Στον δρόμο για τα Όσκαρ 2: H χθεσινή συνταγή Σκορσέζε και η κοινότοπη Ζώνη ενδιαφέροντος

Η Ρεγγίνα Ζερβού ρίχνει μια αιρετική ματιά στις ταινίες που θα διεκδικήσουν στις 10 Μαρτίου το φετινό Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας. Σειρά έχουν οι «ιστορικές με το γάντι», Οι δολοφόνοι του ανθισμένου φεγγαριού και Ζώνη ενδιαφέροντος.

Στον δρόμο για τα Όσκαρ 2: H χθεσινή συνταγή Σκορσέζε και η κοινότοπη Ζώνη ενδιαφέροντος
ΠΡΟΒΟΛΗ

Η «Ιστορία με το γάντι»

Όταν έχεις την ικανότητα να διαμορφώνεις στάσεις και απόψεις, σιγά μην και δεν ασχοληθείς με την Ιστορία, την ενεργή διαδικασία με την οποία κατανοούμε και νοηματοδοτούμε το παρελθόν μας.

Εδώ και δεκαετίες η Ιστορία σταμάτησε πλέον να ανήκει μόνο στους ιστορικούς και στις βιβλιοθήκες τους. Ο κινηματογράφος από την αρχή του ήταν, μαζί με όλα τ’ άλλα, ένα καινούργιο μέσο ιστοριογραφίας. Συμβατικής ή καινοτόμας. Κάθε κινηματογραφικός δημιουργός αποδίδει με τον τρόπο που κρίνει γεγονότα που σημάδεψαν το πέρασμα του ανθρώπου από τη Γη, με προτίμηση τον τελευταίο, σύντομο εικοστό αιώνα. Και οι επιλογές της Ακαδημίας στοχεύουν πάντα στο να περάσουν το μήνυμα μέσα από το μέσο, γιατί το μέσο είναι το μήνυμα. Και για να γίνω πιο συγκεκριμένη, η υποψηφιότητα για Όσκαρ είναι το μέσο. Τώρα ποιο είναι το μήνυμα;

Οι δολοφόνοι του ανθισμένου φεγγαριού: περσινά ξινά σταφύλια

Μετά από μια καριέρα πλούσια, γεμάτη γκάνγκστερ και θανατικά και πιστολίδια και μαφιόζους, και μερικούς παπάδες και λίγο από Καζαντζάκη, ο πολύ μεγάλος Μάρτιν Σκορσέζε αποφασίζει να ασχοληθεί με μια ιστορία μαζικής εξόντωσης ιθαγενών Αμερικανών στη δεκαετία του ’20. Η φυλή των Όσατζ είχε την ατυχία στα άγονα εδάφη από τα οποία την είχαν εκδιώξει οι λευκοί να βρεθεί άφθονο πετρέλαιο, το οποίο ανέβασε κατακόρυφα το κατά κεφαλήν τους εισόδημα αλλά και δημιούργησε μεγάλη ανισορροπία στο εύτακτο σύστημα που με πόνο και κόπο προσπαθούσαν να στήσουν οι πιονέροι. Κι έτσι άρχισαν να δολοφονούνται μυστηριωδώς και οι ιδιοκτησίες τους να περνάνε στα χέρια λευκών.

Ο Μάρτιν λοιπόν αποφάσισε στη μεγάλη αυτή ηλικία να πει και μια ιστορία για τη σχέση των εποίκων με τον ντόπιο πληθυσμό της ηπείρου. Και πολλοί βιάστηκαν να χαιρετήσουν το γουέστερν της χρονιάς. Ώπα! Καμία σχέση. Οι Δολοφόνοι του ανθισμένου φεγγαριού ήταν απλά το Goodfellas με Ινδιάνους. Όλες οι νόρμες του σύγχρονου γκανγκστερικού νουάρ που με πίστη και φαντασία υπηρέτησε ο Σκορσέζε σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του, χαρίζοντας αριστουργήματα, ήταν εκεί. Όλες οι εικονικές μορφές –και ειδικά ο σκοτεινός, εωσφορικός αρχιμαφιόζος που για μια ακόμα φορά έπαιξε με μεγάλη επιτυχία ο ηθοποιός που ξεκίνησε και απογείωσε την καριέρα του μαζί με τον Σκορσέζε– είχαν ακριβώς τον ίδιο ρόλο να παίξουν: ο έτοιμος για όλα Ντι Κάπριο, οι διάφοροι άλλοι που είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν τον ισχυρό άντρα της περιοχής κάνοντας πράγματα που μίλια απέχουν από το κυριακάτικο κήρυγμα.

Προσάρμοσε ο Σκορσέζε το σχήμα με βάση το οποίο εξηγεί και αναλύει τον κόσμο γύρω του σε μια νέα γι’ αυτόν συνθήκη; Ή ήταν πάντα αυτή η μαφιόζικη συνθήκη η κινητήρια δύναμη του αμερικάνικου εφιάλτη; Ένας ιστορικός της κινηματογραφούμενης Ιστορίας να βοηθήσει;

Το Χόλιγουντ, από εμφάνισης κινηματογραφικής βιομηχανίας, έσπευδε να βοηθήσει τη διοίκηση των ΗΠΑ, είτε στην άσκηση πολιτικής είτε στη μετέπειτα δικαιολόγησή της. Το βραβευμένο αριστούργημα Καζαμπλάνκα σφυρηλάτησε στην κοινή γνώμη την ανάγκη εμπλοκής της χώρας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον οποίο ως τότε παρακολουθούσε ως τεθλιμμένος συγγενής. Στις δεκαετίες ’70 και ’80, και λίγο μετά, παρέλασαν από τις οθόνες δεκάδες ταινίες που προσπαθούσαν να εξωραΐσουν το πρόσφατο τραύμα, την εμπλοκή στον αποικιοκρατικό πόλεμο του Βιετνάμ. Να βοηθήσουν την κοινωνία και τους βετεράνους να ξεπεράσουν το τραύμα που σκότωσαν τόσους αθώους, γυναίκες και παιδιά. (Σας θυμίζει αυτό κάτι; ΝΑΙ, σας θυμίζει αυτό κάτι).

Το θέμα της κατάκτησης της Δύσης –γιατί όλο για κατακτήσεις μιλάμε;– ήταν πάνω – κάτω από το τραπέζι από αρχής. Το Χόλιγουντ κατασκεύασε την εικόνα του μοβόρου Ινδιάνου που παίρνει σκαλπ, το Χόλιγουντ τώρα την αποδομεί. Χορεύει με τους Λύκους και τους Τελευταίους Μοϊκανούς εξωραΐζοντας την κληρονομιά που άφησε το Μεγάλο Ανθρωπάκι. Οι Δολοφόνοι εντάσσονται στην αυτή λογική: να πούμε την ιστορία τώρα πια που έχουν όλα κριθεί, για να μαστε εντάξει, μη μας πουν ότι τα κρύψαμε. Η συνταγή: ένας τεράστιος σκηνοθέτης που ξέρει να κάνει τεράστιες ταινίες, με πρωταγωνιστές κολοσσούς της υποκριτικής. Όσο όμως τιτάνες της ηθοποιίας κι αν είναι ο Ντε Νίρο και ο Ντι Κάπριο, δεν μπορούν να τα σηκώσουν όλα στις πλάτες τους με αποτέλεσμα η ταινία να καταλήγει να είναι απίστευτα βαρετή και προβλεπόμενη από το πρώτο δεκάλεπτο.

Ηθικό δίδαγμα: Ο Σκορσέζε, εκτός από τεράστιο ταλέντο, ήταν πάντα ένας συστημικός σκηνοθέτης.

Απόδοση: 1 στα 8. Μεγάλα ονόματα στη μαρκίζα και μια πολύ ΜΕΓΑΛΗ ταινία. Τρεισίμισι ώρες.

Η ζώνη ενδιαφέροντος: η κοινοτoπία του κοινότoπου

Και, ω του θαύματος, από την άλλη μεριά του Ατλαντικού έρχεται μια σινεφίλ ταινία με θέμα το Ολοκαύτωμα. Πότε ήταν η τελευταία φορά που παρουσιάστηκε ταινία με θέμα το Ολοκαύτωμα στα Όσκαρ; Νομίζω πριν από πέντε έξι χρόνια, με το Γιο του Σαούλ που έφυγε με το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, έτσι δεν είναι;

Σινεφίλ ταινία που θριάμβευσε στις Κάννες και δεν θέλει να είναι μία ακόμα ταινία για το Ολοκαύτωμα, αλλά η ταινία που αναδεικνύει την Κοινοτοπία του Κακού. Ο ευφυής σκηνοθέτης Τζόναθαν Γκλέηζερ άρπαξε από το τυπογραφείο το μυθιστόρημα του Μάρτιν Έιμις που επικεντρώνεται στη ζωή της οικογένειας του Ρούντολφ Ες στον πανέμορφο σπιτάκι τους δίπλα ακριβώς από τον συρματοφόρο τοίχο του στρατοπέδου εξόντωσης του Άουσβιτς.

Να ξεκινήσουμε με τα θεωρητικά. Η «Κοινοτοπία του Κακού» ήταν ένα αναλυτικό σχήμα που χρησιμοποίησε η Χάνα Άρεντ στην προσπάθεια της να εξηγήσει τόσο την κακόμοιρη φιγούρα όσο και την υπερασπιστική γραμμή «κι εγώ τι να κάνω; Υπάλληλος ήμουν» στη δίκη του Άιχμαν που έγινε το 1961 στην Ιερουσαλήμ. Προκλητική αντιμετώπιση για τον ιθύνοντα νου της Τελικής Λύσης, από τότε είχε προκαλέσει πολλές αντιδικίες.

Η περίπτωση του Ρούντολφ Ες είναι κάπως διαφορετική. Ο Ες και η οικογένεια του ήταν βαθιά ιδεολόγοι. Πίστευαν πως αυτό που έκαναν ήταν το σωστό, πως αγωνίζονταν για έναν γενναίο, νέο κόσμο εκεί στις εσχατιές της Σλαβίας. Σε καμία στιγμή στη διάρκεια της δίκης της Νυρεμβέργης δεν έδειξε να έχει μετανιώσει. Δεν έχουμε λοιπόν απέναντι μας τον ανθρωπάκο της διπλανής πόρτας που κάνει εγκλήματα ακριβώς επειδή είναι ανθρωπάκος, όπως ήθελε να πιστέψουμε γι’ αυτόν ο Άιχμαν για να συνεχίσει να ζει τη μικρομεσαία ζωούλα του κρυμμένος στην Αργεντινή, αλλά ένα τέρας που πιστεύει πως ανήκει στην ανώτερη φυλή και οφείλει να καθαρίσει το έδαφος από τις κατώτερες. Δεν το λένε κοινοτοπία του κακού, ρατσισμό το λένε. Μαχητικό ρατσισμό.

Πάμε τώρα από τη θεωρία στην τέχνη. Η ταινία εκθειάστηκε για τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκε την παρουσίαση αυτού που συνετελέσθη στο Άουσβιτς, μέσα από απόκοσμους ήχους και μια ενοχλητικά λαμπερή και άσπιλη χρωματική παλέτα. Η αθλιότητα του Άουσβιτς είχε διαστάσεις θρίλερ, όπου δεν ξέρεις από πού θα σου πεταχτεί ο δαίμονας, ενώ στο βάθος η τσιμινιέρα που βγάζει συνέχεια καπνούς μοιάζει με τον πύργο της Μόρντορ και το ακοίμητο μάτι του Σόρον. Και ο Γιος του Σαούλ είχε μια πολύ πρωτότυπη προσέγγιση στην απεικόνιση της γενοκτονίας που έλαβε χώρα στο Άουσβιτς. Και θα μπορούσαν να γυριστούν κι άλλες ταινίες – όχι πως δεν έχουν γυριστεί αρκετές – που να φωτίζουν διαφορετικά σημεία αυτής της της ανείπωτης θηριωδίας. Όπως και θα μπορούσαν να γυριστούν και πολλές άλλες ταινίες για όλες τις θηριωδίες που έχουν συμβεί σ’ αυτόν τον πλανήτη. Αυτές που ξέρουμε, κι αυτές που δεν ξέρουμε ή δεν θέλουμε να ξέρουμε.

Ο Γκλέηζερ, όταν πήρε το φρεσκοτυπωμένο βιβλίο κι άρχισε να κάνει έρευνα για να γυρίσει την ταινία δεν ήξερε τι θα συμβεί λίγους μήνες μετά την πρεμιέρα της ταινίας του. Κανείς δεν ήξερε. Ασχολούμενος όμως με ένα τέτοιο θέμα θα πρέπει να είχε καταλάβει τι σημαίνει εργαλειοποίηση του Ολοκαυτώματος από ανθρώπους που πιστεύουν πως η θυματοποίησή τους στον αιώνα τον άπαντα θα τους επιτρέπει να κάνουν ό,τι γουστάρουν μη δίνοντας λογαριασμό σε κανέναν. Και αυτοί οι άνθρωποι έχουν πολύ μεγάλη εξουσία στο χώρο του θεάματος. Γι’ αυτό και όποιος τολμήσει να πει κάτι εναντίον τους την άλλη μέρα ή κάνει δήλωση μετάνοιας ή χάνει τη δουλειά του. (Εκτός από κάτι ατομάρες όπως ο Ρότερ Γουότερς και ο Κεν Λόουτς και ο Πολ Λάβερτι, που το αυτί τους δεν ιδρώνει).

Δεν ήξερε λοιπόν ο Γκλέηζερ. Τώρα όμως ξέρει. Ξέρει πως οι πιο πολλοί από μας, όταν βλέπουμε στην οθόνη τον ψηλό μαντρότοιχο που περικλείει το Άουσβιτς, στο μυαλό μας έρχεται κατευθείαν ο τοίχος που κρατά πολιορκημένη τη Γάζα. Κι αν πιστεύει πως το έργο του, η καλή αυτή ταινία, έχει ένα διαχρονικό και παναθρώπινο χαρακτήρα καταγγελίας για την παρουσία – και την ανοσία – του Κακού, ας βρει ένα τρόπο για να το δείξει. Πολλοί συνάδερφοι του στην τελετή Απονομής στο Φεστιβάλ του Βερολίνου τον βρήκαν αυτόν τον τρόπο, δεν είναι δύσκολο.

Αλλιώς θα μείνουμε κι εμείς με ύστερες σκέψεις για το ποιος φροντίζει να γυρίζονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα ταινίες με τη συγκεκριμένη θεματολογία.

Απόδοση: 1 στα 12 για Καλύτερης Ταινίας αλλά 1 στα 3 για Καλύτερη Ξενόγλωσση. Με κάτι νομίζω ότι θα φύγει.

Συνεχίζεται

Διαβάστε σχετικά: Στον δρόμο για τα Όσκαρ: Το Μαέστρο το ορθόδοξο και το cult Οπενχάιμερ

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ