Η ταινία του Γενάρη: Τα Παιδιά του Χειμώνα (The Ηoldovers) - Αλεξάντερ Πέιν

Παιδιά τρόπος του λέγειν, δηλαδή. Για άλλη μια φορά το ελληνικό δαιμόνιο έδωσε έναν ευφάνταστο τίτλο σε μια ταινία που o αγγλικός της τίτλος ήθελε να τα πει όλα: Οι Εκκρεμείς, οι Μετέωροι. Οι Παρατημένοι.

Η ταινία του Γενάρη: Τα Παιδιά του Χειμώνα (The Ηoldovers) - Αλεξάντερ Πέιν
ΠΡΟΒΟΛΗ

Ας μην αδικούμε όμως τον μεταφραστή: μας έδωσε τον χρόνο. Χειμώνας. Χιόνι. Χριστούγεννα; Ναι, Χριστούγεννα. Και τότε γιατί να μη βγει η ταινία τον Δεκέμβρη, ως εποχικό είδος; Γιατί τότε το κοινό θα τη συνδυάσει με τη μεγάλη γιορτή της αγάπης και της κατανάλωσης και δεν θα περάσει καλά, και αυτό δεν το θέλουμε χρονιάρες μέρες. Γιατί τα Χριστούγεννα στην ταινία δεν είναι καθόλου τα Χριστούγεννα που ξέρουμε και που θέλουμε. Έχει όμως πολύ χιόνι. Να τη βγάλουμε τέλος Γενάρη που θα ’χουν σφίξει και τα κρύα.

Με πολύ χιόνι ξεκινάει λοιπόν η τελευταία ταινία του και λίγο δικού μας Αλεξάντερ Πέιν. Λευκά αγόρια περπατούν στην αλέα για να μπουν στο κολέγιο και ένας μαύρος φτυαρίζει το χιόνι για να καθαρίσει το δρόμο. Είναι παραμονές Χριστουγέννων του 1970. Όλοι ετοιμάζονται να φύγουν για διακοπές. Γύρω από το τζάκι στο εξοχικό, σε κάποιο χιονοδρομικό κέντρο ή σε νησί της Καραϊβικής. Όλοι; Όχι.

Ο Αλέξαντερ Πέιν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ο σκηνοθέτης των τέλεια ατελών ανθρώπινων χαρακτήρων. Σε κάθε του ταινία «κεντάει» τους πρωταγωνιστές του, σμιλεύει τα χαρακτηριστικά τους και χαράσσει τη σχέση τους. Στις εφτά, μ’ αυτήν εδώ, μεγάλου μήκους ταινίες του έχει δουλέψει τη φιλία, τη γονεϊκότητα, τις διασχολικές σχέσεις, τη μητρότητα, φτάνοντας με το Νεμπράσκα σε επίπεδα τελειότητας όσον αφορά τη συναισθηματική επίγευση των έργων του. Απ’ όποια οπτική και να το ’βλεπες, είτε ως γονιός είτε ως παιδί, είτε ως ενήλικας είτε ως ηλικιωμένος, στο τέλος του ασπρόμαυρου road movie δεν έκλαιγες αλλά τα μάτια ήταν γεμάτα δάκρυα.

Έτσι κι εδώ, που καταπιάνεται με το καλοδουλεμένο και σφιχτό σενάριο του Ντέιβιντ Χέμινγκστον. Ήρωές του είναι τρεις τελείως διαφορετικοί χαρακτήρες που μετ-αιωρούνται στον άδειο και κρύο χώρο ενός ακριβού ιδιωτικού σχολείου κατά τη διάρκεια των χριστουγεννιάτικων διακοπών, όταν όλοι οι άλλοι έχουν φύγει. Τρεις μοναχικοί άνθρωποι, που ο καθένας κουβαλάει τον σταυρό του. Η Μαίρη, η αρχιμαγείρισσα του κολεγίου, έχασε πρόσφατα τον μοναχογιό της στον πόλεμο του Βιετνάμ. Ο Άνγκους, μαθητής του σχολείου, έμεινε πίσω γιατί η νιόπαντρη μητέρα του προτίμησε να κάνει σελήνη του μέλιτος με τον πατριό του. Και ο καθηγητής Ιστορίας Πολ Χάνχαμ έμεινε πίσω να προσέχει τον Άνγκους -κάποιος καθηγητής έπρεπε να μείνει- αλλά δεν είχε και πού αλλού να πάει.

Τρία άτομα χωρίς οικογένεια: Η Μαίρη την έχασε, ο Άνγκους την είχε και αυτά τα Χριστούγεννα καταλαβαίνει πως την έχασε, o καθηγητής Χάνχαμ προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του πως δεν την ήθελε. Και αυτά τα τρία άτομα βρίσκονται στον ίδιο χώρο στη διάρκεια της πιο αγαπησιάρικα οικογενειακής γιορτής του προτεσταντικού σύμπαντος. Χωρίς φτιασίδια και στολίδια, με την ανάγκη που αρνούνται να ομολογήσουν ο ένας στον άλλο. Και για αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα φτιάχνουν κάτι που μοιάζει με την οικογένεια που τόσο έχει κάθε ένας/μια τους ανάγκη.

«Ποτέ δεν έχω κάτσει σε ένα οικογενειακό γιορτινό τραπέζι σαν κι αυτό» εξομολογείται ο Άνγκους ανήμερα Χριστούγεννα ενώ τρώει τη γέμιση από γαλοπούλα της Μαίρης και σκέφτομαι πόσες σκηνές από χριστουγεννιάτικες ταινίες, με το τραπέζι των Χριστουγέννων, καταφέρνουν να αναμείξουν με τόσο όμορφο τρόπο τη θλίψη με τη θαλπωρή της γιορτής. Το πένθος της Μαίρης μετατρέπεται σε αγάπη και νοιάξιμο και οι Πολ και Άνγκους είναι ίσως το καλύτερο κινηματογραφικό ζευγάρι της χρονιάς. Ο τρόπος που ο δύστροπος γεροντοκόρος και ο προβληματικός έφηβος προσεγγίζουν ο ένας τον άλλον είναι όλη η ταινία… και όλα τα λεφτά. Ο εικοσάχρονος Ντόμινικ Σέσα είναι αποκάλυψη στον ρόλο του Άνγκους που παλεύει με την κατάθλιψη, την απουσία του πατέρα και την αδιαφορία της μάνας, όσον για τον Πολ Τζιαμάτι, παλιό συνεργάτη του Πέιν από το Πλαγίως…

Ο Τζιαμάτι είναι ένας από τους χαμηλών τόνων πυλώνες του αμερικανικού ανεξάρτητου κινηματογράφου. Κοιτάζοντας πίσω για να γράψω δυο σειρές, βλέπω τις ταινίες όπου έχει πρωταγωνιστήσει. American Splendor, Πλαγίως, Προσωπική Ζωή και τώρα αυτή εδώ. Λίγες, αλλά μία και μία. Δικές του ταινίες. Σαν φάσεις της προσωπικής του ζωής, σαν να μεγάλωσε μαζί τους. Δείτε τες. Όλες. Όσες δεν έχετε δει. Ο Τζιαμάτι δεν ήταν ποτέ σταρ αλλά είναι σπουδαίος ηθοποιός. Έχει πολύ υψηλού επιπέδου υποκριτικές ποιότητες και γι’ αυτό ο σκηνοθέτης των ψυχών της διπλανής πόρτας, ο Αλεξάντερ Πέιν, του ανέθεσε δυο φορές πρωταγωνιστικό ρόλο στις ταινίες του. Ως καθηγητής Πολ Χάνχαμ δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας. Κέρδισε ήδη Χρυσή Σφαίρα και είναι υποψήφιος για Όσκαρ. Εκεί όμως θα πρέπει να τα βάλει με τα θηρία της βιομηχανίας.

Σε όλες τις ταινίες του Πέιν το σενάριο δουλεύει χέρι χέρι με τη σκηνοθεσία. Ο σκηνοθέτης δεν ψάχνει να βρει βιβλία που θέλει να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη. Εικάζω ότι δουλεύει στενά με τους σεναριογράφους του, ίσως και οι τελευταίοι να υλοποιούν δικές του ιδέες. Και σε κάθε ταινία του έχει ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης, κοινωνικό ή και πολιτικό. Και αυτή τη φορά, σίγουρα σκηνοθέτης και σεναριογράφος είχαν στο μπροστά μέρος του μυαλού τους το κίνημα BLACK LIVES MATTER και τους Αφροαμερικανούς συμπολίτες τους. Κι επειδή μιλώντας για το παρελθόν είναι ο καλύτερος τρόπος για να μιλήσουμε για το παρόν, ο χρόνος είναι το 1970, οι έφηβοι ακούνε Chamber Brothers και Shocking Blue, ο πατέρας ενός συμμαθητή θέλει να τον τιμωρήσει αφήνοντάς τον τα Χριστούγεννα επειδή αρνείται να κόψει τα μαλλιά του -«κοινωνική ανυπακοή»- τα οποία κόβει στο τέλος, ο Πολ κι ο Άνγκους πάνε σινεμά να δουν το «Μεγάλο Ανθρωπάκι» (του συνονόματου Άρθουρ Πέιν) και ο Κέρτις Λαμπ, ο γιος της Μαίρης που πέθανε στο Βιετνάμ, ήταν μαύρος. Γιατί στον πόλεμο πήγαιναν μόνο οι φτωχοί λευκοί και οι μαύροι, όπως συχνά αναφέρει με πίκρα ο καθηγητής Χάνχαμ. Γιατί εκτός από τον πόλεμο που μαινόταν τότε στο Βιετνάμ, μαίνεται πάντα ο υπόγειος πόλεμος ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς. Και οι πλούσιοι, οι φοιτητές του κολεγίου Μπάρτον και οι γονείς τους, είναι αυτοί που έχουν το πάνω χέρι.

Όμως στη διαδρομή ο Χάνχαμ θα ανακαλύψει πως δεν είναι όλα τα πλουσιόπαιδα απλά και μόνο κακομαθημένα παλιόπαιδα. Η ολιγοήμερη σχέση του με τον Άνγκους, με την κατάθλιψη και χίλια προβλήματα που γεννιούνται από την έλλειψη φροντίδας, όσο κι αν αυτή φτιασιδώνεται με πολύ χρήμα, θα βγάλει στην επιφάνεια όλη την τρυφερότητα την οποία επιμελώς προσπαθούσε να κρύψει όλα τα χρόνια του μοναχικού/μοναστικού του βίου. Και ανακαλύπτει πως η πιο μεγάλη στιγμή κάθε ανθρώπου είναι όταν θυσιάζεται γι’ αυτούς που αγαπάει.

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ (The Holdovers) - trailer

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ