«Lebensraum: Ζωτικός χώρος»: Μια πολιτική παράσταση που όμως δεν φτάνει ως το «ξεβόλεμα» του θεατή

Η Ανδριάνα Τσιότσιου παρακολούθησε στο Θέατρο Αθήναιον την παράσταση "Lebensraum: Ζωτικός χώρος" του Θανάση Τριαρίδη (2014), σε σκηνοθεσία Αντώνη Καραγιάννη.

«Lebensraum: Ζωτικός χώρος»: Μια πολιτική παράσταση που όμως δεν φτάνει ως το «ξεβόλεμα» του θεατή
ΠΡΟΒΟΛΗ

Μια βραδιά στο θέατρο δεν αφορά μόνο την παρακολούθηση της παράστασης αυτής καθεαυτής, πρόκειται για μία συνολική διαδικασία, μια τελετουργία, σχεδόν. Η παρακολούθηση, δε, της θεατρικής παράστασης, ξεκινά από την είσοδο του κοινού στο θέατρο. Έτσι, όταν η ατμόσφαιρα και η διαχείριση του χώρου είναι προβληματικές, είναι λογικό επακόλουθο να επηρεάζεται η διάθεση των θεατών.

Κυριακή βράδυ, λοιπόν και υπό άλλες συνθήκες θα διερωτώμουν «τι καλύτερο από ένα βράδυ στο θέατρο» μπαίνοντας, όμως, στο Θέατρο Αθήναιον για να παρακολουθήσω την παράσταση Lebensraum: ζωτικός χώρος, του Θανάση Τριαρίδη (2014) σε σκηνοθεσία Αντώνη Καραγιάννη, ακούω ανθρώπους από την παραγωγή και την ταξιθεσία να προτρέπουν πολλούς θεατές να καθίσουν σε θέσεις που «είναι καλύτερες» από αυτές που αναγράφονται στα εισιτήριά τους. Φτάνοντας στις δικές μου, συνειδητοποίησα πως τις ίδιες θέσεις είχαν άλλοι τέσσερις από τους θεατές… Η απάντηση του ταξιθέτη: «Κάτσε όπου θες!». ‘Όταν έρχονταν οι επόμενοι θα κάθονταν «όπου βρουν!».

Όλα αυτά οδήγησαν στην καθυστερημένη έναρξη της παράστασης, δίνοντάς μου, όμως, αρκετό χρόνο να παρατηρήσω τη σκηνογραφία της. Ο Αντώνης Καραγιάννης είναι ακόμα ένα παράδειγμα σκηνοθέτη που επιλέγει (από ανάγκη, άποψη ή επειδή «κόβει το μάτι του»;) να ασχολείται εξίσου με τη σκηνογραφία και ενδυματολογία αλλά και με τον φωτισμό. Μέσα από τη σκηνογραφία του, τόσο τον αστικό χώρο στην πλοκή όσο και την εικόνα του παγκόσμιου χάρτη που αναφέρεται στο κείμενο (υδρόγειος) επαυξημένη. Ο δραματικός χώρος φαίνεται να είναι ένα Γραφείο και η σκηνογραφία σε αυτό το σημείο μένει περιγραφική, τόσο του χώρου όσο και των γεγονότων που προηγήθηκαν -οι πολυθρόνες είναι αναποδογυρισμένες- γεγονός που μαρτυρά πως κάποιος αποχώρησε μόλις, αφού έχασε την υπομονή του.

Ο σπουδαίος Θανάσης Τριαρίδης, στο πιο πολυπαιγμένο θεατρικό του έργο, μιλάει και πάλι με γνώμονα την πολιτική -και κοινωνική, θα έλεγε κανείς- άποψη ότι η σιωπή και η αδράνεια του κοινού είναι εκείνες που ευθύνονται για τα μεγάλα εγκλήματα που πράττει ανενόχλητη η εξουσία. Το κείμενο, σε μεγάλο βαθμό στηρίζεται στην επαναληψιμότητα και στερείται οικονομίας, χωρίς όμως αυτό να το καθιστά ένα προβληματικό θεατρικό κείμενο.

Οι φωτισμοί του σκηνοθέτη, ιδιαίτερα ενδιαφέροντες, με led θερμού χρώματος που μεταβάλλεται ανάλογα με τη δράση. Στην ενδυματολογία έγινε προσπάθεια να αποτυπωθεί το μορφωτικό επίπεδο και ο χαρακτήρας των προσώπων, με τα λαμπυρίζοντα υφάσματα της «αποδέκτη του πειράματος» και το κόκκινο σακάκι που έρχεται σε αντίθεση με το παρουσιαστικό του «εκτελεστή εντολών» που ομοιάζει στα χαρακτηριστικά του Χίτλερ.

Η άποψη ότι το κοινό, αυτή η μικρογραφία της ανθρωπότητας, βρίσκει πάντα μία δικαιολογία ώστε να μην αντιδράσει και να συνεχίσει να παρακολουθεί όσα εκτυλίσσονται μπροστά του, επαναλαμβάνεται διαρκώς. Ακούγονται πυροβολισμοί, γίνονται προτροπές σε εγκλήματα, πέφτουν σκοτάδια και το κοινό γελά όταν ζητείται από την «αποδέκτη» να «βάλει το μολύβι στον κώλο της», πόσο μάλλον όταν ακούει τον εφησυχασμό ότι «χωράει ολόκληρο, είναι δοκιμασμένο»…

Οι ηθοποιοί Βερόνικα Αργέντζη και Βασίλης Κανελλόπουλος δεν έδειξαν να συνδέονται επί σκηνής, με αποτέλεσμα να υπάρξουν αρκετά σημεία ασυνεννοησίας και στιγμές που η αμηχανία τους διόγκωσε ακόμα και μερικά χαριτωμένα, κατά τα άλλα, σαρδάμ.

Μια παράσταση πολιτική που αποτυπώνει την εφαρμογή της σύγχρονης Δημοκρατίας από τις διάφορες μορφές εξουσίας, κατά την οποία «τα ερωτηματολόγια έχουν μόνο ένα κουτάκι», επιδερμικά προκλητική, από τη σκηνοθεσία της οποίας απουσίαζε η κυριολεξία και ο ρεαλισμός των σκηνών, τόσο που παρά την προσπάθεια να ενταχθεί το κοινό στη δράση -ο συγγραφέας αλλά και ο σκηνοθέτης αναφέρονται στην παρουσία του κοινού, το προκαλούν και ενίοτε το «προσκαλούν» να δράσει- η παράσταση παραμένει ένα θέαμα που οι θεατές παρακολουθούμε από την «ασφάλεια» της θέσης μας, χωρίς να «ξεβολευόμαστε» ή να εμπλεκόμαστε πνευματικά. Το απότομο φινάλε χωρίς να έχει επέλθει κάποια κορύφωση, εντείνει την αμηχανία της παρακολούθησης.

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ