«Πως αισθάνεσαι που θα πεθάνεις σε λίγο;» - Η συγκλονιστική ιστορία του Αχμάντ από τη Συρία στο 2020mag.gr

Συνεχίζουμε τη δημοσίευση μαρτυριών προσφύγων που βρίσκονται στην Ελλάδα και εμπιστεύονται το 2020mag.gr ώστε να γίνει γνωστή η ιστορία τους. Να μάθουν όλοι την ανθρωπιστική τραγωδία που εκτυλίσσεται εδώ και χρόνια στη Μέση Ανατολή, υπό την ανοχή και την ευθύνη των χωρών της Δύσης.

«Πως αισθάνεσαι που θα πεθάνεις σε λίγο;» - Η συγκλονιστική ιστορία του Αχμάντ από τη Συρία στο 2020mag.gr
ΠΡΟΒΟΛΗ

Ο Αχμάντ είναι από τη Συρία. Πρωτοστάτησε κατά του καθεστώτος Άσαντ και πλέον ζει στην Αθήνα.

Ο Αχμάντ μίλησε στο 2020mag.gr και όταν τελειώσετε την ανάγνωση της ιστορίας του, ίσως καταλάβετε τι συνέβη στην πολύπαθη αυτή χώρα και «γιατί δεν κάθονται σπίτι τους να πολεμήσουν».

«Ήταν ένα παιδί 13 ετών ο Hamza και συμμετείχε σε μια διαδήλωση, από εκεί ξεκίνησαν όλα. Στην Νταραά», εξιστορεί ο Αχμάντ. «Συνελήφθη και όταν ο πατέρας του τον αναζήτησε του είπαν “Ξέχνα τον το γιο σου. Κάνε άλλον και αν δε μπορείς στείλε μας τη γυναίκα σου να την κανονίσουμε εμείς”. Ο αξιωματικός που τα είπε αυτά ήταν ξάδερφος του Άσαντ (σ.σ. σχεδόν ισόβιος πρόεδρος της Συρίας)».

Όταν τελικά παραδόθηκε το πτώμα του Hamza, είχε σπασμένο σαγόνι και γόνατα, καψίματα από τσιγάρα και ηλεκτροσόκ, είχαν ακρωτηριάσει τα γεννητικά του όργανα και είχε μαστιγωθεί.

«Μαθεύτηκε από στόμα σε στόμα, στην τηλεόραση δεν υπήρχε τίποτα. Αλλά κυκλοφόρησε και ο κόσμος ζητούσε δικαιοσύνη. Έτσι ξεκίνησε η επανάσταση. Εγώ ζούσα στη Ράκα. Είχαμε άγνοια για την πολιτική, γιατί δεν υπήρχε πολιτική. Υπήρχε μόνο ο Πρόεδρος. Δεν είχαμε επαφή με τον έξω κόσμο, υπήρχε μόνο το facebook και αυτό σε τοπικό επίπεδο. Για να πάμε στο Πανεπιστήμιο έπρεπε να είμαστε γραμμένοι στο Κόμμα του Προέδρου. Αν δεν το κάναμε ο πατέρας μας θα πήγαινε φυλακή γιατί δε μας μεγάλωσε σωστά. Αυτή ήταν η κατάσταση».

O Carlos Latuff για τη δολοφονία του Hamza από το καθεστώς Άσαντ

Ο Αχμάντ πρωτοστάτησε στις διαμαρτυρίες εναντίον του καθεστώτος Άσαντ.

Σήμερα, 10 χρόνια μετά, μας λέει την ιστορία του που είναι παράλληλη της πρόφατης ιστορίας της Συρίας.

«Θυμάμαι την πρώτη διαδήλωση την κάναμε μαζί με φίλους μέσα στο τζαμί μετά την προσευχή. Γιατί πού αλλού μπορούσες; Πουθενά. Έχουμε στρατιωτικό νόμο εδώ και 50 χρόνια, οπότε και για να κάνεις γλέντι γάμου πρέπει να πάρεις άδεια από την αστυνομία» εξηγεί.

Οι αντιδράσεις στη "διαδήλωση"; Κάποιοι άρχισαν να εξαφανίζονται.

«Οι φυλές στη χώρα είναι πολύ ισχυρές, οπότε η αστυνομία δε μπορούσε να κάνει συλλήψεις στην περιοχή, απλώς εξαφανιζόσουν, σε απήγαγαν. Κι αυτό φούντωσε ακόμη περισσότερο την οργή του κόσμου».

Οι διαδηλώσεις γίνονται πλέον στο δρόμο, η αστυνομία είχε χάσει τον έλεγχο, εμφανίστηκε στρατός και άρχισε να πυροβολεί στο ψαχνό.

«Θυμάμαι πόσο είχα θυμώσει όταν είπα ότι δε θα περάσει έτσι αυτό και άρχισα να καταγράφω με το κινητό μου ό,τι συνέβαινε και να το ανεβάζω στο ΥouTube. Είχαν ήδη σκοτωθεί 50 άτομα κι εγώ ήμουν Live 3 μέρες συνεχόμενα. Τις εικόνες τις πήραν τα πρακτορεία και μεταδόθηκαν σε όλον τον κόσμο», λέει ο Αχμάντ.

Τέσσερις μέρες μετά, καθώς κατευθυνόταν στο Πανεπιστήμιο συλλαμβάνεται. Οδηγείται στη φυλακή.

Η σύλληψη από το καθεστώς Άσαντ

«Επί μία εβδομάδα μου έκαναν ηλεκτροσόκ, πέρασα ώρες κρεμασμένος από τους καρπούς μου, με χτύπαγαν όσο ήμουν δεμένος (French chair) αλλά δε μίλησα. Δεν έδωσα πληροφορίες, οπότε με έστειλαν στη φυλακή Tadmdor/al Bolori, στο σφαγείο. Εκεί σε υποδέχονται με την εξής φράση: Έχεις δυο επιλογές, να μιλήσεις ή να μιλήσεις”. Ήμουν γυμνός σε ένα δωμάτιο, δεμένος στον τοίχο και απέναντι κρεμόταν ένας τεράστιος κορμός σαν πολιορκητικός κριός. Αυτόν τον ρίχνουν πάνω σου κι όταν σε χτυπάει κατάστηθα, σου κόβεται η ανάσα από τον πόνο, σταματάει η καρδιά σου. Όταν μου το έκαναν αυτό είπα θα μιλήσω, θα σας πω ό,τι θέλετε». 

Ο Αχμάντ είχε ήδη αρχίσει να νιώθει ότι το τέλος του είναι κοντά, ήταν πρώτη φορά μακριά από την φυλή του και την περιοχή του, κανείς δεν ήξερε πού βρισκόταν και όπως λέει ο ίδιος «όσοι γύρισαν μετά από αυτό που ζούσα, γυρνούσαν τρελοί».

O χρόνος μετράει στις ώρες που σε βασανίζουν και σε αυτές που σε αφήνουν να επανέλθεις

Του ζήτησαν να αποκαλύψει τις κρυψώνες των όπλων, τους έδωσε πληροφορίες που δεν ίσχυαν προκειμένου να κερδίσει χρόνο και εντέλει του ζήτησαν να παραδεχθεί ότι είχε σκοτώσει έναν αστυνομικό. Οταν αρνήθηκε τον ξαναέβαλαν στον τοίχο και τον ξαναχτύπησαν. Τελικά αποφάσισαν να τον μεταφέρουν στη Δαμασκό.

«Δεν ξέρω πόσο χρόνο ήμουν εκεί, γιατί οι φυλακές αυτές είναι υπόγειες, δε βλέπεις πότε είναι μέρα, ο χρόνος μετράει στις ώρες που σε βασανίζουν και σε αυτές που σε αφήνουν να επανέλθεις. Όταν φτάσαμε στο Σκοπευτήριο, όπως το λένε, μας έβαλαν σε ένα δωμάτιο 150 άτομα. Ήμασταν γυμνοί , είχε 40 βαθμούς θερμοκρασία και δεν είχε χώρο να κουνηθείς. Έπρεπε να μείνεις όρθιος, χωρίς νερό και να αντέξεις... Λίγες μέρες μετά προσπάθησα ανεπιτυχώς να δραπετεύσω μαζί με κάποιους άλλους. Πάνω στη φασαρία κατάφερα να κλέψω το κινητό ενός φρουρού και τηλεφώνησα στον πατέρα μου. Του είπα ότι με έχουν εκεί και νομίζω πως θα πεθάνω. Εκείνος ήρθε σε επαφή με το Human Rights Watch, άρχισαν να με αναζητούν, οπότε αναγκάστηκαν να με μεταφέρουν στην Palestine Jail. Έμεινα εκεί 4 εβδομάδες, δε με ανέκριναν καθόλου, μετά με μετέφεραν στο Αλέπο όπου δικάστηκα και για πράγματα που δεν είχα κάνει ποτέ και φυσικά δεν είχα πει ποτέ. Από εκεί ξανά στη Ράκα, όπου σε νέο δικαστήριο αθωώθηκα».

Όταν πλέον ξεψύχησε τη βίασε

Η Σάρα

Ουσιαστικά είχε μείνει στις φυλακές 9 μήνες, ενώ η προφυλάκισή του δεν έπρεπε να υπερβεί τις 15 μέρες. Όταν απελευθερώθηκε δε μπορούσε καν να περπατήσει, πόσο μάλλον να μιλήσει. Και βλέπει εφιάλτες.

«Ακόμη βλέπω τη Σάρα», λέει ο Αχμάντ, «ένα κορίτσι που ήταν μαζί μας στη φυλακή της Δαμασκού. Ξέρεις εκεί κάθε 5 λεπτά πέθαινε κάποιος. Ήμασταν συνήθως περίπου 70 άτομα όρθιοι σε ένα μικρό δωμάτιο, χωρίς φαγητό, με 40 βαθμούς θερμοκρασία και είχαμε 2 μπουκάλια, ένα με νερό και ένα άδειο για τουαλέτα. Δε μπορούσες να πάρεις ανάσα. Μας ανάγκαζαν σε ανείπωτες πράξεις, ηλικιωμένους άντρες να κάνουν στοματικό σεξ σε στρατιώτες, έχανες κάθε είδους αξιοπρέπεια, μετά έχανες την ελπίδα και παρακαλούσες να πεθάνεις. Κοίταζες να παίρνουν τους νεκρούς σέρνοντάς τους από τα μαλλιά και να τους στοιβάζουν στο διπλανό δωμάτιο. Με τη Σάρα μας πήγαν στον “Παιχνιδότοπο”, έτσι τον λένε. Ήμασταν αγόρια και κορίτσια μαζί, μας έβαλαν να κάνουμε έναν κύκλο, μας πέρασαν γυμνά καλώδια στα χέρια και μας συνέδεσαν στη πρίζα. Όταν σταμάτησαν ήρθε ένας από αυτούς και πήρε τη Σάρα, την έβαλε στη μέση και προσπάθησε να τη βιάσει. Κατάφερε να τον κλωτσήσει, οπότε φώναξε άλλους τρεις που μίλαγαν φαρσί, την κράτησαν κάτω, πέρασε τα καλώδια στα μαλλιά της και άνοιξε το ρεύμα. Όταν πλέον ξεψύχησε τη βίασε».

Η επιστροφή στη Ράκα και η ISIS

«Όταν κάπως συνήλθα άρχισα να δουλεύω για τα μεγάλα πρακτορεία, το BBC, το Al Jazeera, το NOW, η Ράκα ήταν ελεύθερη, πιστεύαμε ότι πλέον ο εφιάλτης είχε τελειώσει. Τότε απελευθερώθηκαν από τις φυλακές οι μουτζαχεντίν που μέχρι τότε κρατούνταν με χάρη που έδωσε ο Άσαντ. Όταν εμφανίστηκαν στη Ράκα είχαν χαμηλό προφίλ, ήταν θεοσεβούμενοι και εμείς ήμασταν αφελείς. Δεν είχαμε ιδέα από πόλεμο, δεν ξέραμε τι είχε συμβεί στον κόσμο όλα αυτά τα χρόνια, αφού η ενημέρωση ήταν ελεγχόμενη».

Δήλωσαν ότι εκπροσωπούν το Islamic State of Syria and Iraq και κανείς δεν ήξερε τι ήταν αυτό, πίστεψαν ότι ήταν μουσουλμάνοι μαχητές σαν και αυτούς, δεν είχαν ακούσει ποτέ για την Al Kaida, ενώ ταυτόχρονα η Ράκα βομβαρδιζόταν καθημερινά από τις κυβερνητικές δυνάμεις από αέρος.

«Θέλανε να έχουμε απώλειες αμάχων, αυτή ήταν η τιμωρία μας που σηκώσαμε κεφάλι. Oι μουτζαχεντίν έφτασαν, είχαν μοντέρνα όπλα αμερικανικά, έρχονταν στο τζαμί για προσευχή κι εμείς δεν είχαμε ιδέα πόσο επικίνδυνοι είναι. Μας μίλαγαν καλά, μας υπόσχονταν βοήθεια. Και ξαφνικά σταματάνε οι βομβαρδισμοί αλλά αρχίζουμε πάλι να χάνουμε ανθρώπους. Να εξαφανίζονται. Οποιος υποστήριζε την Επανάσταση χανόταν».

Και εκεί άρχισε η διαμάχη μεταξύ του Ελεύθερου Στρατού και του αυτοαποκαλούμενου Ισλαμικού Κράτους. Έναν προς έναν δολοφόνησαν τους στρατηγούς και μετά έκαψαν δύο χριστιανικές εκκλησίες που βρίσκονταν στην περιοχή. Τότε ξεκίνησε ο πραγματικός πόλεμος.

«Δεν τους πήρε πάνω από μία εβδομάδα. Ο Ελεύθερος Στρατός ήταν υποτυπωδώς εξοπλισμένος και αυτοί είχαν μοντέρνα όπλα. Βγάζουν ανακοίνωση ότι όποιος πάει στο Τζαμί και ζητήσει χάρη θα τη λάβει. Δεν πήγα. Αντίθετα άρχισα να δουλεύω κρυφά και να βγάζω το υλικό όπως μπορούσα στο εξωτερικό. Όταν έπιασαν κάποιον από την ομάδα και μίλησε, με έπιασαν. Μέρα μεσημέρι με ακινητοποίησαν και το μόνο που κατάφερα ήταν να πετάξω το κινητό μου σε έναν ξάδερφό μου χωρίς να με δουν. Για καλή μου τύχη έσβησε όλες τις συνομιλίες που είχα στο whatsapp το skype και στο fb. Με οδηγούν στο σπίτι για να εξετάσουν το laptop και δεν υπάρχει τίποτα μεμπτό. Συν το ότι η οικογένειά μου πηγαίνει στην προσευχή και θεωρούνται καλοί μουσουλμάνοι, με σώζει προσωρινά. Δε με εκτελούν επιτόπου εννοώ. Ένας από αυτούς, εκείνη την ημέρα έβαλε ένα μαχαίρι στο λαιμό μου και μου είπε “πώς αισθάνεσαι που θα πεθάνεις σε λίγο;”».

Δεν έχω φοβηθεί τόσο πολύ ποτέ στη ζωή μου, δεν εμπιστευόμουν πια κανέναν, ήξερα ότι ή θα πρέπει να πάω μαζί τους ή θα πεθάνω

Τον Αχμάντ δεν τον βασάνισαν σωματικά, διότι ήξεραν ότι ήδη έχει περάσει και έχει επιζήσει από τα βασανιστήρια του καθεστώτος. Έκαναν κάτι καλύτερο, προσπάθησαν να τον διαλύσουν ψυχολογικά.

«Μια φορά με πήραν με δεμένα μάτια, με κράταγαν από το μπράτσο δύο άτομα, ένας δεξιά ένας αριστερά, με πηγαίνουν κάπου και ξάφνου με αφήνουν. Δεν ακούγεται τίποτα, εγώ δεν ξέρω αν είμαι σε σκεπή και θα με σπρώξουν, αν θα με πυροβολήσουν, με αφήνουν εκεί όση ώρα χρειάζεται μέχρι να τρελαθώ από την αγωνία, με ξαναπιάνουν σαν να μη συμβαίνει τίποτα, με οδηγούν κάπου, με καθίζουν σε ένα σκαμπό και ακούω ψιθύρους πως θα τον σκοτώσουμε με μαχαίρι ή με όπλο, ακούω να οπλίζουν ακριβώς πίσω από το κεφάλι μου, ξαναφεύγουν, με αφήνουν εκεί ώρα μόνο μου, ξαναοπλίζουν και όταν πια πέφτω στο πάτωμα και παρακαλάω να μη με σκοτώσουν, έρχεται κάποιος μου βγάζει την κουκούλα και μου λέει sorry Ahmad που άργησα. Λίγες μέρες μετά στο κρατητήριο μπήκε κάποιος με μια χατζάρα και φώναξε ότι όποιος ακούσει το όνομά του να ετοιμάζεται. Ήμουν εγώ και άλλα 7 άτομα. Μας βάλανε στη σειρά να κοιτάμε τις κάμερες που ήταν στημένες απέναντί μας. Με έβγαλε από τη σειρά, έδεσε τους υπόλοιπους, τους έβαλε κουκούλες στο κεφάλι και μου είπε να γυρίσω στη θέση μου. Και μετά τους εκτέλεσε όλους, έναν προς έναν μπροστά μου. Και μετά με άφησαν. Με κάλεσαν μάλιστα να μου πουν ότι είμαι καλός μουσουλμάνος και με θέλουν μαζί τους στη Τζιχάντ».

Γύρισε σπίτι του και όπως λέει «δεν έχω φοβηθεί τόσο πολύ ποτέ στη ζωή μου, δεν εμπιστευόμουν πια κανέναν, ήξερα ότι ή θα πρέπει να πάω μαζί τους ή θα πεθάνω».

Η φυγή στην Τουρκία

«Η ζωή μου είχε διαλυθεί. Συναντούσα τους γονείς των 7 που είδα να εκτελούνται μπροστά μου και με ρωτούσαν τι έγινε, πως με άφησαν, μίλησα; Που είναι τα παιδιά τους; Και δεν ήξερα τι να τους πω. Κανείς δε θα πίστευε ότι δε μίλησα, κανείς. Εγώ τη γλίτωσα όχι γιατί μίλησα, αλλά γιατί με ψάχνανε από το Αl Jazeera. Ποτέ δε βρήκα τη δύναμη να πω σε αυτούς τους γονείς ότι εκτέλεσαν τα παιδιά τους μπροστά στα μάτια μου. Εφυγα το 2015 και πέρασα φορώντας γυναικεία ρούχα στην Τουρκία με την ταυτότητα της ξαδέρφης μου. Ακόμη κι εκεί όλοι με ρωτάγανε πώς τη γλίτωσα αλλά άρχισα πάλι να δουλεύω για τα κανάλια, και ξαναπαίρνω μπροστά, προσπαθώ να προχωρήσω. Μέχρι που το 2017 μαχητές της ISIS μπαίνουν στο σπίτι συναδέλφου στην Τουρκία και τον αποκεφαλίζουν».

Έφυγε άρον άρον, έφθασε Χίο και λίγο μετά Αθήνα, αφού οι αρχές πιστεύουν ότι είναι επικίνδυνο να μείνει ακόμη και στο νησί.

Σήμερα ζει στην Αθήνα, δουλεύει και έχει μια κόρη. Εχει ακόμη εφιάλτες, ζει με το όνειρο ότι μπορεί κάποια στιγμή να γυρίσει πίσω στον τόπο του, να ξαναδεί την οικογένειά του και θα πάψει να φοβάται.

Αλλά ακόμη πετάγεται στον ύπνο του γιατί βλέπει τη Σάρα.

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ