Κωνσταντίνος Αβράμης στο 20/20: «Διδασκόμαστε το όμορφο σαν την Αφροδίτη του Μποτιτσέλι και όταν κοιτάμε έξω βλέπουμε την Γκουέρνικα του Πικάσο»

Ένα μεσημέρι στα Εξάρχεια, η Κατερίνα Μπουγδάνη συναντήθηκε και συνομίλησε με τον Κωνσταντίνο Αβράμη με αφορμή την παράσταση /oRt I. που γράφει και σκηνοθετεί ο ίδιος, ως ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Θεάτρου Πρόταση.

Κωνσταντίνος Αβράμης στο 20/20: «Διδασκόμαστε το όμορφο σαν την Αφροδίτη του Μποτιτσέλι και όταν κοιτάμε έξω βλέπουμε την Γκουέρνικα του Πικάσο»
ΠΡΟΒΟΛΗ

Ένα μικρό βιογραφικό

Ο Κωνσταντίνος Αβράμης γεννήθηκε το 1998 και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Φιλοσοφία (ΕΚΠΑ) και είναι τελειόφοιτος του μεταπτυχιακού προγράμματος Comparative Dramaturgy and Performance Research (Φρανκφούρτη/Ελσίνκι). Έχει ασχοληθεί με τη θεατρική γραφή (ίδρυμα Μ. Κακογιάννης, θέατρο Πορεία), την υποκριτική (θέατρο Άττις), και τη σκηνοθεσία (Μικρή Ακαδημία). Ως δραματουργός έχει δουλέψει σε θέατρα στην Ελλάδα και τη Φινλανδία και σε ταινίες μικρού μήκους, είναι ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Θεάτρου Πρόταση. Το κείμενο της πρώτης του ολοκληρωμένης δουλειάς «αγωνία ιερή. στον αργαλειό της Εύας Palmer Σικελιανού» κυκλοφορεί από την Κάπα Εκδοτική.

Με τον Κωνσταντίνο Αβράμη συναντηθήκαμε ένα μεσημέρι στα Εξάρχεια με αφορμή την παράσταση /oRt I. που γράφει και σκηνοθετεί ο ίδιος, ως ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Θεάτρου Πρόταση.

Αν και η ατμόσφαιρα ήταν ιδιαιτέρως θολή εξαιτίας της σκόνης, ωστόσο υπήρξε εξαρχής ξεκάθαρο ότι η κουβέντα μας θα βασιζόταν σε μια κοινή αμοιβαιότητα, αυτή των ανθρώπων που επενδύουν κομμάτια ολόκληρα από την ενέργεια και τον χρόνο τους σε αυτό που αγαπούν, χωρίς να περιμένουν ανταμοιβή. Και αυτό μας έδωσε την ευκαιρία να παραμερίσουμε τον επαγγελματικό σκοπό και να επικεντρωθούμε σε κάτι που βρίσκεται στον πυρήνα του θεάτρου και της δημιουργίας συνολικότερα: την ίδια τη ζωή.

Την παρακάτω κουβέντα τη βίωσα, αν θα μπορούσε να μου επιτραπεί μια δόση υπερβολής και αυταρέσκειας, ως σκηνή από την ταινία «Δείπνο με τον Αντρέ». Με τις συμφωνίες και τις ασυμφωνίες μας, κατορθώσαμε, θέλω να πιστεύω, να αποτυπώσουμε εκείνο που πρωτίστως μας ενδιαφέρει: τι έχει να πει ένας νέος δημιουργός, ένας εκπρόσωπος της γενιάς αυτής που όλοι θέλουμε να ξέρουμε τι απόψεις πρεσβεύει, αλλά κανείς στην πραγματικότητα δεν ακούει.

© Ελένη Νιωτάκη

Ο Κωνσταντίνος Αβράμης στο 20/20

Συνέντευξη στην Κατερίνα Μπουγδάνη

Πες μας μερικά πράγματα για σένα, για τη ζωή, τις σπουδές, τις μελέτες σου.

Γεννήθηκα στη Νέα Ιωνία, μεγάλωσα στη Νέα Σμύρνη. Η προγιαγιά μου γεννήθηκε ερχόμενη στη βάρκα. Για μένα είναι σημαντικό το αίσθημα της έλλειψης σπιτιού, της ανεστιότητας.

Νιώθεις σαν να μην έχεις ρίζες; (ρωτάω μοιραζόμενη ένα κοινό αίσθημα που συνήθως χαρακτηρίζει του απογόνους προσφύγων)

Ούτε μία. Πώς είναι τα πλατάνια, το εντελώς αντίθετο. Και είναι πάντα ένας διπλός δεσμός· από τη μία δεν αισθάνομαι πουθενά ότι είναι σπίτι, αλλά το ψάχνω. Και όταν το βρω, επειδή έχω μάθει να μη το έχω, το σπρώχνω μακριά. Κάπως έχει επιδράσει αυτό και στη δουλειά και με τα πράγματα που αγαπάω. Σπούδασα φιλοσοφία, θα μπορούσα να κάνω ένα μεταπτυχιακό πάνω στο αντικείμενο, ήθελα όμως να αλλάξω, να κάνω δραματουργία, θέατρο, κάτι άλλο. Είχα την ευκαιρία να κάνω ένα μεταπτυχιακό στο εξωτερικό, το θέλησα. Όχι απαραίτητα γιατί ήθελα να φύγω, δεν το έλεγα ποτέ αυτό, ούτε θεωρώ ότι η δημιουργία στην Ελλάδα είναι κατώτερη από ό,τι στο εξωτερικό, παρόλο που οι συνθήκες εκεί είναι καλύτερες. Αλλά όταν μου δόθηκε η ευκαιρία πήγα στην Φρανκφούρτη, στο Ελσίνκι, έκανα ένα Erasmus στη Λειψία, μάλλον γιατί αισθάνομαι ότι λιμνάζω. Όταν κάτι μένει στάσιμο και καθόμαστε 5 άνθρωποι και όλοι μαζί λέμε «τι ωραία που το κάνουμε, μπράβο μας», κάτι παθαίνω.

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι σου έχει γίνει έξη η ανάγκη για αλλαγή.

Όλοι το θέλουμε αυτό, μη λέμε μπούρδες. Αλλά υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι στη ζωή τους και στο έργο τους γραπώνονται από κάτι που το ξέρουν ήδη, παίρνουν μία σίγουρη συνταγή και κοιτάνε πώς να τη διανθίσουν λίγο. Αυτό που κάνουμε εμείς είναι να πιανόμαστε από αυτό για το οποίο δεν έχουμε ιδέα και προσπαθούμε να βγάλουμε νόημα. Οι παραστατικές τέχνες το κάνουν αυτό εδώ και έναν αιώνα, αντί για πρόσωπα φτιάχνουν κύβους, κάνουν κολάζ, κάνουν άλλα πράγματα. Εμείς κάνουμε Αισχύλο εδώ και 2.500 χρόνια με συνέπεια, Αισχύλος και πάλι Αισχύλος.

Μέσα από μία καινούργια προσέγγιση ενός παλιού έργου δεν μπορεί να προκύψει κάτι καινούργιο, κάτι διαφορετικό;

Κανέναν δεν τον εμποδίζει το γεγονός ότι κάποιος, κάποτε βρήκε τον δικό του άνθρωπο, να μην ξαναερωτευτεί. Κάθε φορά είναι μία νέα φορά και είναι πάντα κάτι μαγικό. Το πρόβλημα είναι ότι κάποιες φορές, επειδή κάποιος παλιά -ο Αισχύλος, ο Τσέχωφ- ερωτεύτηκε τέλεια, δεν κοιτάμε τι θέλει τώρα το ταίρι μας, αλλά λέμε τα λόγια που κάποιος άλλος είχε πει και περιμένουμε ο άνθρωπός μας να συγκινηθεί. Παραβλέπουμε μερικές φορές ότι οι εποχές αλλάζουν. Κάποτε εδώ ήταν κουρείο και τώρα είναι καφέ. Για να ζήσω εδώ δεν μπορώ να έρχομαι και περιμένω να κουρευτώ. 

Η γενιά που βγήκε από τις δραματικές σχολές μετά το metoo, οι ηθοποιοί με τους οποίους μιλάω, είναι αυτοί οι οποίοι ως επί το πλείστον θα περάσουν όλη τους τη ζωή να ξεμάθουν αυτά που έμαθαν από τους δασκάλους τους

Μιας και το έφερε η κουβέντα, σαν παιδί που ζει στο κέντρο, οι αλλαγές που έχει επιφέρει το φαινόμενο του gentrification δε σε ενοχλούν;

Σίγουρα με ενοχλούν. Ήμουν 10 χρόνων το 2008, ήμουν 14 όταν σκότωσαν τον Φύσσα, η γενιά μου δεν έχει ζήσει μία Αθήνα την οποία μετά την είδε να αλλάζει. Είμαστε μία γενιά που έχει γεννηθεί στο πλαίσιο μιας πόλης που δεν είναι προορισμένη για εμάς. Μπαίνεις π.χ. σε ένα καινούργιο καφέ, εύχεσαι καλορίζικα, τους ρωτάς πώς και επέλεξαν την περιοχή και η απάντηση είναι «για τους τουρίστες» και αναρωτιέσαι «α εγώ να μην παραγγείλω, να φύγω;». Αυτό μας οδηγεί μερικές φορές να κάνουμε με μεγαλύτερη τραχύτητα τη δουλειά μας, να εκφράζουμε δημόσια μία άποψη λίγο πιο εριστική. Νομίζω ότι τα έργα που φτιάχνουμε λένε κάτι πιο πολύ στα μούτρα σου, το κραυγάζουν. Αισθανόμαστε ότι αυτό που συμβαίνει γύρω δεν είναι φτιαγμένο για εμάς.

Πάντως, αυτή η αμφισβήτηση ήταν πάντα χαρακτηριστικό της νεότητας.

Ναι, αλλά πριν 30 χρόνια όλοι όσοι ξεκινούσαν στο θέατρο έλεγαν «έμαθα από τους δασκάλους μου», από τον Κουν ή όποιον άλλον. Η γενιά που βγήκε από τις δραματικές σχολές μετά το metoo, οι ηθοποιοί με τους οποίους μιλάω είναι αυτοί οι οποίοι ως επί το πλείστον θα περάσουν όλη τους τη ζωή να ξεμάθουν αυτά που έμαθαν από τους δασκάλους τους.

Πώς είναι η γενικότερη εικόνα στα θεατρικά πράγματα τώρα, στην εποχή μετά το metoo και τις μεγάλες κινητοποιήσεις των σπουδαστών;

Νομίζω ότι πλέον δεν υπάρχει «το θέατρο», υπάρχουν θέατρα: υπάρχει το θέατρο-μαγαζί που είναι εντελώς εμπορικό, το θέατρο των ιδρυμάτων και των εισαγωγών από το εξωτερικό, που ανεβάζουν αναμφίβολα πολύ ωραίες παραστάσεις αλλά με πολύ υψηλό κόστος εισιτηρίου και μεγάλη δυσκολία να βρεις εισιτήρια, ένα θέατρο της επιβίωσης από ανθρώπους που δεν έχουν άλλο εισόδημα και κάνουν κάτι για να έχουν κάποια έσοδα που είναι ουσιαστικά τα έξοδα που καλύπτονται και μέσα σε όλα αυτά υπάρχουν δουλειές που αναρωτιέσαι πώς ξέφυγαν και από το μαγαζί και από το ίδρυμα και έχουν μέσα τους και την επιβίωση και κάτι ακόμα. Συνήθως βλέπουμε θέατρα που γίνονται για όλους τους υπόλοιπους λόγους πέρα από το θέατρο αυτό καθεαυτό.

Η δραματουργία είναι η προσπάθειά σου να πεις κάτι καινούργιο;

Μάλλον να ενοποιήσω. Έχω την αίσθηση ότι αυτή είναι η συνέχεια. Συνήθως διδασκόμαστε τα κλασικά έργα με τη νοοτροπία ότι το όμορφο είναι η Αφροδίτη του Μποτιτσέλι. Συμφωνώ, αλλά μετά κοιτάζω έξω και βλέπω την Γκουέρνικα του Πικάσο. Οπότε η δουλειά μου πρέπει να είναι συρραφή πραγμάτων ώστε να προσπαθήσω να δω τι είναι όμορφο, όχι σε έναν κόσμο λευκής ομορφιάς όπως του Μποτιτσέλι, αλλά μέσα σε έναν κόσμο με λευκά, μαύρα, αρσενικά, θηλυκά, ουδέτερα σώματα... Τι μπορούμε να κάνουμε εδώ για την ομορφιά. Αυτό θα προκύψει αναγκαστικά με τη συρραφή και την επανένωση.

© Πέτρος Νικόλτσος

Στο oRt επιλέγεις να συνδιαλλαγείς με δύο έργα, τον Κασπάρ του Πέτερ Χάντκε και τον Οράτιο του Χάινερ Μύλλερ. Τι σε οδήγησε σε αυτά;

Ο Κασπάρ είναι ένας μύθος που τον έχουν χειριστεί πολλοί, για ένα παιδί που το βρίσκουν στη φύση και γνωρίζει μόνο μία φράση και η κοινωνία το μαθαίνει να συμπεριφέρεται με ένα συγκεκριμένο τρόπο μέσω της γλώσσας. Το έργο που έχει μείνει στην ιστορία είναι το θεατρικό του Χάντκε με πρωταγωνιστή ένα παιδί, με τους υποβολείς να του λένε συνέχεια πώς να μιλάει και πώς να φέρεται. Η διαμόρφωση ενός υποκειμένου μέσω της γλώσσας. Οι άνθρωποι προκειμένου να συνεννοηθούμε χάνουμε όλη την ποιητική λειτουργία. Πρέπει να λέμε το νερό νερό και το φλιτζάνι φλιτζάνι και αυτό λειτουργεί ευνουχιστικά.

Ο Οράτιος είναι επίσης ένα παλιό παραμύθι από τη Ρώμη με παραλλαγές μέσα στους αιώνες, το έχει χρησιμοποιήσει και ο Μπρεχτ. Ο Χάινερ Μύλλερ αποσπά τον Οράτιο από την αρχική ιστορία των δύο αντιμαχόμενων οικογενειών, περνώντας τα γεγονότα εν τη ρύμη του λόγου, θέτοντας το ερώτημα τι είναι ο Οράτιος, ο ήρωας της πόλης που σκότωσε τον εχθρό ή αυτός που σκότωσε την αδερφή του επειδή συνδεόταν με τον Κουράτιο, τον αρχηγό της αντίπαλης οικογένειας; Τι να κάνουμε, να τον τιμήσουμε ή να τον σκοτώσουμε; Ενώ προηγούμενες εκδοχές και ο Μπρεχτ άφηναν τον θεατή να κρίνει, ο Μύλλερ φέρνει επί σκηνής αυτόν τον όχλο που είναι αναποφάσιστος ως προς το δίλημμα λόγω της έλλειψης καθαρής ιδεολογίας. Αλλά πώς διαμορφώνεται ένας τέτοιος οχλος, αν έχει στερηθεί κάθε δυνατότητα ποιητικής εκπαίδευσης και ιδεολογίας; Εκεί που καταλήγει ο Κασπάρ, εκεί ξεκινάει ο Οράτιος, στην εκπαίδευση του ατόμου που μετά θα γίνει άβουλο.

Ο άνθρωπος είναι περισσότερο δημιούργημα αυθύπαρκτο και μοναδικό ή προϊόν της κοινωνικής συνθήκης;

Δεν είναι απόλυτο, αλλά στο βαθμό που μας αφορά είναι προϊόν της κοινωνικής συνθήκης. Το άλλο και να υπάρχει, δεν με ενδιαφέρει, δεν μπορώ να κάνω κάτι με αυτό.

Ουσιαστικά απορρίπτεις αυτό που ονομάζουμε «ψυχή».

Πού ‘ν’ το; Σίγουρα μπορούμε να συζητήσουμε για αυτό. Μια παράσταση, αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, είναι ένα άθροισμα κινήσεων, ήχων, φώτων. Προκύπτει κάτι πιο μαγικό, αλλά αυτό είναι. Η ψυχή αντίστοιχα είναι ένα άθροισμα συναισθημάτων, σκέψεων, μνήμης. Όλα αυτά διαμορφώνουν κάτι μεγαλύτερο από τα επιμέρους, αλλά και ο ψυχολόγος για να τη γιατρέψει δεν την κοιτάζει ως όλον, την κόβει σε κομμάτια. 

Διαπιστώνω σε σένα μια φοβερή συνύπαρξη ποίησης και μηχανικής, ποιητικού και πρακτικού πνεύματος.

Λένε πως αν ξέρεις πώς λειτουργεί το κόλπο του ταχυδακτυλουργού, δεν μπορείς πια να μαγευτείς. Αυτη η αντίληψη ταιριάζει με αυτό που λέμε ότι αν δεν υπήρχε θεός, θα σκοτώναμε ο ένας τον άλλον στους δρόμους, αλλά δεν είναι έτσι. Ούτε αν μάθω ότι θα πεθάνω, θα πάω να αυτοκτονήσω την επόμενη μέρα. Ξέρω πώς βγαίνει ο λαγός από το καπέλο, αλλά μπορώ να ξαναγίνω και το παιδί που το κοιτάει και λέει «αχ, πού πήγε; Τέλειο!».

Ιδεολογία δεν είναι μόνο το μεγάλο ζήτημα της Παλαιστίνης. Αφορά όλη μας την καθημερινότητα, η ιδεολογία βρίσκεται στα πάντα

Η ιδεολογία είναι κάτι που αφορά τους ανθρώπους σήμερα και ειδικά τους ανθρώπους της νέας γενιάς;

Δεν είναι το αντικείμενο της συζήτησης η ιδεολογία, όπως και όταν συζητάμε για το πόσο ωραία είναι μία εικόνα, δε συζητάμε για το μάτι μας. Αλλά από το μάτι βλέπουμε, αν μας αρέσει κάτι, σε αυτό επαφίεται. Όποιος θεατής πει ότι δεν τον αφορά το μάτι αλλά η ταινία, απλά είναι σε άγνοια. Όλες οι δράσεις της ζωής μας κρίνονται καθημερινά. Και τίποτα δε θα έπρεπε να είναι δεδομένο, τα πάντα πρέπει να τεθούν υπό αμφισβήτηση. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να παρατηρήσουμε ποιες είναι οι απόψεις μας.

Ιδεολογία δεν είναι μόνο το μεγάλο ζήτημα της Παλαιστίνης. Αφορά όλη μας την καθημερινότητα, η ιδεολογία βρίσκεται στα πάντα. Το ζήτημα είναι αν είναι συνειδητή ή αν δρούμε εκ μέρους της ασυνείδητα. Επίσης, ιδεολογία δε σημαίνει αναμασώ λόγια άλλων και τα πιστεύω 100%. Σημαίνει ότι αυτό για το οποίο μιλώ είναι εκεί και το βλέπω, μιλάω συνειδητά για αυτό. Υπάρχει μία ρευστότητα ιδεολογίας η οποία είναι κρυφή. Όπως ένα λευκό σπίτι, δεν είναι άβαφο αλλά συνειδητά βαμμένο λευκό. Δεν μπορεί να υπάρξει απουσία ιδεολογίας.

Οι ηρωίδες του έργου σου βέβαια έχουν επίσης μια πολύ ρευστή στάση απέναντι στην ιδεολογία. Ως δημιουργός, στέκεσαι κριτικά απέναντί τους;

Η μία μου απάντηση αντικρούει την άλλη. Αν μπορούσα να με συγκρατήσω θα έλεγα ότι σε αυτό έργο κάνω δραματουργία, κάνω σκηνοθεσία, έχω κάνει τα πάντα. Ε, δε θα κάνω και το κοινό, ρε συ. Θα ήθελα κάποιες φορές να μην αντιμετωπίζουμε τους θεατές ως ηλίθιους. Υπάρχει η επιλογή α και η επιλογή β, οι ηρωίδες έκαναν αυτή, εσύ επίλεξε όποια νομίζεις, καλή συνέχεια, καλό βράδυ. Από την άλλη, είμαστε άνθρωποι, όσο και να προσπαθήσεις να μαζέψεις τις απόψεις σου, φαίνονται. 

Αυτό που θέλω είναι να υπάρχουν στο έργο επιλογές καθαρές, πράγμα που φαίνεται απλοϊκό, αλλά δεν είναι. Ας πούμε, στο πολύ επίκαιρο ζήτημα του πολέμου στη Γάζα, πολύ λίγοι άνθρωποι επιλέγουν καθαρά μια άποψη, είτε από τη μία είτε από την άλλη μεριά. Είναι πάρα πολύ αυτοί οι οποίοι θολώνουν τα νερά μεταξύ των δύο με το ναι μεν, αλλά. Νομίζω ότι, όταν οι επιλογές είναι ξεκάθαρες, δεν μπορεί να σταθεί το άλλοθι ότι δε χρειάζεται να αποφασίσω επειδή όλα είναι θολά.

Ίσως βέβαια σε μια τόσο πολύπλοκη πραγματικότητα και με τον όγκο της πληροφορίας που έχουμε να διαχειριστούμε δεν είναι τόσο εύκολο να έχεις ξεκάθαρη εικόνα σε ένα πολυπαραγοντικό ζήτημα.

Σίγουρα δεν είναι καθόλου εύκολο, αλλά αυτό που αντιλαμβάνομαι εγώ σαν προτεραιότητα είναι να μη θολώνουμε την πραγματικότητα για να ταιριάζει με την άποψή μας. Αν θέλω να σταθώ εδώ, να πω ξεκάθαρα επιλέγω αυτό. Είναι όλη η διαφορά του κόσμου να πεις «εγώ ψωνίζω ρούχα από το μαγαζί και ας ξέρω ότι τα φτιάχνουν παιδιά» από το να πεις «έλα μωρέ τώρα, πού ξέρω ότι είναι αλήθεια» κ.λπ. Κάπως έτσι απαλλασόμαστε από τις τύψεις με μία τεχνητή άγνοια.

© Πέτρος Νικόλτσος

Πες μου λίγα λόγια για την ομάδα σας, την Εταιρεία Θεάτρου Πρόταση.

Επί σκηνής βρίσκεται η Ελένη Νιωτάκη, με την οποία είχαμε συνεργαστεί και στην προηγούμενη παράσταση, έναν μονόλογο για την Εύα Palmer Σικελιανού, παρέα με την Δομινίκη Κηλάδη και την Αιλιάνα Μαρκάκη. Και με τα κορίτσια και με τη μουσικό μας, την Ειρήνη Αλισά, αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε ως Εταιρεία Θεάτρου Πρόταση είναι να σταθούμε εναντία σε κάποια πράγματα που είναι κοινός τόπος στο ελληνικό θέατρο. Σκοπός μας να δουλεύουμε πάνω στο τελετουργικό σώμα ή την πολιτική δραματουργία ως μία ομάδα συντελεστών που μοιράζεται μία κοινή φιλοσοφία και όχι με τη λογική της γρήγορης ακρόασης, ενός δημοφιλούς ηθοποιού κ.λπ. Αυτά με τα οποία καταπιανόμαστε δε βγαίνουν αν ο άλλος δεν έρθει τις πρόβες επειδή είναι ντίβα.

Η παράστασή μας, δεν είναι τελείως θέατρο του δημιουργού. Είναι κάτι που συνδημιουργούμε όλοι μαζί, κάνουν προτάσεις οι ηθοποιοί, η μουσικός, και αυτό μπορεί να συμβεί μόνο αν υπάρχει ένας κοινός πυρήνας. Αν πιστεύουμε όλοι σε κάτι που δεν μας πληρώνει, τουλάχιστον ας το κάνουμε καλά και με συγκέντρωση. Η σκηνή είναι πάντα μεγεθυντικός φακός, βλέπεις αυτόν που ντρέπεται, αυτόν που είναι εκεί για να υπερπροβληθεί, αυτόν που παραείναι έξυπνος αλλά δεν αισθάνεται, αυτόν που παρασύρεται από ένα συναίσθημα αλλά δεν έχει ιδέα πού τοποθετείται. Νομίζω ότι ακόμα και ο πιο «απαίδευτος» θεατής, αυτός με τη λιγότερη εξοικείωση, τα βλέπει όλα.

Πώς προέκυψε η σύνδεση των μελών της ομάδας;

Πήρε προτεραιότητα η μεταξύ τους και μεταξύ μας σχέση. Άνθρωποι που έχουν διάθεση να βρεθούν και τα βρίσκουν και έχουν μία κοινή φιλοσοφία, ακόμα κι αν τους χωρίζει κάτι καλλιτεχνικά και δεν έχουν όλοι την ίδια άποψη, μπορούν να τα βρουν. Εάν με έναν ηθοποιό δεν τα βρίσκετε, δε θα προχωρήσει η κατάσταση. Με την Ελένη που έχουμε ξαναδουλέψει μαζί έγινε μία πρώτη κουβέντα, είδαμε ότι η Αιλιάνα και η Δομινίκη ψήνονται σε αυτόν τον τρόπο δουλειάς, τον τόσο βασανιστικό (γέλια). Από κει και πέρα είναι μία διαδικασία πολλών προβών πολύ διερευνητικών που ξέρουμε περίπου τι, ξέρουμε περίπου πώς, έχουμε 17 επιλογές, πάμε να δοκιμάσουμε ποια από αυτές δουλεύει για το σώμα και τη φωνή καθεμιάς, δεν ήταν κάτι προκάτ. Ξεκινήσαμε από μία φιλοσοφία και συνεχίζουμε με την σκέψη ότι θα κάτσουμε μία ώρα παραπάνω για να βρούμε αυτό που λείπει και όχι με το ρολόι στο χέρι. Βρισκόμαστε πάντα για πρόβες μετά τις δουλειές μας γιατί δεν βιοποριζόμαστε από το θέατρο, οπότε το ότι κάποιος έρχεται κουρασμένος στην πρόβα και παρ’ όλα αυτά θέλει να το ψάξει μαζί με τους άλλους, είναι σπουδαίο.

Ποιες είναι οι επιρροές σου;

Τα πάντα. Είναι τόσο πολυσυλλεκτικά τα έργα με τόσο ετερόκλητα κομμάτια μέσα τους. Πυρηνικά το oRt ξεκίνησε από μία αγάπη και εμμονή δική μου πάνω στη φιλοσοφία της γλώσσας από το πανεπιστήμιο, στο κατά πόσο η γλώσσα είναι μηχανισμός βασανιστηρίων και όχι απαραίτητα απελευθέρωσης. Αλλά μέσα σε αυτό υπάρχουν επιρροές από το «σώμα» του Τερζόπουλου, από άλλες παραστάσεις, από τον Άμλετ, από τον τρόπο δουλειάς της Γεωργίας Μαυραγάνη. Σε έναν κόσμο στον οποίο προσπαθείς να βγάλεις νόημα μέσα σε αυτό το χάος, το θέμα δεν είναι από πού εφορμάσαι, αλλά πώς συναρμόζεις τα ετερόκλητα.

Δραματουργός ή σκηνοθέτης;

Δραματουργός. Τέλος. Τα υπόλοιπα είναι αισθητικά. Αυτό που λέω δεν είναι απαραίτητα για όλους έτσι, αλλά για μένα είναι λίγο εγωισμός να κρατήσω ένα οπτικό εφέ που βρήκα αν δε βγάζει νόημα επειδή είναι όμορφο. Πάμε μαζί και εγώ και οι επί σκηνής να υπηρετήσουμε, να αφηγηθούμε αυτή την ιστορία μέχρι να βγάζει νόημα, να έχει μία ροή. Αν μία όμορφη θεωρητική ιδέα που έχω στο μυαλό μου δε δουλεύει, δεν εξυπηρετεί την ιστορία, έφυγε. Η ιστορία σίγουρα έχει να μας πει κάτι πιο ταιριαστό και πιο δυνατό. Ποιος αφουγκράζεται την ιστορία; Περισσότερο ο δραματουργός παρά ο σκηνοθέτης.

Ένας άνθρωπος έρχεται στο θέατρο και δίνει 12 ευρώ, που θα μπορούσαν να είναι τα σουβλάκια του για 4 ημέρες. Πρέπει να κάνουμε το καλύτερο. Και ας δουλεύουμε τσάμπα

Πώς βλέπεις τον εαυτό σου στο μέλλον;

Δεν ξέρω, με πετυχαίνεις σε πολύ λάθος μέρα. Είχα δώσει μιαν υπόσχεση στον εαυτό μου ότι αυτό το εξάμηνο θα κάνω τα πάντα, αυτό που αγαπάω θα το κάνω 100%, 24 ώρες την ημέρα. Παράλληλα με το oRt κάνουμε πρόβες για μία παράσταση με την ΘΟΟΠΑ, τη Θεατρική Ομάδα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, κάνω και εργαστήρι σκηνοθεσίας. 

Εντούτοις το μέλλον είναι τραγικό. Παρουσιάζονται ευκαιρίες και λέω, τι κάνουμε; Γερμανία; Ελλάδα; Ό,τι λένε τώρα όλοι οι άνθρωποι που είναι 25 χρόνων. Και δε θέλω καθόλου να φύγω για χίλιους δυο λόγους, πόσες χρονιές όμως θα δουλέψω σεζόν για να κάνω παραστάσεις τον χειμώνα; Μέχρι πότε; Μέχρι τα 90; Ακούγεται λίγο αποκαρδιωτικό και ξέρω ότι κάπου εκεί έξω, στη Φρανκφούρτη, στο Ελσίνκι, άνθρωποι δουλεύουν στο θέατρο, με ένα στανταρ ωράριο, 5, 8 ώρες, και, άκου τώρα, ζουν από αυτό. Ουτοπικό; Αισθάνομαι πολύ αδικημένος. Άμα δουλεύαμε σε μια οποιαδήποτε εταιρεία και κάναμε πρωινές και απογευματινές πρόβες και βραδινή παράσταση θα μας πλήρωναν 2,5 μισθούς. Τι γίνεται, τι κάνω λάθος; Να ζήσουμε. 

Ίσως εδώ κέρδισε -με κακό τρόπο -η ποίηση. Καμία λογική, καμία μηχανική, είναι ολότελα παράλογο αυτό που κάνουμε. Αν ήμασταν κατά οιονδήποτε τρόπο λίγο καλά στα μυαλά μας θα είχαμε πάψει να το κάνουμε εδώ και 10 χρόνια.

Και τι θα κάναμε;

Οτιδήποτε άλλο βγάζει περισσότερο νόημα. Από τους νόμιμους εργάτες της Ευρώπης οι Έλληνες σκηνοθέτες, δραματουργοί, ηθοποιοί είναι ενδεχομένως οι πιο κακοπληρωμένοι.

Μακάρι παρ’ όλα αυτά σε 15 χρόνια από σήμερα να μην έχω λυγίσει, να μην έχω σπάσει και να έχω επιμείνει στο να ζω στην ίδια ανασφάλεια, να κάνω μία παράσταση που είναι πλήρως ελλειμματική αλλά να κάνω αυτό που γουστάρω. Ας κάνουμε αυτό που καταλαβαίνουμε ότι λείπει. Αν το φτιάξουμε κάπως αλλιώς στο μυαλό μας δεν έχει νόημα να συνεχίσει να γίνεται. Εγώ αυτό θέλω, αυτό μπορώ να κάνω, αυτό με ιντριγκάρει, αυτό που δεν έχω ξαναδεί στην τέχνη μου, όχι για να ζήσω από αυτή, αλλά γιατί θεωρώ ότι σαν θεατής έψαχνα να δω αυτή την παράσταση, δεν την έχω δει κάπου αλλού, ας δω αυτήν. Να κάνω μία παράσταση όσο αιχμηρή τη θέλω και ας τη δω μόνος μου ή ας τη δουν μαζί μου 15 άνθρωποι. Δεν ξέρω ποιος μπορεί να φτιάξει κάτι για τις ευαισθησίες των άλλων, μαντεύοντας τι τους αρέσει.

Ποιά είναι τα συναισθήματά σου βλέποντας το έργο σας να ανεβαίνει επί σκηνής, να παίρνει σάρκα και οστά;

Δεν είμαι καλός με αυτά. Το βλέπω, αισθάνομαι και τους ανθρώπους που λένε «ουάου», αλλά εγώ το κοιτάω και μετράω ατέλειες. Στο προηγούμενο έργο υπήρχαν άτομα που ήρθαν και μας είπαν ότι είχαν να πάνε σε παράσταση 10 χρόνια. Ένα παιδί μας είπε ότι είναι η πρώτη παράσταση που είδε στη ζωή του. Αν ξέρεις ότι για κάποιον θα είναι η πρώτη ή τελευταία του παράσταση, την παραμικρή ατέλεια που εμποδίζει την τέλεια θέαση, για αυτόν το θεατή θα τη φτιάξουμε. Αυτός ο άνθρωπος έρχεται και δίνει 12 ευρώ, που θα μπορούσαν να είναι τα σουβλάκια του για 4 ημέρες. Πρέπει να κάνουμε το καλύτερο. Και ας δουλεύουμε τσάμπα.

Την παράσταση /oRt I. μπορείτε να την παρακολουθήσετε κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.30 στο θέατρο ΠΛΥΦΑ.

Προπώληση εισιτηρίων: www.more.com/theater/ort-i/

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ