Κάθε γυναικοκτονία είναι άλλη μια ψηφίδα σε ένα συλλογικό τραύμα που δε βρίσκει δικαίωση

Οι γυναικοκτονίες στην Ελλάδα έχουν ξεκινήσει τα τελευταία μόλις χρόνια να καταγράφονται, όχι από θεσμικούς φορείς ωστόσο, επομένως δεν υπάρχει καταγραφή με επίσημο και ενιαίο τρόπο του πραγματικού αριθμού τους. Οι περισσότερες διαπράττονται σε ενδο-συντροφικό πλαίσιο, ενώ πολλές φορές έχει προϋπάρξει άσκηση βίας. Κάποιες φορές αυτές τελούνται μπροστά στα παιδιά των θυμάτων ή και μαζί με αυτά.

Κάθε γυναικοκτονία είναι άλλη μια ψηφίδα σε ένα συλλογικό τραύμα που δε βρίσκει δικαίωση
ΠΡΟΒΟΛΗ

Γράφει η Ιωάννα Στεντούμη*

Κάθε μια γυναικοκτονία, κάθε γυναίκα που δεν πρόλαβε ή δε μπόρεσε να απομακρυνθεί, κάθε θύμα που οι κρατικές αρχές άφησαν απροστάτευτο ενώ όφειλαν να το συνδράμουν, είναι άλλη μια ψηφίδα σε ένα συλλογικό τραύμα που δε βρίσκει δικαίωση. Μια αέναη αναζήτηση της ταυτότητας μας, μια πυρηνική υπόσχεση στην εαυτή μας ότι αυτό κάποια στιγμή θα σταματήσει, ότι οι κόρες μας θα είναι ελεύθερες και χωρίς φόβο.

Κάθε βίαιη αφαίρεση της ζωής μιας από εμάς, επειδή είναι γυναίκα, έχει από πίσω τη βαθιά σκοτεινή αντίληψη αυτών που δε βλέπουν έναν άνθρωπο, μία γυναίκα με ίσα δικαιώματα και αυτόνομο αποτύπωμα στη ζωή, αλλά κάποιο αντικείμενο ιδιοκτησίας που απομακρύνθηκε από την περιουσία τους, κάτι «δικό τους» που το κάνουν ότι θέλουν. Μια πατριαρχική αντίληψη που καμία σοβαρή προσπάθεια δε γίνεται από τις κρατικές αρχές για να ανατραπεί και που ενδυναμώνεται από αυτούς/ές που βοηθάνε τους θύτες μιλώντας για «τραγωδία» από «αγάπη», για «απεγνωσμένο σύζυγο», για «οικογενειακό δράμα», που δικαιολογούν το έγκλημα με ισχυρισμούς ότι «κάτι θα του έκανε κι αυτή».

Τα τελευταία όμως χρόνια στην Ελλάδα έχουμε, με πολύ κόπο και επιμονή, αναβαθμίσει στο δημόσιο λόγο τα έμφυλα ζητήματα, που προηγούμενα ήταν ανύπαρκτα. Μιλάμε για συναίνεση, έμφυλη ισότητα, ορατότητα των θυμάτων, προστασία, νομοθετική κατοχύρωση. Μιλάμε για γυναικοκτονία και αντιδράμε σε όλες τις μισογύνικες και σεξιστικές επιθέσεις που δεχόμαστε κάθε φορά που η λέξη αναφέρεται στο δημόσιο διάλογο της χώρας.

Ένα κύμα ελευθερίας και διεκδίκησης που ξεκίνησε από την πάλη για την ένταξη της συναίνεσης στο άρθρο του βιασμού, συνέχισε με το metoo και την υποστήριξη των θυμάτων έμφυλης βίας, προχώρησε στη συγκρότηση δικτύων αλληλεγγύης και πια άρχισε να φωνάζει για την αναγνώριση και καταγραφή των γυναικοκτονιών.

Σε αυτό το πλαίσιο δράσης και συνειδητοποίησης, έγινε σαφές ότι η υπεράσπιση και η προστασία των θυμάτων έμφυλης βίας, η διεκδίκηση της τιμωρίας των δραστών και η διαμόρφωση μίας διαφορετικής συλλογικής κουλτούρας συμπερίληψης και ισότητας, συμβαδίζουν αλλά και προαπαιτούν χώρο, χρόνο και ορατότητα στο δημόσιο λόγο και στις δημόσιες παρεμβάσεις.

Ιδίως σήμερα, που ιδέες από το πολύ παλιό παρελθόν, ξανάρχονται και ετοιμάζονται να πλήξουν τα δικαιώματα των γυναικών, έχουμε να αντιπαλέψουμε έμφυλα στερεότυπα και προκαταλήψεις με τα οποία μεγαλώσαμε και τα οποία εμποτίζουν την καθημερινότητά μας, το δημόσιο λόγο και τις κρατικές πολιτικές.

Οι μομφές προς τα θύματα, οι επανα-κακοποιητικές συμπεριφορές, η αδιαφορία για το τραύμα τους, η αμφισβήτηση και η αποδόμησή τους, είναι ενδεικτικά της έμφυλης ανισότητας και των συντηρητικών, πατριαρχικών στερεοτύπων που διέπουν τον κυρίαρχο λόγο. Συχνά αποκρύπτεται ότι η γυναικοκτονία είναι η κορύφωση της συναισθηματικής, λεκτικής, ψυχολογικής και συχνά σωματικής βίας που έχει προηγηθεί και δεν έρχεται ξαφνικά, ότι το θύμα έχει ήδη μπει σε ένα φαύλο κύκλο φόβου και παραίτησης από τα δικαιώματα του. Παραίτηση, γιατί δεν υπάρχουν αρκετές και αξιόπιστες δημόσιες δομές και υπηρεσίες ώστε το θύμα να πιστέψει ότι μπορεί να διαφύγει με ασφάλεια. Η απουσία επαρκών ξενώνων και συμβουλευτικών κέντρων, η πολλαπλότητα των υπηρεσιών που εμπλέκονται ώστε το θύμα εν τέλει να λάβει - αν λάβει - ψυχοκοινωνική και νομική βοήθεια, η απουσία πρόβλεψης υλικής βοήθειας και οικονομικής στήριξης, ο αποκλεισμός του μεταναστευτικού και προσφυγικού πληθυσμού από την αναγκαία πλαισίωση, η αδιάφορη έως και εχθρική στάση της αστυνομίας κατά την προσπάθεια καταγγελίας, καθιστούν ανέφικτη για τα περισσότερα θύματα την προσπάθεια ασφαλούς απεμπλοκής και συγκρότησης ενός δρόμου διαφυγής.

Και όταν ακόμα το καταφέρνουν να φύγουν και να καταγγείλουν, συναντούν σημαντικές δυσκολίες, καθώς πολύ συχνά οι δικαστικές/οί λειτουργοί είναι επίσης εχθρικοί στους ισχυρισμούς των θυμάτων, ενώ το νέο οικογενειακό δίκαιο της «υποχρεωτικής συνεπιμέλειας» τραυματίζει ξανά και ξανά τα θύματα και τα εγκλωβίζει σε κακοποιητικούς γάμους. Η τελευταία απόπειρα γυναικοκτονίας εις βάρος μια αστυνομικού, αποτυπώνει δυστυχώς γλαφυρά τις τρομακτικές  δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα θύματα: ακόμα και αν κάποια έχει τυπικά και πρακτικά τη δυνατότητα να καταγγείλει, την πρόσβαση στη γνώση, την καταλληλότερη ίσως ιδιότητα για να κινηθεί ποινική διαδικασία άμεσα (από τις σπάνιες φορές που χαρακτηρίστηκε εξαρχής ορθά η πράξη ως απόπειρα ανθρωποκτονίας, από τις ακόμα πιο σπάνιες που θύμα έλαβε άμεσα ψυχολογική βοήθεια για το ίδιο και τα παιδιά του, η μοναδική μάλλον που το πήρε τηλέφωνο ο υπουργός), δεν το κάνει παρά μόνο πάρα πολύ αργά.

Για τους λόγους αυτούς, η γυναικοκτονία πρέπει να αναφέρεται και να αναγνωρίζεται ως τέτοια, ως ακραία μορφή έμφυλης βίας. Έχουμε κουραστεί να εξηγούμε πως η αγάπη δε σκοτώνει, δεν πνίγει, δεν πετάει από βράχια. Όλες οι ανθρωποκτονίες γυναικών λόγω του φύλου τους, επί δεκαετίες παρουσιάστηκαν λανθασμένα ως εγκλήματα πάθους ή τιμής, υπερβολικής αγάπης και έρωτα, οικογενειακά δράματα, προσωρινής τύφλωσης και ζήλιας, αποτέλεσμα  ψυχοπαθολογίας του δράστη. Πρόκειται όμως για την πιο ακραία μορφή έμφυλης βίας, με κίνητρο την άσκηση ελέγχου στα σώματα και τις επιλογές των γυναικών.

Η κατοχύρωση λοιπόν της έννοιας - σε μια χώρα που βέβαια δε διαθέτει πλέον Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων - με αυτόνομη χρηματοδότηση, διαμορφώνει μια κοινωνική συνείδηση και μπορεί να αλλάξει τις κυρίαρχες προσλαμβάνουσες γύρω από αυτό το έγκλημα. Φυσικά είναι σαφές πως καμία αλλαγή συνείδησης δε θα έρθει από μόνη μια αλλαγή νομοθετική ή μια λεκτική διατύπωση. Το σημαντικό είναι να υπάρχει θέληση για ριζική αλλαγή πεποιθήσεων και βεβαιοτήτων. Η κοινωνική δράση και επανεκπαίδευση, οι πολιτιστικές εκφάνσεις, είναι εξίσου επιδραστικά για την εξέλιξη των εννοιών, των πρακτικών και των συνειδήσεων προς μια κατεύθυνση κατάργησης της εκμετάλλευσης και της συγκρότησης και  αναπαραγωγής βίαιων σχέσεων.

*Η Ιωάννα Στεντούμη είναι δικηγόρος εξειδικευμένη σε ζητήματα έμφυλης βίας και παιδικής προστασίας

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ