«Δύο που ήταν χωροφύλακες βαρούσαν έναν που δεν ήταν χωροφύλακας»

«Δύο που ήταν χωροφύλακες βαρούσαν έναν που δεν ήταν χωροφύλακας», λέει ο Λούσιας στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Νίκου Χουλιαρά, ένα παιδί διανοητικά καθυστερημένο αλλά καθόλου κουτό και μέσα απ’ τα μάτια του παρουσιάζει όλο το μικρόκοσμο του ελληνικού μετεμφυλιακού πολιτισμού. Όπως έχει πει και η Ξένια Κλίμοβα, μεταφράστρια φιλόλογος ελληνίστρια και εθνογλωσσολόγος στην παρουσίαση στη Μόσχα του έργου του Χουλιαρά, «Η οπτική γωνία του κεντρικού ήρωα, ξεπερνά τη γλώσσα της καθημερινότητας ως σειράς γεγονότων και μας ανοίγει ένα παράθυρο προς την οπτική γωνία ανθρώπων με υψηλό βαθμό καλλιέργειας».

«Δύο που ήταν χωροφύλακες βαρούσαν έναν που δεν ήταν χωροφύλακας»
ΠΡΟΒΟΛΗ

Το σωτήριον έτος 2019, παραμονές Χριστουγέννων, στη φωτισμένη Αθήνα, είδαμε δυο (και περισσότερους) χωροφύλακες που βαρούσαν έναν (και περισσότερους) που δεν ήταν χωροφύλακες. Μια κατάληψη σε εγκαταλελειμμένο κτήριο του Νοσοκομείου Ευαγγελισμού στο Κουκάκι, μια εντολή εκκένωσής της, και η οικογένεια Ινδαρέ στο διπλανό σπίτι, ήταν αρκετά για να δείξουν για ακόμα μια φορά ότι αν δεν είσαι ο Ινδαρές, τρως περισσότερο ξύλο στη σύγχρονη Ελλάδα από την αστυνομία και οι αστυνομικοί είναι ηθοποιοί ή ρακούν, πάντα αθωώνονται.

Επειδή θεωρώ γνωστά τα γεγονότα, περιληπτικά, τον Δεκέμβριο 2019, με Μιχάλη Χρυσοχοΐδη υπουργό Προστασίας του Πολίτη και με την εγωπάθειά του που καλλιεργήθηκε στην εξιχνίαση της 17Ν στα ύψη, ξεκίνησε μια αστυνομική επιχείρηση για την εκκένωση της κατάληψης του κτηρίου στην οδό Ματρώζου στο Κουκάκι. Η εντολή ήταν «φάτε τους όλους», «διαλύστε τα όλα», θέλουμε αποτέλεσμα για τις ειδήσεις των 20.00. Οι αστυνομικοί, τι να κάνουν οι κακόμοιροι -οι περισσότεροι αμόρφωτοι είναι, δεν περιμένουμε πολλά-, πήραν τα εργαλεία τους, που τα θεωρούν προέκταση της ίδιας τους της ύπαρξης, και ξεκίνησαν με την αυγούλα να εκκενώσουν την κατάληψη.

Επειδή όμως τα πράγματα δεν γίνονται όλα όπως περιμένουμε και πάντα ισχύει ο νόμος του Μέρφυ, δεν μπορούσαν να εισβάλουν στην κατάληψη και αποφάσισαν -τι πιο σύνηθες- να μπουν απ’ το διπλανό σπίτι. Το σπίτι ανήκε στην οικογένεια του Δημήτρη Ινδαρέ, γνωστού και πολυβραβευμένου σκηνοθέτη και συγγραφέα, στο οποίο κατοικούσε ο ίδιος, η σύζυγός του και τα δυο παιδιά του, ο ένας ασκούμενος δικηγόρος και ο άλλος φοιτητής πολυτεχνείου στην Πάτρα. Χτύπησαν οι συμπαθείς κατά τα άλλα αστυνομικοί την πόρτα του Ινδαρέ, για να μπουν -χωρίς ένταλμα- και να εισέλθουν μέσω της ταράτσας στην διπλανή κατάληψη. Τι πιο σύνηθες, θα μου πείτε, ο πολίτης πρέπει πάντα να συντρέχει στις επιχειρήσεις της αστυνομίας. Κάτι που δεν είναι καθόλου έτσι.

Όταν ο Ινδαρές δεν τους επέτρεψε να εισέλθουν, αυτοί αποφάσισαν να συνεχίσουν την αστυνομική επιχείρηση, μπήκαν στο σπίτι και ανέβηκαν στην ταράτσα για να κάνουν το σάλτο μορτάλε για το διπλανό ακίνητο. Και εν ολίγοις το έκαναν, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Μαζί με τους αστυνομικούς στην ταράτσα ανέβηκε ο Ινδαρές και οι δυο γιοι του. Και ξαφνικά, οι τρεις πολίτες βρέθηκαν μπρούμυτα, δεμένοι, χτυπημένοι και στη συνέχεια συλληφθέντες με τις κατηγορίες της αντίστασης κατά της αρχής, της παρεμπόδισης του έργου της ένδοξης ελληνικής αστυνομίας και της εξύβρισης κατά των αστυνομικών. Οι άνθρωποι βρέθηκαν σε κελιά στη ΓΑΔΑ περιμένοντας το αυτόφωρό τους, και μάλιστα οι αστυνομικοί, προφανώς για να ξεναγήσουν τους «φιλοξενούμενούς» τους στις εγκαταστάσεις της ΓΑΔΑ (δεν είναι ωραίες μην πάτε ποτέ), πήραν τον έναν γιο Ινδαρέ, τον έχωσαν σε ένα κελί με βαρείς ποινικούς και όταν μετά από ώρες και διαμαρτυρίες του τον έβγαλαν, τους είπαν «για να δείτε πού βάζουμε εσάς τους VIP».

Η διαδικασία πήρε το δρόμο της, οι τρεις Ινδαρέ πέρασαν αυτόφωρο, η υποθεση αναβαλλόταν για συλλογή στοιχείων, τελικά δεν βρέθηκε κανένα γενετικό υλικό, ρούχα, αντικείμενα ή αποτυπώματα των ανθρώπων που να τους συνδέουν με την κατάληψη, είχαν ήδη προ του γεγονότος ενημερώσει τον ιδιοκτήτη του ακινήτου, Νοσοκομείο Ευαγγελισμό, ότι υπάρχει κατάληψη στο κτήριο και τα πράγματα είναι επικίνδυνα, οι μάρτυρες επιβεβαίωσαν ότι ουδεμία σχέση είχαν και μόλις προχθές αθωώθηκαν λόγω αμφιβολιών από το Δικαστήριο. Σε αντίθεση με την οικογένεια Ινδαρέ, βέβαια, οι αστυνομικοί που έδειραν και αλυσσόδεσαν τους ανθρώπους, δεν βρέθηκαν καν κατηγορούμενοι, γιατί δυο εισαγγελείς, ένας πρωτοδικών ένας εφετών, έκριναν ότι η βία που χρησιμοποίησαν ήταν η αναγκαία και η ενδεδειγμένη για την επίτευξη του σκοπού της εκκένωσης της κατάληψης και απορρίφθηκε η μήνυση της οικογένειας Ινδαρέ κατά των εκπροσώπων του νόμου και της τάξης στην Ελλάδα.

Η ιστορία όμως δεν τελειώνει εδώ. Η ιστορία αρχίζει εδω. Η υπόθεση Ινδαρέ -όπως έμεινε να χαρακτηρίζεται στα ΜΜΕ- άνοιξε το δρόμο για μια μεγάλη θεσμική κουβέντα γύρω απ’ το φαινόμενο της υπέμετρης αστυνομικής βίας, έγινε αφορμή να συσταθεί μια ανεξάρτητη επιτροπή υπό τον συνταγματολόγο Αλεβιζάτο που θα ερευνά περιστατικά μη ανεκτής βίας του κράτους κατά των πολιτών και άρχισαν να κουβεντιάζονται θέματα περί «δήθεν» κατάπτωσης του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας στην Ελλάδα (απίστευτα πράγματα, επιστημονικής φαντασίας σχεδόν). Ο Ινδαρές και η οικογένειά του ταυτίστηκαν με την Αριστερά, ενώ δεν είχαν καμία σχέση, έφτασαν μάλιστα να γίνουν και αντεξουσιαστές. Λοιδωρήθηκαν από συστημικά ΜΜΕ, από δημοσιογράφους και «δημοσιογράφους» στα ΜΚΔ, ακόμα και στη Βουλή ο αρμόδιος υπουργός Χρυσοχοΐδης και ο αρμόδιος πρωθυπουργός Μητσοτάκης τους κατηγόρησαν για σχεδόν μη συνεργάσιμους, μη υπεύθυνους και αντιεξουσιαστές πολίτες.

Τα πράγματα είναι απλά. Έχουμε μια αστυνομία που θέλει να επιδείξει τηλεοπτικό έργο. Στο πλαίσιο αυτού, παίρνει κάμερες και εκκενώνει καταλήψεις (για αυτές και το σκοπό τους θα μιλήσουμε άλλη φορά, δεν είναι τίποτα αθώο). Στο πλαίσιο αυτό θεωρεί δεδομένο ότι για να επιτύχει το σκοπό της μπορεί να καταπατάει κάθε δικαίωμα κάθε ανθρώπου που βρίσκεται στο δρόμο της. Βασικά δικαιώματα καταπάτησε και στην οικογένεια Ινδαρέ. Το δικαίωμα στο οικογενειακό άσυλο, στην προσωπικότητα, στην υγεία και σωματική ακεραιότητα, το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια.

Και ξαφνικά μια οικογένεια μεσοαστική έγινε σύμβολο, επειδή στην αστυνομία δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους. Δεν είναι πάντα καλό να γίνεσαι σύμβολο, γιατί έχει βάρος και δεν το θέλει κανείς. Ο Ινδαρές και τα παιδιά του, χωρίς να το επιθυμούν, έγιναν σύμβολα απέναντι στην αστυνομική βία και στην κατάχρηση πολιτικής εξουσίας. Και το κακό σε όλο αυτό το βάρος του συμβόλου είναι ότι τίποτα δεν άλλαξε από τότε. Η αστυνομία παραμένει το ίδιο το κράτος, η αστυνομική βία είναι παντού και δεν έχουμε τολμήσει ακόμα να μιλήσουμε για την έκταση και τη μορφή της αν απέναντι στους αστυνομικούς δεν είναι ο Ινδαρές και τα παιδιά του, αλλά ένας φτωχός μικροαστός, ένας πρόσφυγας ή μετανάστης, ένας τοξικομανής, ένας άστεγος, ένας no name άνθρωπος. Αυτό το κομμάτι της πραγματικότητας δεν το αγγίζουμε ποτέ, γιατί στο πρόσωπο των αστυνομικών μπορεί να δούμε τον εαυτό μας, γιατί η αντιπάθεια στη φτώχεια και στο διαφορετικό είναι καθρέφτης που δείχνει όλους εμάς.

Προφανώς δεν έγραψα αυτό το άρθρο για να δώσω μια λύση ή μια συμβουλή. Δεν είμαι αρμόδια, είμαι βαθιά ενταγμένη στο σύστημα και στην ταξική κοινωνία και δεν γνωρίζω πώς να διαχειριστώ τέτοιες καταστάσεις. Με τρόμαζε πάντα η στολή, το όπλο, η υπέρμετρη αστυνομική βία, βασικά η κάθε μορφής αστυνομική βία, επιτρεπτή ή υπέρμετρη, και με τρόμαζαν πάντα τα κράνη, που κρύβουν το πρόσωπο των αστυνομικών, που κρύβουν το πρόσωπο του κράτους, που δεν ξέρεις ποιος σε δέρνει.

Το μόνο που έχω να πω για κατακλείδα είναι ένα γεγονός που διάβασα. Όταν παιζόταν ο Λούσιας του Χουλιαρά στο Τρίτο Πρόγραμμα επί εποχής Μάνου Χατζιδάκι, η μετάδοσή του αυτή έγινε η αφορμή αποχώρησης του συνθέτη από το Τρίτο, αφού αρνήθηκε να δεχτεί τη λογοκρισία και το κόψιμο της μετάδοσης ανάγνωσης του έργου με πρόσχημα ότι χρησιμοποιούνταν «κακές» λέξεις και βωμολοχίες. Κι όπως είχε πει ο Χατζηδάκις «Αναμφισβήτητα αρχίσαμε να το ανεχόμαστε. Και η ανοχή πολλαπλασιάζει τα ζώα στη δημόσια ζωή, τα ισχυροποιεί και τα βοηθά να συνθέσουν με ακρίβεια τη μορφή του τέρατος που προίσταται, ελέγχει και μας κυβερνά. Η μορφή του τέρατος είναι αποκρουστική. Όταν όμως το πρόσωπο του τέρατος πάψει να μας τρομάζει, τότε πρέπει να φοβόμαστε… γιατί αυτό σημαίνει ότι έχουμε αρχίσει να του μοιάζουμε».

Ο μόνος τρόπος να περισώσουμε ό,τι μας έχει απομείνει είναι να μη μοιάσουμε στο τέρας που προίσταται, που μας ελέγχει και μας κυβερνά.

Τα κείμενα που δημοσιεύονται στην κατηγορία «Απόψεις» εκφράζουν αποκλειστικά τον/την συντάκτη/τριά τους και οι όποιες τοποθετήσεις και θέσεις τους δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 20/20 Magazine.
Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ