“The Prudes”: Διασκεδαστικοί αλλά όχι ικανοί να προκαλέσουν τον "σεισμό" που επιδιώκουν

H ξεκαρδιστική, σκωπτική και γλυκόπικρη black humor κωμωδία του Anthony Neilson παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα και στον Πολυχώρο VAULT, σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Λάσκαρη.

“The Prudes”: Διασκεδαστικοί αλλά όχι ικανοί να προκαλέσουν τον
ΠΡΟΒΟΛΗ

Το Royal Court Theatre στο Λονδίνο είναι ευρύτερα γνωστό ως «το θέατρο των συγγραφέων», καθώς αποτελεί πρωτοπόρο στην ανάδειξη έργων από νέους, αναδυόμενους και καινοτόμους συγγραφείς τόσο από το Ηνωμένο Βασίλειο, όσο κι από όλο τον κόσμο.
Ένα από τα θεατρικά που αναδείχθηκαν εκεί το 2018 ήταν το The Prudes”, του Anthony Neilson, έναν συγγραφέα και σκηνοθέτη στον οποίο έχει αποδοθεί ο όρος του “in-yer-face theatre”, δηλαδή «θέατρο μες στα μούτρα σου», με την έννοια ότι προτάσσει ένα νέο δραματικό λεξιλόγιο, μ’ ένα ύφος πιο συγκρουσιακό κι ευαίσθητο. Παρ’ όλα αυτά ο ίδιος δεν αποδέχεται τον χαρακτηρισμό και προτείνει για τα έργα και την σκηνοθετική του προσέγγιση τον χαρακτηρισμό του «βιωματικού» θεάτρου, αν και το συγκεκριμένο παραπέμπει περισσότερο στο επινοημένο θέατρο, αξιοποιώντας στοιχεία αυτοσχεδιασμού και διάδρασης.

Ποιες είναι οι συνέπειες που έχει άραγε σε ένα ζευγάρι η σεξουαλική αποχή; Οι “Prudes” ή στα ελληνικά οι «Σεμνότυφοι» γνωρίζουν πολύ καλά την απάντηση, διαφορετικά δεν θα έστηναν αυτή την παράσταση προς το κοινό.

Μετά από 14 μήνες και 4 ημέρες αποχής αποφάσισαν να δώσουν τέλος σ’ αυτό το αδιέξοδο και να "αναζωπυρώσουν" τη σχέση τους με το να προβούν επιτέλους στην επίμαχη πράξη, διαφορετικά θα χωρίσουν. Όσο κι αν το όνομά τους προδιαθέτει αρνητικά, υπονοώντας πως πρόκειται για ένα συντηρητικό ζευγάρι, μάλλον πρόκειται για το αντίθετο.
Ωστόσο υπάρχουν λόγοι πίσω απ’ αυτή τη στασιμότητα μετά από 9 χρόνια σχέσης κι έχουν να κάνουν κυρίως με το εσωτερικό τραύμα, την αποκάλυψη και διαχείριση αυτού, που αναπόφευκτα επηρεάζει και τη σεξουαλική ζωή κάποιου.

Η παράσταση ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα στον Πολυχώρο Vault, σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Λάσκαρη.

Η Αγγελική Γρηγοροπούλου ως Τζες και ο Θανάσης Ισιδώρου ως Τζίμμυ επιστρατεύουν με άνεση κι ευχέρεια τις δραματικές τους ικανότητες προκειμένου να φέρουν στην επιφάνεια όλα τα συναισθήματα του αυθεντικού κειμένου, που περιλαμβάνουν χιούμορ, αμηχανία, μύχιες εξομολογήσεις και τη λαχτάρα να επέλθει η σωτηρία. Μέσα από την εκδηλωτική κι εξωστρεφή ερμηνεία τους ο θεατής ενσωματώνεται πολύ αυθόρμητα, πρακτικά στη δραματική συνθήκη και όχι υποσυνείδητα, καθιστώντας απαραίτητη αυτή την άμεση απεύθυνση προς τους απέναντι. Ίσως το έργο να μην απηχούσε καθόλου αν δεν συνέβαινε κατ’ αυτόν τον τρόπο.

Δεν χωρά αμφιβολία στο ότι η Τζες και ο Τζίμμυ έχουν συναισθήματα ο ένας τον άλλον, παρά το ότι έχουν και οι δύο βουλιάξει στην ενοχή και στην ανασφάλεια. Η πρώτη δεν υπήρξε απόλυτα ειλικρινής σε σχέση με το παρελθόν της, καθώς πρόκειται για ένα άτομο που έχει κακοποιηθεί, αλλά δεν αφήνει το γεγονός αυτό να την καθορίσει, ενώ ο δεύτερος, αυτοπροσδιοριζόμενος ως ένας άνδρας που πηγαίνει κόντρα στα στερεότυπα της πατριαρχίας, προβάλλει τις επακόλουθες φοβίες του και τις ανησυχίες του, που αναπόφευκτα δεν του επιτρέπουν να είναι λειτουργικός και που απαιτούν τη στήριξη της κοπέλας του. Τα όρια είναι δυσδιάκριτα και οφείλουν να σταθμίσουν κάπως τα υπέρ και τα κατά ώστε να τα καταφέρουν.

Ο Βαγγέλης Λάσκαρης έβαλε τα δυνατά του προκειμένου να φωτίσει κυριολεκτικά και μεταφορικά τα όποια υποδόρια νοήματα του έργου. H χρήση των πορτατίφ που ανάβουν μόνο κατά την προσωπική εξομολόγηση του κάθε χαρακτήρα άμεσα προς τους θεατές, χωρίς να το γνωρίζει ο άλλος, φωτίζοντας έτσι τις σκέψεις εντός τους, είναι αυτό που επιδρά στη ρυθμικότητα της παράστασης.
Αυτό που ξεχωρίζει στην καθοδήγησή του είναι πως τα δύο πρόσωπα δρουν επί σκηνής απροσποίητα, που σημαίνει πως ο σκηνοθέτης επιχειρεί έντονα να αναδειχθούν η φυσικότητα, η ευαισθησία και η ανθρωπιά από μέσα τους. Το λιτό σκηνικό απ’ την άλλη συνηγορεί στην κατασκευή μιας οικείας ατμόσφαιρας, την ίδια ώρα που τα διάφορα props βοηθούν στη μετάβαση μεταξύ εσωτερικών σκέψεων και ρεαλισμού.

Μολαταύτα, το ίδιο το κείμενο φαίνεται εκ φύσεως να πάσχει ανά σημεία και να αγκιστρώνεται δυστυχώς σε ορισμένες κλισέ αντιλήψεις της σύγχρονης κοινωνίας, οι οποίες συγχέονται αόριστα με το κίνημα #metoo. Ο Neilson, όσο κι αν πιστεύει πως πετυχαίνει την ισορροπία μεταξύ ανδρικής και γυναικείας άποψης, γέρνει προς την ανδρική πλευρά, αφού στους διαλόγους του κυριαρχεί κυρίως το πρόβλημα του Τζίμμυ. Υπάρχουν επίσης στιγμές που προβαίνει με ευκολία στη λανθασμένη σάτιρα των στερεοτύπων, ενώ θα μπορούσε να πιαστεί απ’ τις βαθύτερες ρίζες του κινήματος και να συστήσει μια πιο κυρίαρχη εικόνα. Όπως και να ‘χει οι ήρωες γίνονται συμπαθείς στο κοινό για την ευαισθησία που τους διακρίνει και την κατανόηση που προσπαθούν να επιδείξουν ο ένας στον άλλον, αλλά και στο θέμα που τους βασανίζει. Όλοι χάνουμε την μπάλα ενίοτε.

Για παράδειγμα, το αστείο για το Viagra και για το πόσο ο εγωισμός του άνδρα είναι υπεράνω αυτού, αφού μπορεί να πετύχει την τέλεια στύση αδιαμεσολάβητα, όπως και το ότι οι "καυτές" στολές της νοσοκόμας ή της Wonder Woman αποτελούν με πορνογραφική ευκολία σανίδα σωτηρίας για κάθε κρίσιμη στιγμή, βολεύονται σύμφωνα με τη δική μου θεώρηση του κόσμου μαζί με δηλώσεις της μορφής «αν έρθει καμιά κοπελίτσα στο καμαρίνι, την κλείνω την πόρτα».
Που σημαίνει πως είναι παιχνιδάκι το να επινοείς ένα «αστείο» για να εννοήσεις κάτι, το οτιδήποτε. Μπορεί μέσα απ’ αυτό να προσπαθείς να διερευνήσεις το πώς η οικειότητα επηρεάζεται από τους έμφυλους κανόνες, μπορεί πάλι να θέλεις να πουλήσεις εαυτόν ως κουλ και χαλαρό, αλλά πόσο σίγουρος είσαι ότι αυτό θα συλληφθεί με τον «αγνό» τρόπο που εσύ το έχεις στο μυαλό σου; Και πόσο σίγουρος είσαι για το ότι αυτό δεν θα αποπροσανατολίσει εν τέλει;

Αλήθεια, νομίζω πως το ελληνικό θέατρο μπορεί να προσεγγίσει το ζήτημα του κινήματος με τρόπο που δεν θα το παρωδεί στανικά, αλλά αντίθετα, αν επιθυμεί να εξαγάγει το χιούμορ, μπορεί να το αναδείξει πηγαία και να επικεντρωθεί στην αλήθεια και στο ότι αυτή αποτελεί ενίοτε το πιο τραγικό πράγμα.

Το συγκεκριμένο έργο δεν υπονομεύει το κίνημα, ίσα ίσα παρουσιάζει ένα θύμα στο οποίο κάποιος δείχνει -επιτέλους- κατανόηση. Το περιτύλιγμα, όμως, επιπλέει ακόμα στην επιφάνεια. Έχω την εντύπωση πως το χιούμορ του Σκωτσέζου Neilson δεν βοήθησε την παράσταση να λειτουργήσει επουλωτικά, παρά μόνο διασκεδαστικά.

Θα γελάσετε πολύ με αυτά τα δύο παιδιά, θα επιβεβαιωθείτε, θα διαψευστείτε, θα προβληματιστείτε, αλλά δεν ξέρω ως πού και ως προς τι. Οι πιο σεμνότυφοι παραδίπλα σας ίσως μάλιστα ιδρώσουν απ’ την αμηχανία, γι’ αυτό ας προνοήσουν κι ας φορέσουν αποσμητικό, γιατί η αίθουσα είναι μικρή και δεν θ’ αργήσουν να προδοθούν.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ:

Συγγραφέας:  Anthony Neilson

Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Λάσκαρης

Μετάφραση: Δημήτρης Κιούσης

Πρωτότυπη μουσική σύνθεση και ενορχήστρωση: Πάνος Πανάκος

Σκηνικός χώρος και ενδυματολογική επιμέλεια: Ντιάνα Σκιαδά

Κίνηση και χορογραφίες: Φώτης Νικολάου

Φωτογραφίες: Ίρις Κατσούλα

Αφίσα παράστασης: Γιάννης Κεντρωτάς

Επιμέλεια προγράμματος: Εκδόσεις Αιγόκερως

Δημόσιες σχέσεις: Biri Biri Communication

Παραγωγή: ProvaT.O. Athens (Prova Theatre Organization) A.M.K.E.

Π​ΑΙΖΟΥΝ (αλφαβητικά): Αγγελική Γρηγοροπούλου, Θανάσης Ισιδώρου

Vault Theatre Plus

Μελενίκου 26, Βοτανικός

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ