Ο Περικλής Χούρσογλου μιλάει για την τελευταία ταινία του «Εξέλιξη» και τον ελληνικό κινηματογράφο που αγαπάει να υπηρετεί

Η «Εξέλιξη» επιμένει και αυτή την εβδομάδα στον κινηματογράφο STUDIΟ (Δευτέρα έως Τετάρτη στις 18:15) και η Ρεγγίνα Ζερβού συνομίλησε με τον δημιουργό της, σκηνοθέτη και καθηγητή στο Τμήμα Κινηματογράφου του ΑΠΘ μέχρι πολύ πρόσφατα, Περικλή Χούρσογλου.

Ο Περικλής Χούρσογλου μιλάει για την τελευταία ταινία του «Εξέλιξη» και τον ελληνικό κινηματογράφο που αγαπάει να υπηρετεί
ΠΡΟΒΟΛΗ

Έχοντας κάνει το ντεμπούτο της στις αίθουσες αμέσως μετά το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου έκανε πρεμιέρα και εντυπωσίασε, η «Εξέλιξη» του Περικλή Χούρσογλου συνεχίζει για λίγες ακόμη προγραμματισμένες προβολές στον κινηματογράφο STUDIO, Δευτέρα 15, Τρίτη 16 και Τετάρτη 17 Ιανουαρίου, στις 18:15. Η σχέση με τους προγόνους και τους -βιολογικούς ή μη- απογόνους στο κέντρο της ταινίας, και ευκαιρία για μια κουβέντα με τον σκηνοθέτη, καθηγητή στο Τμήμα Κινηματογράφου του ΑΠΘ μέχρι πολύ πρόσφατα, για την ταινία του, τους φοιτητές του, τον ελληνικό κινηματογράφο και άλλα.

Οι τρεις από τις πέντε ταινίες, ο Περικής Δημακόπουλος, ο Διαχειριστής και η τελευταία σας, η Εξιλέωση, μοιάζουν να είναι κομβικά στάδια στη ζωή ενός άντρα.

Αυτό είναι. Και όλες έχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία. Κρατάω πράγματα που ξέρω. Άλλοτε κρατάω όπως τα έχω ζήσει, άλλοτε τα κρατάω με διαφορετικό τρόπο. Σ’ αυτή την ταινία, π.χ., ο πατέρας μου δεν είχε καμία σχέση με τον κύριο Κολοβό σαν εμφάνιση. Ο πατέρας μου είχε σχέση με τον Κύριο με τα Γκρι. Ήταν ένας άνθρωπος που φορούσε συνήθως γκρι, πολύ κομψά, αυστηρά ρούχα. Έλεγα ότι πίσω από το γκρι αυστηρό κοστούμι κρύβει τα χρώματα που πραγματικά επιθυμεί.

Κάποιος έγραψε, και πολύ μου άρεσε, είναι τοοοοοοσο -με πολλά όμικρον- αυτοβιογραφική η ταινία του Περικλή αλλά και τόοοοοοοοοοοοοοσο αυτοβιογραφική ταινία όλων μας.

Στον Διαχειριστή στο τέλος ο Παύλος είναι στο νεκροταφείο, στο οστεοφυλάκιο, και ανοίγει το κουτί με τα οστά του πατέρα του. Σαν εκεί να συνειδητοποιεί τι είναι ο θάνατος. Αυτό είχε ξεκινήσει από μια δικιά μου εμπειρία, γιατί αυτό έκανα κάποια στιγμή. Μια μέρα χωρίς να το έχω προγραμματίσει πήγα στο νεκροταφείο, που είχα να πάω 30 χρόνια, από τότε που έγινε η αποκομιδή των οστών. Ήμουν πολύ πιεσμένος από ένα σενάριο, αλλά και με πράγματα που συνέβαιναν στη ζωή μου. Άνοιξα λοιπόν το κουτί, έβαλα το χέρι μου πάνω στο κρανίο του πατέρα μου και είπα : «Τι να κάνω μπαμπά μου;». Και κατάλαβα τότε ότι ‘να, αυτό είναι ο θάνατος, αυτό το τίποτα μέσα σε ένα μεταλλικό κουτί. Αλλά αυτό το τίποτα εγώ το αγαπώ και είμαι συνέχειά του και η δικιά μου συνέχεια είναι ένα χιλιόμετρο μακριά, σε ένα γηπεδάκι στον Μίλωνα που έπαιζαν τα παιδιά μου μπάλα.

Το κεντρικό σημείο στην Εξέλιξη είναι η σχέση με τον πατέρα. Υπάρχει όμως και η δημιουργία μέσα από τη διδασκαλία.

Είναι τρεις γενιές. Η μία είναι η γενιά του μπαμπά που μιλάει για το ιδανικό της γνώσης και της εκπαίδευσης. Μιλάει για έναν καθηγητή που ήταν θρύλος, ο Κιτζίκης, μηχανολόγος, και στη συνέχεια νομίζω βουλευτής για δυο θητείες της ΕΔΑ. Μετά είναι οι φοιτητές, που έχουν πια τη δικιά τους ατζέντα, τον δικό τους τρόπο να υπερασπιστούν το δίκιο των συμβασιούχων καθαριστριών. Κι ενδιάμεσα ο Νίκος που προσπαθεί να γεφυρώσει αυτές τις δυο γενιές. Η δικιά μου θέση είναι πιο κοντά στον Νίκο: «Το μάθημα θα γίνει οπωσδήποτε». Σχεδόν πεισματικά.

Μάλιστα σε μία από τις προβολές είπα στο κοινό: «Έχουμε δέκα λεπτά αν θέλετε να κάνουμε μια μικρή κουβέντα». Σήκωσε κάποιος το χέρι του και είπε: «Ναι, μα το θέμα των καθαριστριών δεν είναι σημαντικό; Δεν πρέπει να πάρει κάποιος θέση σ αυτό;». «Για μένα είναι σημαντικό να γίνει τo μάθημα». «Κι οι καθαρίστριες, οι συμβασιούχοι;». «Μου φαίνεται πως αυτό είναι μια άλλη ταινία».

Εγώ την ένιωσα να κυλάει αβίαστα, να πάει…

Αυτό το έχει κερδίσει από τον μοντέρ της ταινίας, τον Τάκη Γιαννόπουλο. Οι περισσότερες κόντρες μας – πάντα υπάρχουν κόντρες, ειδικά όταν ο μοντέρ είναι ισχυρή προσωπικότητα… Τον κύριο Γιαννόπουλο τον ξέρω χρόνια, ήταν δάσκαλός μου στην πρώτη ταινία που είχε δουλέψει. Τη στάση μου απέναντι σε πολλά πράγματα που έχω στο σινεμά την οφείλω σ’ αυτόν. Εδώ ήταν μοντέρ κι όποτε έλεγε «νομίζω ότι αυτό πρέπει να φύγει» γινόταν μάχη. Και μάχη μεταξύ μας και μάχη μέσα μου, γιατί είναι ένας άνθρωπος που τον εμπιστεύομαι. Ήταν πολλές σκηνές που τις πίστευα καλές και προς χάριν της ροής, το να κυλάει η ταινία, να μην «κάθεται», φύγανε.

Πώς συνταιριάζεται το να είσαι δημιουργός και να είσαι και δάσκαλος;

Το 2004, όταν πήγα στο Πανεπιστήμιο, είχα κάνει ήδη μια ταινία. Η άλλη ταινία του 2009 έγινε γιατί ήμουν 407, συμβασιούχος τρία χρόνια, και μετά το 2008 περίμενα μονιμοποίηση, ήμουν πιο ελεύθερος και μπορούσα να κάνω την ταινία. Από το ‘10 όμως και μετά, όταν όλοι οι επί συμβάσει απολύθηκαν γιατί δεν γίνονταν προσλήψεις λόγω μνημονίου, την ίδια ύλη που έκαναν 34 είχαμε να τη διδάξουμε 13 καθηγητές. Κάθε χρόνο ο αριθμός των παιδιών αυξανόταν γιατί κάποιοι επαναλαμβάνουν μαθήματα κ.λπ. Από το 2012 δεν υπήρξε ούτε ένα Σαββατοκύριακο, γιορτές, Χριστούγεννα, Πάσχα, που να μη δουλεύω για το Πανεπιστήμιο. Πώς δε με χώρισε η γυναίκα μου!

Διδάσκοντας γινόμαστε καλύτεροι καθηγητές, σκηνοθετώντας γινόμαστε καλύτεροι δάσκαλοι. Μαθηματικά, τις πρώτες μου σπουδές, δεν τα σπούδασα για να κάνω έρευνα αλλά μ’ άρεσε να διδάσκω. Από δεκατριών-δεκατεσσάρων χρόνων που ήμουν στον Αθλητικό Όμιλο Φαλήρου, μου άρεσε να προπονώ τα μικρότερα παιδιά.  

Άφησα τα Μαθηματικά μετά από τρία χρόνια στο Πανεπιστήμιο και αποφάσισα ότι η τέχνη με ενδιαφέρει – προς το σινεμά με έστρεψε ο συγκάτοικος μου στη Θεσσαλονίκη, όταν ήμουν φοιτητής. Όταν το 2003 εξήγγειλε την ίδρυση της σχολής ο Βενιζέλος σκέφτηκα ότι αντί να κάνω διαφημιστικά και άλλα για την τηλεόραση που δεν θα μου αρέσουν, καλύτερα να διδάξω σ’ αυτή τη σχολή.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα στον ελληνικό κινηματογράφο ήταν ότι δεν υπήρχε μια σχολή ακαδημαϊκή κινηματογράφου. Εφόσον μπορούμε και μας δέχονται, θα διδάξουμε εμείς.

Αυτή η σχολή βοήθησε τον κινηματογράφο;

Νομίζω πως ναι. Είμαι πολύ περήφανος που είμαι από τους πρώτους που δίδαξαν σ’ αυτή τη σχολή και τώρα το 2023, που αφυπηρέτησα, νιώθω πως η σχολή πάει πολύ καλά. Πάντα με τα προβλήματα, το ακαδημαϊκό πλαίσιο είναι ένα πρόβλημα. Ένα άτομο που δεν έχει πανεπιστημιακές σπουδές δεν θα μπορούσε να διδάξει, ο Βούλγαρης δεν θα μπορούσε να διδάξει, ο Αγγελόπουλος δεν θα μπορούσε να διδάξει, πάντοτε ο προϋπολογισμός είναι πάρα πάρα πολύ χαμηλός, είναι άλλες οι ανάγκες, όμως βρήκαμε έναν τρόπο. Διδάσκοντας μάθαμε να διδάσκουμε.

Στο εξωτερικό μια τάξη σκηνοθεσίας έχει δεκαπέντε παιδιά, όχι εκατό που έχουμε εμείς. Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τους δεκαπέντε καλύτερους και να κάνεις μόνο σ’ αυτούς. Όπως έλεγε κι ένας φίλος, «τα πίσω βαγόνια εκτροχιάζουν το τρένο». Κι όταν μου ζητούσαν την ύλη, απαντούσα προκλητικά «ύλη δεν είναι που θα βάλουμε τη μηχανή, ύλη είναι το κάθε παιδί».

Θυμάστε φοιτητές σας που είχαν μια πορεία στον κινηματογράφο;

Υπάρχουν παιδιά που έχουν πάρει βραβεία, αλλά δεν θέλω να πω ονόματα γιατί θα είναι σαν να τα ξεχωρίζω από τους υπόλοιπους. Υπάρχουν βέβαια παιδιά που ήδη έχουν διακριθεί με τις μικρού μήκους τους και πιστεύω ότι θα κάνουν πολύ καλές μεγάλου μήκους. Είναι παιδιά που αυτό που κάνουν τώρα είναι ζήτημα αν θα το έκανα εγώ.

Το ζητούμενο όμως δεν είναι αυτά τα παιδιά τα χαρισματικά που, και σχολή να μην υπήρχε, θα έκαναν ταινίες. Το ζητούμενο είναι να ανέβει ο μέσος όρος. Αυτό σημαίνει να γίνεται καλύτερο μάθημα συνολικά.

Η ταινία σας έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Πώς σας φάνηκε η φετινή ελληνική κινηματογραφική παραγωγή, εντός και εκτός διαγωνιστικών τμημάτων;

Ο διευθυντής του φεστιβάλ, ο κύριος Ανδρεαδάκης, μου είπε ότι φέτος ήταν μια πάρα πολύ καλή χρονιά. Δεν είναι τυχαίο ότι είναι η πρώτη χρονιά μετά την καραντίνα. Οι προηγούμενες ταινίες ήταν οι πιο πολλές γυρισμένες μέσα στην καραντίνα. Και στη δική μου την ταινία, για παράδειγμα, αν δεν υπήρχε η καραντίνα οι σκηνές στο τρένο θα ήταν πολυπληθέστερες και θα είχαν έναν ντοκουμενταρίστικο χαρακτήρα, με τους ηθοποιούς ανάμεσα στον κόσμο. Αλλά τότε ο κόσμος θα φορούσε μάσκες. Και δεν γινόταν, η ιστορία έχει συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο, το 2012.

Ποια είναι συνολικά η γνώμη σας για τον ελληνικό κινηματογράφο;

Πολύ καλή. Πιστεύω πως γίνονται όλο και καλύτερες ταινίες. Υπάρχει βέβαια το πρόβλημα της σχέσης του κοινού με τον ελληνικό κινηματογράφο. Για κάποιο λόγο, δεν είμαι κοινωνιολόγος ούτε μπορώ να καταλάβω γιατί, ίσως το ελληνικό κοινό δεν βλέπει τον εαυτό του στις ελληνικές ταινίες. Η καραντίνα έφερε ένα πρόβλημα. Σχεδόν όλοι αγόρασαν μια μεγάλη οθόνη και βλέπουν ταινίες από τις πλατφόρμες. Και καλές ταινίες και καλές σειρές. Οπότε γιατί να πάνε σινεμά; Άσε που ο κόσμος ήταν δύσπιστος με τις κλειστές αίθουσες. Κι αυτό δικαιολογεί γιατί τα καλοκαιρινά σινεμά φέτος και πέρσι πήγαν καλύτερα. Βέβαια δεν είναι η ίδια ποιότητα θέασης, στην πρώτη προβολή έχει φως, στη δεύτερη φωνάζουν οι γείτονες για ησυχία.

Ναι, δεν έχει το μυσταγωγικό το θερινό, έχει όμως το παρεΐστικο.

Πολύ σημαντικό κι αυτό. Εγώ τις ταινίες που έχω δει δεν θυμάμαι σε όλες την υπόθεση, θυμάμαι όμως σε ποιο σινεμά τις έχω δει. Μ’ άρεσε αυτή η συνεύρεση με άλλους ανθρώπους με τους οποίους βλέπαμε το ίδιο πράγμα, κοινωνούσαμε την ίδια ιστορία.

Θυμάμαι στον Δημακόπουλο, παιζόταν τότε στο Έλλη τρεις προβολές, και μου λένε «αν στην πρώτη, την απογευματινή, έχει δυο να είσαι ευχαριστημένος». Είχε δέκα και πήρα θάρρος. Η επόμενη ήταν γεμάτη. Προτιμώ μια γεμάτη αίθουσα, που να ανασαίνει στο ρυθμό της ταινίας, από το να πάει σε ένα μεγάλο φεστιβάλ. Μπορεί να ξεκινάνε από προσωπικά βιώματα αλλά είναι ταινίες, δεν μιλάμε για τον Περικλή Χούρσογλου αλλά για τον Παύλο, για τον Νίκο, τους χαρακτήρες με τα ονόματά τους. Είναι ταινίες που μπορεί να τις καταλάβει οποιοσδήποτε. Ούτε πειραματίζομαι με τη φόρμα, ούτε θέλω να σπάσω τα όρια. Θέλω να πω μια ιστορία και αυτή η ιστορία να συγκινήσει ανθρώπους. Κι αυτό όχι με ένα φτηνό τρόπο, όχι εκβιάζοντας τα συναισθήματα. Με ειλικρίνεια.

Πληροφορίες για τις προγραμματισμένες προβολές εδώ

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ