Ας μιλήσουμε με ειλικρίνεια για την Ελληνική Γλώσσα

Σήμερα είναι παγκόσμια ημέρα ελληνικής γλώσσας και εδώ, στο Λέξις, μελετάμε την ελληνική γλώσσα στη συγχρονία και τη διαχρονία της αναδεικνύοντας τις γεωγραφικές και υφολογικές ποικιλίες της. Ο τρόπος που αποφασίσαμε να γιορτάσουμε την αγάπη μας είναι μέσω της κατάρριψης ορισμένων επίμονων μύθων.

Ας μιλήσουμε με ειλικρίνεια για την Ελληνική Γλώσσα
ΠΡΟΒΟΛΗ

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΕΝΚΕΛΕΝΤ ΜΠΙΛΑΛΙ*

Είναι η ελληνική μια από τις πιο πλούσιες γλώσσες του κόσμου;

Η επιστήμη της γλωσσολογίας δεν δέχεται τις διακρίσεις «πλούσιες- φτωχές» «ανώτερες- κατώτερες» γλώσσες. Ο λόγος δεν αφορά την πολιτική ορθότητα, αλλά α) την έλλειψη ασφαλών επιστημονικών κριτηρίων  για μια τέτοια αξιολόγηση και β) όλες οι γλώσσες είναι προϊόν της ανθρώπινης νόησης και έχουν κατασκευαστεί από το ίδιο υλικό: έναν περιορισμένο αριθμό ήχων χωρίς νόημα (φθόγγοι) που όταν συνδυάζονται, δημιουργούν έναν άπειρο αριθμό λέξεων για να περιγράψουν τη σύνθετη πραγματικότητα. Όλες οι γλώσσες που έχουν μελετηθεί παρουσιάζουν ξεχωριστό ενδιαφέρον και συνθετότητα σε διάφορα επίπεδα (μορφολογικό, φωνητικό, συντακτικό).

Οι άνθρωποι που ασχολούνται ερασιτεχνικά με τη γλώσσα, πέφτουν στην παγίδα να ταυτίζουν τη γλώσσα με το λεξιλογικό πεδίο, ενώ αυτό είναι μόνο η άκρη του παγόβουνου. Στο λεξιλογικό πεδίο εντοπίζονται και οι πιο κραυγαλέες διαφορές ανάμεσα στις επιμέρους γλώσσες. Η παγίδα είναι να πιστεύεται ότι οι διαφορές των γλωσσών στο λεξιλόγιο, λόγω διαφορών στους πολιτισμικούς τομείς, ισοδυναμεί και με την εκφραστική ικανότητα ή αδυναμία τους.

Για παράδειγμα, στα πορτογάλικά της Βραζιλίας υπάρχει το Cafuné με τη σημασία «χαϊδεύω τα μαλλιά κάποιου που αγαπώ» ενώ στα φιλιππινέζικα το Gigil «η ακαταμάχητη επιθυμία να ζουλήξεις κάτι πολύ γλυκό». Το γεγονός ότι δεν υπάρχει λέξη να τις αποδώσει μονολεκτικά στην ελληνική, σημαίνει ότι η ελληνική είναι πιο φτωχή ή  μήπως ότι η έλλειψη μιας αντίστοιχης λέξης στη γλώσσα μάς μας εμπόδισε να νιώσουμε αυτά τα συναισθήματα; Προφανώς τίποτα από τα δύο.

Για να ολοκληρώσω, θα χρησιμοποιήσω τα λόγια του μεγάλου γλωσσολόγου, Α. Φ. Χριστίδη που έλεγε:
«Οι γλώσσες είναι ταυτόχρονα πολλές και μία. Αυτό το φαινομενικά παράδοξο απλώς περιγράφει μια κατακτημένη επιστημονική αλήθεια: οι γλώσσες, «μικρές» και «μεγάλες», «άσημες»και «διάσημες» είναι όλες, στο βάθος, ίδιες γιατί έχουν την ίδια πατρίδα: την ανθρώπινη νόηση. Μόνο μέσα στο πλαίσιο αυτό αποκτά νόημα η μελέτη της ιστορίας μιας γλώσσας και των ιδιαιτεροτήτων της».

Η αλλαγή της ελληνικής σημαίνει «φθορά»;

Αυτός είναι ένας από τους πιο διαδεδομένους μύθους και δεν αφορά μόνο την ελληνική. Τον συναντάμε διατοπικά και διαχρονικά σε όλες τις γλώσσες.

Η ταύτιση της αλλαγής με την παρακμή είναι ένας έωλος πεσιμισμός που δεν βασίζεται σε καμία επιστημονική απόδειξη. Αν βάλουμε στο μικροσκόπιο αυτήν την υπόθεση, γρήγορα θα καταλάβουμε ότι όποιος υποστηρίζει κάτι τέτοιο, έχει στο μυαλό του μια εξιδανικευμένη γλωσσική μορφή. Στην περίπτωση της ελληνικής είναι είτε η Καθαρεύουσα, είτε ακόμα πιο πίσω, η Αττική διάλεκτος. Η σύνδεση αυτή δεν είναι τυχαία. Όπως επισημαίνει και η Άννα Φραγκουδάκη, «όλες οι γλώσσες που ονομάστηκαν ανώτερες και αυθεντικές ανήκουν σε επεκτατικές και ιμπεριαλιστικές κοινωνικές ομάδες». Θεωρούν –μάλλον- υποσυνείδητα πως εάν μιλούσαμε  εκείνη τη γλωσσική ποικιλία, θα λυνόντουσαν  όλα τα οικονομικά, κοινωνικά ή πολιτικά προβλήματά ή όπως λέει πάλι η ίδια «Η προφητεία για την παρακμή της ελληνικής γλώσσας, με όποιο επιχείρημα κι αν εμφανίζεται, ανάμεσα στις γραμμές το ίδιο πάντα εννοεί: φανταστείτε το εθνικό μεγαλείο που... «θα» είχαμε, αν μιλούσαμε αρχαία ελληνικά.

Μπορώ να είμαι επαρκής ομιλητής της νέας ελληνικής εάν δεν ξέρω αρχαία ελληνικά;

Αυτό είναι ένα ζήτημα που επανέρχεται πολύ συχνά στη δημόσια σφαίρα και δεν μπορεί να απαντηθεί επαρκώς, εάν δεν εξεταστεί σε ένα ευρύτερο πλέγμα προκαταλήψεων γύρω από την ελληνική στη διαχρονία της και ως απόροια του Γλωσσικού ζητήματος. Σε κάθε περίπτωση όμως, αδιαμφισβήτητα, η  εξοικείωση με μια προγενέστερη μορφή της μητρικής μας είναι θεμιτή και προσθέτει γνώσεις για την ίδια τη γλώσσα, αλλά σε καμία των περιπτώσεων δεν αποτελεί όρο απόκτησής της. Η πρώτη μας επαφή με τα Αρχαία γίνεται στην Α΄Γυμνασίου. Δηλαδή τι; Μέχρι τότε δεν είμαστε επαρκείς ομιλητές της μητρικής μας; Τι συμβαίνει όμως σε άλλες γλώσσες που μοιραζόμαστε ένα μεγαλειώδες παρελθόν; Για την ακρίβεια, εάν ρωτήσεις κάποιον Ιταλό, Γάλλο, Πορτογάλο ή Ισπανό, εάν νομίζουν πως γνωρίζοντας λατινικά θα μιλάνε και καλύτερα τη γλώσσα τους, θα σου απαντήσουν αρνητικά. Οι ιδεοληψίες αυτές είναι βαθιά ριζωμένες στην κοινωνία μας και έχουν ιδεολογικό πρόσημο. Ο Α. Φ. Χριστίδης γράφει στους 10 μύθους για για την αρχαία και τη νέα ελληνική και καταλήγει λέγοντας «η καλλιέργεια – στην εκπαίδευση- της αρχαιογνωσίας (γλωσσικής και άλλης) θα αποκτήσει νόημα για το παρόν- μόνο εάν απαλλαγεί από τον προσκυνηματικό φορμαλισμό με τον οποίο έχει ιστορικά συνδεθεί» και δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο.

Κινδυνεύει η γλώσσα μας από τον δανεισμό;

Στο πεδίο του δανεισμού εντοπίζεται μια από τις  μεγαλύτερες υποκρισίες μας: Τη στιγμή που κομπάζουμε για τις λέξεις που διαχρονικά έχουμε δανείσει, παράλληλα μεμψιμοιρούμε για τα δάνεια που έχουμε δεχτεί. Ο δανεισμός λέξεων αποτελεί φυσιολογικό φαινόμενο όλων των γλωσσών και συνεπώς δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως κατάρα, αλλά ως ευχή και πλούτο.

Αν το καλοσκεφτείτε, μόνο οι νεκρές γλώσσες δεν δανείζονται. Από τη στιγμή που μια γλώσσα είναι ζωντανή, θα έρθει σε επαφή με άλλες, και το αποτέλεσμα, αναλόγως την ένταση της επαφής θα αποτυπωθεί και σε διαφορετικά επίπεδα της γλώσσας.

Οι λόγοι που μια γλώσσα δανείζει και δεν δανείζεται σε μια επαφή είναι εξωγλωσσικοί και συγκεκριμένα οικονομικής και πολιτικής υπεροχής. Θυμάμαι πέρσι τις ακραίες φωνές για αφελληνισμό της ελληνικής λόγω της χρήσης δανείων όπως το «click away». Με την άρση των μέτρων η λέξη πέθανε, σταμάτησε να χρησιμοποιείται. Αυτό συμβαίνει και με την πλειοψηφία των δανείων. Η χρήση τους από τους ομιλητές μιας γλώσσας θα καθορίσει την τελική τους ένταξη ή μη.


* Ο Ενκελέντ Μπιλάλι μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Είναι υποψήφιος διδάκτωρ Ιστορικής και Βαλκανικής Γλωσσολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Είναι συνδημιουργός του προφίλ Λέξις στο Ινσταγκραμ που ασχολείται με την ετυμολογία. Στα ερευνητικά του ενδιαφέροντα είναι η διαλεκτολογία, η λεξικογραφία και οι γλωσσικές επαφές.

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ