεί θα είναι η επόμενη μεγάλη πρόκληση. Θα μείνουμε στη λογική του χοροδράματος, υπάρχουν παραλογές της ελληνικής παράδοσης που είναι από μόνες τους θεατρικά έργα. Τα υλικά που θα χρησιμοποιήσεις για να τα αποδόσεις, είναι στο χέρι σου και έτσι μπορείς να αλλάξεις και το αποτέλεσμα. Με έρευνα πολλή, ξανά.

- Θέλετε να προσθέσετε κάτι πριν σας αποχαιρετήσω;

Α.Σ.: Τώρα ετοιμάζουμε το «Αστικό Πανηγύρι». Συζητούσαμε τι πρέπει να ανεβάσουμε, να στείλουμε… Όπως είπα και πριν, ήρθε τη δεύτερη χρονιά. Θέλαμε να γίνει με έναν σύγχρονο τρόπο, να εκφράζει περισσότερο εμάς. Ήμασταν στη Χ.Ο.Φ.Ε.Θ. Από τα γλέντια μας εκεί, δεν μπορούσαμε να επιστρέψουμε στο εστιατόριο, με το κρασί και το γλέντι που περιορίζεται εκεί. Δεν εξέφραζε πια τη γενιά μας. Ο Στέργιος επέμενε για το WE. Οπότε, ήμασταν οι πρώτοι που σκεφτήκαμε να κάνουμε κάτι τέτοιο. (Στον Στέργιο):Πρέπει να σε κοίταξε λίγο περίεργα τότε. (Γελάει)

Σ.Κ.: Είναι ένας χώρος, με συναυλίες πιο underground, άλλου τύπου, με graffiti μέσα… το να πας την παραδοσιακή μουσική σε έναν τέτοιο χώρο, ήταν και αυτό μια πρόκληση.

Α.Σ.: Όπως και το ότι το ίδιο το σχήμα είχε τη διάθεση το αποτέλεσμα να είναι σαν ροκ συναυλία, μαζί με την Κατερίνα [Δούκα]. Η «Ευρίτικη Ζυγιά», είναι αυτό που είπε πριν ο Στέργιος, για την παράσταση χορού. Κρατάς μια πολύ λεπτή γραμμή, το εξελίσσεις, του δίνεις καινούρια στοιχεία αλλά σέβεσαι αυτό που σου έχει παραδοθεί. Υπάρχει ένα νοητό όριο. Η «Ευρίτικη Ζυγιά» το κάνει, με τους δίσκους της, με τη δουλειά της, είχε project που το πήγαινε μόνο στο εξωτερικό. Οπότε και εμείς είπαμε ότι αν θέλουμε να κάνουμε κάτι, αυτό είναι το σχήμα που μπορεί να το αναλάβει. Κάναμε την κουβέντα με τα παιδιά και ενθουσιάστηκαν. Οπότε το στήσιμο έγινε για συναυλία.

Σ.Κ.: Συναυλία με πάρτι από κάτω! Στις πρώτες συναντήσεις με το WE λέγαμε για τη χωροταξία. Τι να κάνουμε, να βάλουμε τραπέζια, να μην βάλουμε και τους έλεγα «αφήστε τον χώρο ανοιχτό, αφήστε τον κόσμο να αυτοοργανωθεί μέσα στον χώρο, θα τη βρει την άκρη του. Τη βρήκε χρόνια ολόκληρα, σε μια μικρή πλατεία σε ένα νησί, από το πιο μικρό καφενείο σε ένα χωριό πάνω στην Ήπειρο τον Χειμώνα, δεν θα μπορέσει να αυτοοργανωθεί σε 800τμ.;». Αν υπάρχει το πρωτογενές υλικό που χτυπάει μέσα στην ψυχούλα σου, δεν υπάρχει περίπτωση, ακόμα και σε 1τμ., θα χορέψεις.

Θέλαμε να φύγουμε από το παραδοσιακό γλέντι σε ένα κέντρο γάμου, με τις ροτόντες, τα μαχαιροπήρουνα, την αυστηρή σειρά - θα βγει πρώτος ο δάσκαλος να ανοίξει τον χορό.

Α.Σ.: Την πρώτη χρονιά δεν ήξεραν καν [το κοινό] ποιοι είμαστε εμείς. Υπήρχε κάποιος πίσω από το Χορόδεντρο αλλά δεν ήξεραν ποιος είναι αυτός ο «κάποιος»! (Γελάει).

Σ.Κ.: Δεν χρειαζόταν. Δεν θέλαμε να νουθετήσουμε τον κόσμο αλλά να του δώσουμε το πλαίσιο επιτέλεσης και ο κόσμος να επιλέξει τι θα κάνει. Και τελικά ο κόσμος επέλεξε να το «ρουφήξει» αυτό το πράγμα και έγινε ένα γλέντι που νομίζαμε ότι ήμασταν σε ροκ φεστιβάλ. Για πολύ διάστημα μετά υπήρχε «κάτι» στον αέρα.

Α.Σ.: Μια ωραία ευφορία. Ήταν κάτι που γινόταν για πρώτη φορά και πήγε καλά. Πείραμα.

Σ.Κ.: Δηλαδή το διασκέδασαν όλοι. Και εμείς. Είχαμε το άγχος μας, όπως πάντα, για να δημιουργηθεί, να προχωρήσει κάτι, να είμαστε κυματοθραύστες της όλης ιστορίας… Μέσα στη διάρκεια του χρόνου, ασχοληθήκαμε και με δύσκολα πράγματα. Γλέντι, γλέντι, αλλά καταθέσαμε και την άποψή μας εκεί. Σχεδόν πάντα, ανάλογα με την επικαιρότητα, βάζουμε και κάποια στοιχεία μέσα. Δηλαδή, θυμάμαι, είχαμε ανεβάσει στη έναρξη ένα βίντεο για τις γυκαικοκτονίες, παιδιά από το Χορόδεντρο…έπαιζε πίσω από το Ederlezi.

Α.Σ.: Μιλούσαν μικρές μαθήτριές μας, έφηβες.

Σ.Κ.: Πέρσι είχαμε για την αστυνομική βία και τη δολοφονία από αστυνομικούς, με εκείνο το «Δικαιοσύνη» το ανορθόγραφο, που όμως «χτυπούσε». Προσπαθούμε να δώσουμε και το στίγμα ότι πέρα από ένα γλέντι, υπάρχει μια συνάθροιση ανθρώπων οι οποίοι ζουν μέσα στην κοινωνία.

Επίσης, ειδικά πέρσι, ασχοληθήκαμε και με το αλλόφωνο τραγούδι. Το οποίο είναι ένα ζήτημα που «ακουμπάει» γενικότερα τον παραδοσιακό χώρο, αλλά ήταν δύσκολο να ακούσεις αλλόφωνο στην καρδιά της Θεσσαλονίκης… Ο λαϊκός πολιτισμός, ως βάση έχει τη γλώσσα. Μετά αναπτύσσεται ο χορός, το τραγούδι και όλα τα άλλα στοιχεία του. Στα σύνορά μας, ειδικά στα βόρεια, από τη στιγμή που δημιουργήθηκε το νέο ελληνικό κράτος, έπρεπε να δημιουργηθεί η εθνική ταυτότητα. Και η εθνική ταυτότητα είχε ως πρώτο συστατικό τη γλώσσα.

Α.Σ.: Από τη στιγμή που λες σε κάποιον ότι εφόσον δεν μιλάει τη γλώσσα δεν είναι Έλληνας, από εκεί ξεκινούνε τα προβλήματα. Είναι μία ιστορία πολύ πονεμένη, γιατί είναι άνθρωποι που δεν είχαν την τύχη να μάθουν ελληνικά λόγω καταστάσεων. Το έχω ζήσει σε χωριά, είναι άνθρωποι που ντρέπονται και δεν σου μιλάνε. Έχουν μέσα τους και την ντροπή και τον φόβο, μην τους χαρακτηρίσεις «μη Έλληνες».

Σ.Κ.: Έχουμε από τη μία πλευρά μια ελληνική συνείδηση, την οποία ο κόσμος, μέσα σε κάποια πλαίσια, την αποκτά χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Από την άλλη, η γλώσσα είναι ένα κομμάτι επικοινωνίας. Το οποίο δεν αλλάζει τόσο εύκολα. Ναι μεν, στα σχολεία έκαναν ελληνικά αλλά η επικοινωνία τους, η εσωτερική, ήταν σε αυτό που έχουν μάθει. Αυτό το κομμάτι είχε πάντα, ειδικά σε κάποιες περιοχές κοντά στα σύνορα – η Καππαδοκία που έχει εντελώς διαφορετική γλώσσα, δεν είναι σύνορα, είναι αρκετά βάθος, είναι ένα εξωτικό, πολύ μακρινό μέρος, που ξέρουμε ότι ποτέ δεν θα υπάρχει διαδικασία «συνένωσης». Γι’ αυτό μπορούμε να το δεχτούμε και να το παρουσιάζουμε, ενώ επί της ουσίας, η γλώσσα που ακούγεται είναι τα τούρκικα.

Στην περιοχή της κεντρικής Μακεδονίας, επειδή ακριβώς υπάρχει αυτή η διαδικασία της έντονης γειτνίασης, δεν είναι απλά κόκκινο πανί, είναι σχεδόν απαγορευτικό. Μετά από τα χρόνια της εξέλιξης, έχουμε αντιληφθεί ότι αυτό το κομμάτι του πολιτισμού, δεν μπορεί να παρασταθεί εύκολα, ακόμα και σήμερα. Υπάρχουν και οι άνθρωποι, εντός και εκτός συνόρων που έχουν τις «ονειρώξεις» της «Μεγάλης Μακεδονίας» κ.λπ. Και εκεί θέλει προσοχή το πράγμα, γιατί πολλές φορές, ακριβώς επειδή δεν γνωρίζουμε τη γλώσσα, μπορεί και τα τραγούδια που επιλέγουμε, να μην είναι και τόσο αγνά. Όπως και να έχει, δεν μπορείς να παραλήψεις τον αλλόφωνο λαϊκό πολιτισμό ούτε το ότι η μη ύπαρξή του (αλλόφωνου πολιτισμού) έχει επηρεάσει τον λαϊκό πολιτισμό της περιοχής.

Για να επιστρέψουμε, το Αστικό Πανηγύρι θα γίνει το Σάββατο στις 13 του Γενάρη. Είναι πάντα το δεύτερο Σάββατο της καινούριας χρονιάς, εκεί σταθερά, στο WE. Θα είναι η «Ευρίτικη Ζυγιά». Έχουμε ένα ιδιαίτερο δέσιμο, με τους συνεργάτες που το στήσαμε μαζί, παρ’ όλο που σαν εναρκτήριο project πρέπει να έχει πάντα κάτι διαφορετικό από περιοχές, πήγε τόσο όμορφα το πρώτο που τα παιδιά [η Ευρίτικη Ζυγιά] είναι εκεί μαζί μας· στο ίδιο τραίνο βαδίζουμε και φέτος θα έχουμε και Πόντο. Pontus Quartet. Φίλιππος Χασαπίδης, Μελίνα Χατζηκαμάνου, Χρήστος Τάσιος και Γιάννης Καρακαλπακίδης. Οπότε, μισή-μισή η βραδιά και τα δίνουμε όλα.

Α.Σ.: Με το Αστικό Πανηγύρι πήγαμε στο Φεστιβάλ Ολύμπου. Μας είχαν καλέσει και κατεβήκαμε και στην Πάτρα.

Σ.Κ.: Στην Πάτρα είπαν «γλέντι που να μην έχει κλαρίνα πελοποννησιακά, μόνο θρακιώτικα και να έχει 600 άτομα, δεν έχει ξαναγίνει και ούτε πρόκειται!»

Α.Σ.: Υπάρχουν αρκετά πράγματα που είναι να γίνουν, λοιπόν!

- Εύχομαι να πάνε και αυτά τόσο όμορφα, σας ευχαριστώ για την κουβέντα και τα λέμε στις 13 του Γενάρη, 21:00 στο WE!

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ