H ταινία του Μάρτη: Εγώ, Καπετάνιος - Ματέο Γκαρόνε

Μια πολύ καλή ταινία, μ’ ένα θέμα που σέρνεται δίπλα μας και φέρνει στην επιφάνεια -συχνά δυστυχώς της θάλασσας- την εδραιωμένη σε πολλούς από μας, στην από δω μεριά της Μεσογείου, αντίληψη πως δεν έχουν όλες οι ζωές την ίδια αξία. Πως μερικοί άνθρωποι δεν είναι και τόσο άνθρωποι.

H ταινία του Μάρτη: Εγώ, Καπετάνιος - Ματέο Γκαρόνε
ΠΡΟΒΟΛΗ

Μια ταινία τεκνικολόρ, με έντονα, μαγευτικά χρώματα, που θέλεις να μπεις μέσα της. Όχι ακριβώς καρτ ποστάλ, αλλά δημιουργεί εικόνες.

Την εικόνα της Μαύρης Αφρικής. Φτωχής, αλλά γεμάτη μουσικές, μυρωδιές και ανάσες. Τους αγαπάς όλους εκεί μέσα.

Την εικόνα της Σαχάρας. Τρομακτικής, φονικής, αλλά ταυτόχρονα και τρομαχτικά όμορφης.

Εικόνες από πόλεις όπου ένα πολύβουο πλήθος συναλλάσσεται σε αγορές. Κτίσματα φτιαγμένα από άμμο, ή σαν από άμμο. Λιμάνια.

Θάλασσα. Η όμορφή μας Μεσόγειος, καταγάλανη και λαμπερή κι αυτή. Και τα βράδια, μια σκοτεινή χοάνη.

Ακόμα και στις στιγμές της φρίκης, της φυλάκισης, των βασανιστηρίων, τα χρώματα είναι λαμπερά και βγαίνουν έξω από την οθόνη και μας κυνηγάνε.

Όλη αυτή η πολυχρωμία είναι το σκηνικό της τραγικής ιστορίας χιλιάδων ανθρώπων. Που η φτώχεια και η υποταγή των κυβερνήσεων στις διαταγές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου οδήγησαν στον δρόμο της αναγκαστικής μετανάστευσης και σε ταξίδια που θα γαργαλούσαν το μυαλό κάθε ταξιδιάρας ψυχής. Μόνο που τα ταξίδια αυτά είναι από την ανάποδη. Από κάτω προς τα πάνω. Απ’ τον Nότο στον Βορρά. Γι’ αυτό και είναι οδυνηρά.

Ο Σεϊντού κι ο ξαδερφός του ο Μούσα θέλουν να φύγουν από το χωριό τους στη Σενεγάλη για να κάνουν καριέρα στη μουσική στην Ευρώπη. Δεν τους σπρώχνει ακριβώς η πείνα αλλά η φιλοδοξία. Η Ευρώπη μοιάζει παράδεισος. Είναι πιτσιρικάδες και έχουν άγνοια κινδύνου. Δεν καταλαβαίνουν τι συνεπάγεται αυτό το ταξίδι. Το κίνητρο μοιάζει ισχυρότερο. Και ξεκινάνε, στα κρυφά, χωρίς να το ξέρει κανένας… ούτε οι μανάδες, που τους ξορκίζουν να μην το κάνουν.

Ο Γκαρόνε είναι ένας μεγάλος αλλά άνισος σκηνοθέτης. Έχει κάνει φοβερές ταινίες (το Dogman είναι μια από τις αγαπημένες μου ever) κι άλλες όχι και τόσο φοβερές. Είναι όμως στρατευμένος. Με την καλή έννοια. Με τη μεριά του καλού. Και προσεγγίζει το θέμα και τους ήρωές του συναισθηματικά, όχι εγκεφαλικά.

Γι’ αυτό και σ’ αυτή του την ταινία πρωταγωνιστές είναι δυο ανήλικοι. Δυο αγνά πλάσματα που μπλέκονται σ’ ένα εφιαλτικό ταξίδι και έρχονται αντιμέτωποι με μια αδιανόητη γι’ αυτούς σκληρότητα. Στόχος είναι η συναισθηματική μας ταύτιση με τους πρωταγωνιστές. Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς.  Ζούμε στιγμή τη στιγμή αυτή την ιστορία ενηλικίωσης που έχει γραφτεί από τη μοίρα του Παγκόσμιου Νότου, από τις στρατιές των ανθρώπων που διασχίζουν όπως μπορούν, όσο τους αφήνουν, αμμόλοφους και τρικυμισμένες θάλασσες για να φτάσουν σ’ αυτό που νομίζουν ως σωτηρία. Αυτοί οι άνθρωποι, οι κάτοικοι της Μαύρης Αφρικής, βρίσκονται στον πάτο του παγκόσμιου βαρελιού. Παρακάτω δεν έχει. Στην πορεία τους προς την ήπειρο που καμώνεται πως είναι η μητέρα της δημοκρατίας και των ανθρώπινων δικαιωμάτων θα πέσουν πάνω στο τείχος της ερήμου και των κατοίκων της, που τους θεωρούν κάτι λίγο περισσότερο από σκουπίδια. Έτσι είναι πάντα. Ο ρατσισμός πάει από πάνω προς τα κάτω, από τον Βορρά στον Νότο, από τον πλούσιο στον φτωχό.

Ποια ιστορία είναι αυτή που μας λέει ο Γκαρόνε; Πού αρχίζει και που τελειώνει; Αρχίζει σ’ ένα χωριό στη Σενεγάλη, κάτω απ’ τη Μεγάλη Έρημο. Και τελειώνει πάνω σ’ ένα σαπιοκάικο που προσεγγίζει τις ακτές της Ιταλίας, επιτέλους. Με τον Σεϊντού στο τιμόνι, το δεκαεξάχρονο αγόρι που πάλεψε μέρες με τη θάλασσα, την απελπισία των συνταξιδιωτών του και την αδιαφορία των υπευθυνοανεύθυνων να φωνάζει: «Εγώ καπετάνιος», τα κατάφερα. Έφτασα. Τους έφτασα. Όλους. Σώους.

Εμείς που είμαστε απ’ την αποδώ μεριά της Μεσογείου, την πάνω, την ευρωπαϊκή, την πολιτισμένη, ξέρουμε πολύ καλά τι -δεν- κατάφερε ο Σεϊντού. Γιατί ξέρουμε τη συνέχεια. Θα τους τσουβαλιάσουν όλους τους επιβάτες του σαπιοκάικου σε κάποιο κέντρο κράτησης και θα περάσουν μήνες και μήνες ζώντας σε συνθήκες όχι καλύτερες, μάλλον χειρότερες από αυτές που άφησαν, περιμένοντας την πολυπόθητη άδεια παραμονής που θα τους ανοίξει την πύλη για τη γη τους της επαγγελίας. Ο δε Σεϊντoύ, όντας στο τιμόνι, μπορεί και να κατηγορηθεί για διακινητής. Και για όσους τα καταφέρουν και βγουν στον έξω κόσμο, τα πράγματα δεν θα είναι εύκολα σε μια ξενοφοβική Ευρώπη με ρατσιστικές κυβερνήσεις.

Η ταινία στοχεύει ξεκάθαρα στα ευρωπαϊκά ακροατήρια, όλους εμάς που βλέπουμε τους Σεϊντού στους, δρόμους, στις πλατείες, στα υπόγεια των πολυκατοικιών μας, να κινδυνεύουν καθημερινά είτε από τα όργανα της τάξης είτε από έξαλλους πατριώτες που αποφασίζουν να πάρουν στα χέρια τους τον νόμο και την τάξη. Μας βάζει να πονέσουμε μαζί με του πρωταγωνιστές της ταινίας, μπας και μπορέσουμε να καταλάβουμε τι έχει τραβήξει κάθε Σεϊντού, μεγάλος ή μικρός, γυναίκα ή άντρας, για να φτάσει μέχρις εδώ.

Ο Γκαρόνε κάνει σινεμά που στοχεύει στο συναίσθημα. Ξεκάθαρα. Δεν κάνει όμως μελόδραμα, δεν εκβιάζει τη συγκίνηση και το δάκρυ. Σε καμιά στιγμή δεν φτάνει σε εκείνο το σημείο που τα βλέφαρα υγραίνονται με την κατάλληλη σεναριακή κορύφωση, συνοδεία μουσικής, όπως έχει διδάξει το Χόλιγουντ. Στέκει δίπλα στον πρωταγωνιστή του -ο Σεϊντού Σαρ ήδη βραβεύτηκε στη Βενετία ως πρωτοεμφανιζόμενος ηθοποιός- και τον ακολουθεί βήμα βήμα χωρίς να επεμβαίνει συναισθηματικά με τον φακό. Αφήνει τον μικρό Σενεγαλέζο να πει την ιστορία του. Αφτιασίδωτη. Και κερδίζει στα σημεία.

Μια πολύ καλή ταινία, μ’ ένα θέμα που σέρνεται δίπλα μας -εμάς εδώ, ειδικά, πολύ δίπλα μας- και φέρνει στην επιφάνεια -συχνά δυστυχώς της θάλασσας- την εδραιωμένη σε πολλούς από μας, στην από δω μεριά της Μεσογείου, αντίληψη πως δεν έχουν όλες οι ζωές την ίδια αξία. Πως μερικοί άνθρωποι δεν είναι και τόσο άνθρωποι.

Μοίρας παράδοξης, η φεστιβαλική πορεία της ταινίας σκόνταψε πάνω σε δυο τελείως διαφορετικού τύπου κινηματογραφικά δημιουργήματα, δύο conceptual movies, ταινίες εννοιών κι όχι συναισθήματος.

Στη Βενετία, όπου έκανε πρεμιέρα, σάρωσε -Καλύτερου Σκηνοθέτη, Διευθυντή Παραγωγής, Πρωτοεμφανιζόμενου Ηθοποιού, Μουσικής Επένδυσης, βραβεία UNESCO, FEDIC, Passinetti, Green Drop, ImpACT, Lanterna Magica, Leoncino d Oro, SIGNIS, αλλά το χρυσό το λιονταράκι το πήρε το Poor Things, η πολύ ιδιαίτερη, μετα- μετα-μοντέρνα ματιά του Λάνθιμου στη γυναικεία φύση.

Και μετά επιλέχθηκε στις πέντε ταινίες που θα διεκδικήσουν το Όσκαρ Ξένης Παραγωγής. Κι εκεί έπεσε πάνω στη Ζώνη Ενδιαφέροντος. Μια σπουδή για το ίδιο ακριβώς θέμα: αν θεωρώ τον άλλο υπάνθρωπο, αδιαφορώ πλήρως για το αν ζει ή αν πεθαίνει. Ή και αν τον σκοτώνω εγώ.

Και το Όσκαρ πήγε, ως αναμενόμενο, στη Ζώνη Ενδιαφέροντος. Και ο Γκλέιζερ έβγαλε έναν από τους πιο συγκλονιστικούς λόγους σε τελετή απονομής. Πανάξια το κέρδισε, ας περιμένει ο Ματέο την επόμενη!

ΕΓΩ, ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ - IO CAPITANO (TRAILER)

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ