Το γράμμα μιας αντιδικτατορικής αγωνίστριας στον Γιάννη Κάτρη μέρος 1ο

Στο βιβλίο του Γ. Κάτρη «Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα, 1960-1970» εκδ. Παπαζήση, στις σελίδες 142-167 υπάρχει το γράμμα της αντιδικτατορικής αγωνίστριας που έμεινε γνωστή με το ψευδώνυμο Ηλέκτρα Παππά. Το έστειλε στον Γιάννη Κάτρη εν μέσω της Χούντας. 

Προειδοποίηση περιεχομένου: Αστυνομικά βασανιστήρια, έμφυλη βία.

Το γράμμα μιας αντιδικτατορικής αγωνίστριας στον Γιάννη Κάτρη μέρος 1ο
ΠΡΟΒΟΛΗ

Με γνώμονα την ιστορική μνήμη δημοσιεύουμε σε τρια μέρη το γράμμα μιας αντιδικτατορικής αγωνίστριας, που έμεινε γνωστή με το ψευδώνυμο «Ηλέκτρα Παππά» στον Γιάννη Κάτρη.

Σκοπός να αναδείξουμε το απάνθρωπο πρόσωπο της Χούντας, τα βασανιστήρια και την παντελή έλλειψη οποιουδήποτε δικαιώματος.

Αποτελεί ένα μικρό ευχαριστώ προς τους αγωνιστές για την ελεύθερη χώρα που μας παρέδωσαν.

Αναδημοσιεύοντας ένα μέρος του 3ου κεφαλαίου σας ζητάμε να αναζητήσετε το βιβλίο αυτό στα βιβλιοπωλεία, καθώς αξίζει να υπάρχει σε κάθε βιβλιοθήκη.

Ποιος ήταν ο αγωνιστής-δημοσιογράφος Γιάννης Κάτρης

Ο Γιάννης Κάτρης, κορυφαίο στέλεχος της ελληνικής δημοσιογραφίας, γεννήθηκε στο Άργος, μεγάλωσε στην Πάτρα και από το 1940 έμεινε στην Αθήνα. Στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940-41 πήρε μέρος σαν απλός στρατιώτης, τραυματίστηκε και παρασημοφορήθηκε, ζώντας από κοντά την έξαρση της νίκης, αλλά και την προδοσία της συνθηκολόγησης. Στην Κατοχή πήρε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση και δούλεψε στον παράνομο Τύπο. Για τις αταλάντευτες δημοκρατικές αντιφασιστικές αρχές του υπέστη πολλές διώξεις, ενώ στον Εμφύλιο Πόλεμο για πέντε χρόνια δοκίμασε τις πιο απάνθρωπες εμπειρίες από το κολαστήριο της Μακρονήσου και τις "πειθαρχημένες διαβιώσεις" της Ικαρίας και του Αϊ-Στράτη.

Μόλις έγινε το απριλιανό πραξικόπημα, διέφυγε στο εξωτερικό και έζησε τέσσερα χρόνια στις ΗΠΑ και τρία στην Αγγλία. Στην περίοδο της αναγκαστικής αυτοεξορίας του έγραψε το βιβλίο "Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα, 1960-1970", τη σημαντικότερη ίσως μελέτη για τα πολιτικά και κοινωνικά δεδομένα που οδήγησαν στη γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα και στην εκδήλωση της απριλιανής χούντας.

Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1971 στα ελληνικά (Δυτική Ευρώπη) και στα αγγλικά (Αμερική, Καναδάς). Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε το 1974. Στις 2 Φεβρουαρίου 1976, κι ενώ έχει επέλθει η Μεταπολίτευση, ο Γιάννης Κάτρης και ο εκδότης του Βίκτωρ Παπαζήσης θα δικαστούν στο Α΄Τριμελές Πλημμελειοδικείο για "περιύβριση Αρχής", επειδή στο βιβλίο καταγγέλλονται τα βασανιστήρια και οι βασανιστές της Γενικής Ασφάλειας στη διάρκεια της δικτατορίας. Η σχετική διαδικασία ανακινήθηκε από τον υπουργό Δημοσίας Τάξεως Σόλωνα Γκίκα. Μαζί με τη δίωξη των υπευθύνων, συγγραφέα και εκδότη, θα ζητηθεί και η κατάσχεση του βιβλίου διότι υπάρχει "κίνδυνος" να δημιουργηθούν για το Αστυνομικό Σώμα "εσφαλμέναι και βλαπτικαί εντυπώσεις"! Μάρτυρες κατηγορίας θα καταθέσουν οι βασανιστές και φύλακες της Χούντας Καραπαναγιώτης, Μπάμπαλης, Λάμπρου και άλλοι γνωστοί χαμαιλέοντες του Παπαδόπουλου και του Ιωαννίδη. Ο τίτλος του επόμενου δίτομου έργου του, "Ο προδομένος λαός - Το χρονικό μιας πενταετίας (1975-1980)", που εκδόθηκε το 1979, αποδίδει απόλυτα το πνεύμα της εποχής.

(Από το επίσημο βιογραφικό του σημείωμα)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ  Η ΜΠΑΛΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΦΡΙΚΗΣ

—«Εσείς που μέσα μπαίνετε αφήστε κάθε ελπίδα».
(Από την «Κόλαση» του Ντάντε)

Κατά το τέλος Ιουνίου 1969 πήρα από την Ελλάδα το παρακάτω γράμμα, χωρίς υπογραφή:
«Θέλω να ελπίζω ότι ένα άλλο γράμμα μου με πολλές πυκνογραμμένες σελίδες, που έστειλα μέσω Γενεύης σήμερα, θα φθάσει τελικά στα χέρια σας. Δεν ετόλμησα να το εμπιστευτώ στο ταχυδρομείο. Ένας φίλος που έφευγε για την Ελβετία δέχτηκε να το πάρει. Ξηλώσαμε μαζί τον πάτο της βαλίτσας του, απλώσαμε τα χαρτιά με συμμετρία για να μην εξέχει τίποτε και τον ξαναράψαμε με προσοχή. Στο αεροδρόμιο, από μακρυά, παρακολουθούσα τον έλεγχο του τελωνείου. Όταν η βαλίτσα πέρασε — χωρίς να την ανοίξουν — άφησα να βγει βαθειά η κρατημένη μου ανάσα. Και από την εξέδρα του αεροδρομίου, την εξέδρα με τα δακρυσμένα μάτια, είδα σε λίγο το ατσαλένιο πουλί να ξεκολλάει από την ελληνική γη και μουγκρίζοντας ν' αφήνει τον αέρα της σκλαβιάς. Εγώ γύριζα πίσω στη μοίρα μου. Αλλά το γράμμα τώρα θα περνάει τα σύνορα και θα πετάει μακρυά από το κλουβί του φόβου, σε χώρες ελεύθερες.

Δεν έχει καμιά λογοτεχνική αξίωση το φτωχό μου γράμμα. Λέει όμως την αλήθεια και μόνο την αλήθεια. Και απευθύνεται στις ζεστές καρδιές όλου του κόσμου με την πονεμένη κραυγή: Κάνετε ό,τι μπορείτε σεις οι ελεύθεροι για μας τους σκλάβους. Κάντε κάτι...».

Το γράμμα με τις πολλές πυκνογραμμένες σελίδες ήρθε από τη Γενεύη λίγες ημέρες αργότερα. Και διαβάζοντάς το ανατρίχιαζα σε κάθε σελίδα, σε κάθε γραμμή. Οι λιτές φράσεις, οι απλές σκέψεις, έκαιγαν σαν πυρωμένο σίδερο. Αισθάνομαι το ιερό χρέος να το παραθέσω ακέραιο — χωρίς καμιά αφαίρεση ή προσθήκη — σ' αυτό το βιβλίο. 

Οι μόνες διορθώσεις που έκρινα ότι έπρεπε να κάνω — και έκανα — είναι ένα ονοματεπώνυμο και μια διεύθυνση. Μη έχοντας το δικαίωμα να εκθέσω σε κίνδυνο μια ξένη ζωή άλλαξα το όνομα και (μια διεύθυνση κατοικίας) του προσώπου που έγραψε το γράμμα. Τίποτ' άλλο.

22 Νοέμβρη 1967

Δεν μένω πια σπίτι μου, στο όμορφο διαμέρισμα της οδού Χάρητος. Μια νύχτα, τον περασμένο μήνα χτύπησε δυνατά η πόρτα μου. Κατάλαβα… Από καιρό είχα καταστρώσει το σχέδιο διαφυγής. Έτσι, ενώ αγωνίζονταν να σπάσουν την πόρτα εγώ κατέβηκα από την είσοδο της υπηρεσίας στο ισόγειο και πηδώντας ένα τοίχο δυόμιση μέτρα ύψος βρέθηκα στη νυχτερινή ερημιά του πίσω δρόμου. Είχα μια διεύθυνση για καταφύγιο σε ώρα μεγάλης ανάγκης.

Βαδίζοντας με μεγάλη προφύλαξη από τους πιο σκοτεινούς δρόμους μπόρεσα να φτάσω…
Τώρα είμαι παράνομη. Μένω στο υπόγειο μιας φτωχής γειτονιάς. Με κομμένα και αλλαγμένα στο χρώμα μαλλιά, φορώντας γυαλιά, έχω αλλάξει μορφή και δουλεύω στον μυστικό, τον αλογόκριτο τύπο. Εκτελώ καθήκοντα «συνδέσμου» για την εφημερίδα του Πατριωτικού Μετώπου. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να πηγαίνω, με ακρίβεια δευτερολέπτου, σε πολλά σημεία της Αθήνας και να μαζεύω χειρόγραφα. Χρησιμοποιώ ένα ποδήλατο που στο τιμόνι έχει ένα καλαθάκι. Στο σημείο της συναντήσεως αφήνω το ποδήλατο στο πεζοδρόμιο και κυττάζω κάποια βιτρίνα. Ο άνθρωπος με τα χειρόγραφα περνάει ξυστά από το πεζοδρόμιο, αφήνει το φάκελο στο καλαθάκι του ποδηλάτου και φεύγει. Όταν τελειώσω τη συγκέντρωση των χειρογράφων συναντώ σε κάποιο σημείο ενός δρόμου, που κάθε φορά αλλάζει, το βοηθό του αρχισυντάκτη και με αστραπιαία ταχύτητα παραδίνω το πολύτιμο υλικό. Ο κίνδυνος παραμονεύει κάθε στιγμή. Αλλά όταν καμαρώνεις την τυπωμένη παράνομη εφημερίδα και ξέρεις ότι θα πάει σε δέκα χιλιάδες σπίτια και θα διαβαστεί από πολύ περισσότερο κόσμο η ικανοποίηση που αισθάνεσαι δεν διώχνει, βέβαια, τον κίνδυνο, αλλά διώχνει το φόβο του
κινδύνου. Ας είναι…

Εδώ και λίγες μέρες ένας που δούλευε στα «μαγνητόφωνα» πιάστηκε. Και με ειδοποίησαν να τον αντικαταστήσω. Να πώς γινόταν η δουλειά με τα μαγνητόφωνα: Νοικιάζαμε ένα τρίκυκλο για μεταφορές και το σταθμεύαμε σ’ ένα πολυσύχναστο μέρος. Μέσα στο τρίκυκλο υπήρχε ένα κιβώτιο με το μαγνητόφωνο και το μεγάφωνο. Όταν ο οδηγός απομακρυνθεί σε απόσταση ασφαλείας, το ρυθμισμένο μαγνητόφωνο αρχίζει να
λειτουργεί. Ώσπου να ειδοποιηθεί και να καταφθάσει η αστυνομία τα συνθήματα της αντιστάσεως τα έχουν ακούσει χιλιάδες άνθρωποι.

Αισθάνθηκα υπερήφανη που το ντεπούτο μου στην καινούργια δουλειά σημείωσε επιτυχία. Ήταν γύρω στις οκτώ το βράδυ στην πλατεία Συντάγματος. Πήχτρα ο κόσμος. Ξαφνικά άρχισε να ξεχύνεται η απαγορευμένη θεία μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Το τραγούδι της Φαραντούρη έλεγε:
«Σώπα, όπου νάναι θα σημάνουν οι καμπάνες. Αυτό το χώμα κανείς δεν μπορεί να μας το πάρει».
Ο κόσμος ανατριχιάζει. Εγώ κλαίω. Η μουσική και το τραγούδι σταματάνε.

Και μια ζεστή φωνή, παλλόμενη από συγκίνηση, ακούγεται: «Σας μιλάει το Πατριωτικό Μέτωπο. Ο φασισμός θα συντριβεί. Η Δημοκρατία θ’ αναστηθεί…». Η φωνή είναι γνωστή. Είναι του Μίκη, γραμμένη σε
μαγνητοταινία. Ο Θεοδωράκης βρίσκεται στα νύχια της Χούντας, αλλά η φωνή του είναι ελεύθερη.
Από τον κρυψώνα μου είδα τα λεφούσια της αστυνομίας νάρχονται. Καιρός να φύγω…

Οσμίζομαι ότι πλησιάζει και η δική μου ώρα. Δεν μπορώ να διατηρηθώ περισσότερο στην παρανομία. Ένα ρίγος στη σπονδυλική στήλη με παραλύει. Το πρωί, ενώ από το παραθυράκι του υπόγειου έκανα την καθημερινή κατόπτευση του δρόμου, είδα στο απέναντι πεζοδρόμιο μια φάτσα που το ένστικτο μου λέει
ότι είναι ύποπτη. Κοιτούσε δήθεν χαζά τη βιτρίνα στο αντικρυνό μαγαζάκι.

Από καιρό σε καιρό βημάτιζε στο πεζοδρόμιο και περιεργαζότανε τα διάφορα σπιτάκια της γειτονιάς. Έπειτα από μια ώρα εξακολουθούσε να είναι στο ίδιο μέρος. Δεν έχω πια καμιά αμφιβολία. Έχουν φαίνεται επισημάνει την ακτίνα του σπιτιού, αλλά όχι το ίδιο το σπίτι. Δεν πήγα στη «δουλειά» μου εκείνη την ημέρα. Μπόρεσα όμως να ειδοποιήσω την οργάνωση. Στις δυο το μεσημέρι διαπίστωσα από το παρατηρητήριό μου αλλαγή φρουράς. Μια καινούργια φάτσα κατέφθασε, αντάλλαξε ένα νεύμα με τον πρωινό και πήρε τη θέση του. Αυτός κοιτάζει επίμονα το σπίτι μου. Ο κλοιός σφίγγεται. Ξέρω ότι η ώρα μου πλησιάζει και όμως δεν μπορώ να
κάνω τίποτε. Τώρα οι πολιορκητές είναι τρεις και καλύπτουν εκ περιτροπής ολόκληρο το εικοσιτετράωρο. Είμαι σαν το ανήμπορο ζώο που το έχουν ζώσει τα άγρια σκυλιά…

Οι προμήθειές μου σε τρόφιμα έχουν τελειώσει…

22 Νοεμβρίου:
Σήμερα ξύπνησα πεινασμένη. Από την κλειδαρότρυπα βλέπω ότι έξω από την πόρτα μου είναι δυο μπουκάλια γάλα. Δεν ανοίγω όμως να τα πάρω. Η τακτική μου είναι να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι λείπω από το σπίτι. Η πείνα είναι προτιμότερη από… Στη σκέψη αυτή αισθάνομαι να κουλουριάζεται πάνω μου ένα φίδι και να με σφίγγει, να με σφίγγει… Τη νύχτα, στις ελάχιστες ώρες που κοιμήθηκα ονειρεύτηκα το Μανώλη. Είμαστε μαζί, αγαπημένοι, σε κάποιο άγνωστο κάτασπρο νησί. Τον φιλούσα, με χάιδευε. Ξύπνησα τη στιγμή που ένα γλυκό σύννεφο τύλιγε την ψυχή μου. Ήταν το τελευταίο χαρούμενο όνειρο της ζωής μου. Από δω και πέρα θα ζω συντροφευμένη με τους αχώριστους εφιάλτες μου.

23 Νοεμβρίου 1967

Αποφάσισα να φύγω και ό,τι θέλει ας γίνει. Τα προβλήματα ήσαν δυο: πώς θα διαφύγω και πού θα πάω. Να βγω από την κεντρική πόρτα αποκλείεται. Θάπεφτα στο στόμα του λύκου. Θα επιχειρήσω να βρω διέξοδο από πίσω. Όπως στην οδό Χάρητος. Ως προς το πού να πάω, αν ξέφευγα, η οργάνωση μου είχε πει από καιρό ότι δεν υπήρχε διαθέσιμη στέγη. Δεν έμενε παρά το πατρικό μου σπίτι. Αλλά δεν θα με αναζητούσαν πρώτα απ’ όλα εκεί; Δεν είχα όμως άλλη εκλογή. Ετοιμάσθηκα, έθαψα τις σημειώσεις μου στον κρυψώνα και στις τέσσαρες το πρωί ξεκίνησα. Το σκοτάδι έξω ήταν πηχτό. Πέρασα από το πλυσταριό και ανέβηκα στο διάδρομο του ισόγειου, που συνδέεται με τον πίσω δρόμο μ’ ένα παραθυράκι. Το άνοιξα και πέρασα τα πόδια μου.
Γλιστρώντας πέρασε και το κεφάλι μου. Όταν τα πόδια ακούμπησαν στο πεζοδρόμιο κι έκανα να σηκωθώ το αριστερό μου αυτί αισθάνθηκε την κρύα επαφή με την κάννη ενός περιστρόφου. Τέσσερα χέρια με άρπαξαν.

Κάποιος μου έχωσε στο στόμα ένα μαντήλι. Ο άλλος πειθάρχησε τα χέρια μου σε σιδερένια βραχιόλια. Ακούστηκε το κλικ της χειροπέδης. Σηκωτή με κουβάλησαν στο τζιπ που ήταν κρυμμένο στη γωνία του δρόμου. Ξεκίνησε.

Ήμουνα, στα νύχια των θηρίων. Η σκέψη μου, με μια πυρετική υπερένταση, δούλευε στο ίδιο μοτίβο: «Ήρθε η ώρα σου. Πρέπει ν’ αντέξεις. Ξέχασε τα ονόματα που ξέρεις. Το πολύ να πεθάνεις. Πρέπει, πρέπει, πρέπει..».
Να την η Μπουμπουλίνας. Φτάσαμε. Το καφετί κτίριο. Άλλοτε υπουργείο Εργασίας. Σήμερα η έδρα της Γενικής Ασφαλείας Αθηνών. Το τζιπ σταματάει μπροστά στην κεντρική είσοδο. Με σπρώχνουν μέσα. Η ώρα κοντεύει τέσσαρες και μισή, αλλά η κίνηση μέσα στο κτίριο δείχνει σα νάναι μέρα. Η Μπουμπουλίνας δουλεύει ασταμάτητα ολόκληρο το 24ωρο. Ένα σωρό κόσμος ανεβαίνει και κατεβαίνει τις σκάλες… Όλοι νέοι, οι περισσότεροι αρτίστικα ντυμένοι, κρατάνε στα χέρια βιβλία. Ο αέρας που έχουνε, η άνεση που κινούνται, δείχνουν ότι βρίσκονται στο σπίτι τους. Δεν είναι κρατούμενοι. Είναι χαφιέδες της Ασφάλειας, που προσπαθούνε να μοιάζουνε με φοιτητές. Το καθεστώς των συνταγματαρχών τους προσέλαβε κατά χιλιάδες. Είναι έκτακτοι υπάλληλοι και πληρώνονται όχι με μισθό, αλλά με το «κεφάλι». Κάθε επιτυχής κατάδοση που θα οδηγήσει στη σύλληψη ενός «εχθρού» πληρώνεται με 500 δραχμές. Για τα ελληνικά μέτρα είναι ένα γερό μεροκάματο. Καθώς με ανέβαζαν στο τέταρτο η κίνηση δυναμώνει. Πόρτες ανοίγουν και κλείνουν βιαστικά, ένα σωρό γραφιάδες, ανακριτές, δήμιοι.

Τα τηλέφωνα κουδουνίζουν, οι γραφομηχανές δουλεύουν, τα ραδιόφωνα στη διαπασών, μοτοσικλέτες με τις μηχανές αναμμένες. Ένα πανδαιμόνιο. Ο μηχανισμός του εγκλήματος δουλεύει σκληρά.
Στο τέταρτο, δυο μεγάλα χολ και συνέχεια τα κελιά. Τα ξεχωρίζεις από μια τρύπα που έχει το καθένα στο ύψος κανονικού άντρα, του φρουρού. Με πέταξαν μέσα σ’ ένα απ’ αυτά. Έπειτα από τα εκτυφλωτικά φώτα των διαδρόμων το πηχτό σκοτάδι του κελιού ηρέμησε τα τεντωμένα νεύρα μου. Οι χειροπέδες με τα χέρια στριμμένα στην πλάτη με πονούσαν. Το μαντήλι στο στόμα μ’ έπνιγε.

Κουλουριάστηκα στο τσιμεντένιο πάτωμα κι έκλεισα τα μάτια. Από το χολ έφταναν στο κελί μου παράξενοι θόρυβοι. Ανασηκώθηκα και πλησίασα στην τρύπα του φρουρού. Είχε γυρισμένες τις πλάτες του. Μπόρεσα και είδα την πρώτη φρικτή εικόνα της Μπουμπουλίνας. Δυο – δυο οι βασανιστές κουβαλούσαν μέσα σε κουβέρτες σακατεμένα παλικάρια. Από την εσωτερική σκάλα τους ανέβαζαν στην ταράτσα. Ένας πήγαινε μόνος του. Περπατούσε δύσκολα με τα τέσσερα. Οι συνοδοί τον κλωτσούσαν για να βιαστεί. Κάποια στιγμή γύρισε το πρόσωπο προς τη μεριά του. Θεέ μου, αυτός είναι ο Γληνός, τον ξέρω. Είχε πιαστεί πριν από ένα μήνα. Κι ακόμη τον βασανίζουν.

Αυτοί που ανέβαιναν το Γολγοθά της ταράτσας διασταυρώθηκαν στη σκάλα μ’ έναν άλλον που τον κατέβαζαν. Το κεφάλι του εξέχει από την κουβέρτα κι είναι πεσμένο, δείχνει άψυχο. Προλαβαίνω να τον δω. Είναι ο Παπαζής, ένας λεβέντης ως εκεί πάνω. Μοιάζει με πληγωμένο περήφανο αετό που τα γεράκια έχουν πέσει πάνω του και τον κατασπαράζουν. Όχι, δεν μπορώ ν’ αντέξω εγώ η φτωχιά, αδύναμη γυναίκα.

Και όμως πρέπει… Ξαναγύρισα στη γωνιά μου. Έτρεμα ολόκληρη. Κάποια στιγμή με πήρε ο ύπνος. Ήταν μέρα όταν ανοίγοντας τα μάτια μου αντίκρισα μπροστά μου το ψυχρό κι αγέλαστο πρόσωπο του Καραπαναγιώτη. Στεκότανε ορθός, ακίνητος, με γυάλινα πράσινα μάτια, και με κοιτούσε: «Εγώ είμαι ο Καραπαναγιώτης», είπε με ήρεμη φωνή, ζυγιάζοντας κάθε λέξη. «Μ’ έχεις ακουστά;» Κράτησα την αναπνοή μου για να μην φαίνεται η ταραχή μου κι έδειξα ότι το μαντήλι στο στόμα μ’ εμπόδιζε ν’ απαντήσω. Άπλωσε το χέρι του και το τράβηξε. «Ναι», είπα.

—Τι άλλο έχεις ακούσει για μένα;
—Ότι είσαι βασανιστής.
—Ποιος στο είπε αυτό;
—Το ξέρει όλη η Αθήνα.
—Ποιος συγκεκριμένος άνθρωπος στο είπε;

Πολύ γρήγορα είχαμε φθάσει στο κρίσιμο σημείο. Ονόματα λοιπόν ήθελε. Και άρχιζε το παιγνίδι με ανοιχτά χαρτιά. Αν ήθελα να πολεμήσω έπρεπε να κάνω κι εγώ το ίδιο. Συγκέντρωσα όση αυτοκυριαρχία μπορούσα να δείξω ότι έχω, στύλωσα τα μάτια μου περιφρονητικά απάνω του και είπα: «Άκουσε, Καραπαναγιώτη, είμαι έτοιμη για όλα. Δεν σε φοβάμαι».
Στα ψυχρά πράσινα μάτια άστραψε μια κόκκινη φλογίτσα.
Το θηρίο ήταν έτοιμο να χιμήξει. Είδα το χέρι του να χουφτώνει το περίστροφο που κρεμότανε από τη ζώνη του. Τον άκουσα να λέει: «Αυτό που είπες τώρα δεν θα το λες αύριο».

Από το στόμα μου βγήκε η κοφτή απάντηση:
«Οι άντρες που απειλούν δεμένες γυναίκες δεν είναι άντρες». Τον προκαλούσα με την κρυφή ελπίδα να χάσει την αυτοκυριαρχία του και να με πυροβολήσει. Ήταν το μικρότερο κακό που μπορούσε να μου συμβεί.
Έχασε την αυτοκυριαρχία του, αλλά δεν πυροβόλησε. «Θα τα ξαναπούμε», μου σφύριξε φεύγοντας. Και πρόσθεσε: «Και πολύ σύντομα».
Έτρεμα ολόκληρη. Ήξερα όμως ότι τον πρώτο γύρο της πρώτης μέρας μου στη Μπουμπουλίνα δεν τον είχε κερδίσει ο Καραπαναγιώτης.

Συνεχίζεται

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ