Σύντομο οδοιπορικό στην Ουγκάντα - μέρος τρίτον

Γιατί αυτός ο κόσμος «ο μικρός, ο μέγας» είναι συναρμολογημένος από πολλά και διαφορετικά κομμάτια που όλα αξίζουν την προσοχή μας. Κείμενα/εικόνες: Ρεγγίνα Ζερβού 

Σύντομο οδοιπορικό στην Ουγκάντα - μέρος τρίτον
ΠΡΟΒΟΛΗ

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

Αν και περίμενα πως θα αισθανόμουν παράξενα με το λευκό μου δέρμα, κάτι σαν το γάλα μες στη μύγα, η βιωμένη εμπειρία ήρθε και πάλι να διαψεύσει την προκατάληψη. Οι κάτοικοι της Ουγκάντα φέρονται στους muzungu, στους λευκούς, φιλικά, με το χαμόγελο, σε κάνουν να ξεχνάς που και που το χρώμα στο δέρμα σου, αλλά δεν είναι καθόλου δουλοπρεπείς. Όταν βγεις έξω από το τουριστικό κέλυφος, όπου σε κάθε γωνιά του πλανήτη είναι ο πελάτης που έχει πάντα δίκιο, πρέπει να διαπραγματευτείς τα πάντα ως ίσος προς ίσο. Τη θέση σου στη σειρά, το κάθισμα στο λεωφορείο. Είναι χαρούμενοι και φιλικοί αλλά αν τους την πεις θα στην πούνε κι αυτοί. Δε χαρίζονται.

Αλλά χαρίζουν. Χαρίζουν αγάπη. Χαρίζουν το πιο πολύτιμο που έχουν: ο ένας τον άλλο. Ερχόμενη από μια κοινωνία αλλοτριωμένη, όπου πολλοί άνθρωποι βιώνουν τη μοναξιά κλεισμένοι σε διαμερίσματα και προσωπικά δράματα, δεν μπόρεσα να μην εκπλαγώ ευχάριστα παρατηρώντας τους να ζουν όλη τη μέρα όλοι μαζί. Και να εντάσσουν και τον ξένο, τον φιλοξενούμενο στην ομάδα. Κάθεσαι μόνη/ος κι έρχονται δίπλα ένας, κι άλλη μία, και μετά άλλοι τρεις, και πέντε, και εφτά, και ξαφνικά βρίσκεσαι μαζί με εικοσιπέντε άτομα. Σαν άγγελοι που έρχονται και ξορκίζουν τη μοναξιά. Η έννοια του προσωπικού, του ιδιωτικού, αυτού του γαμημένου privacy καταλύεται μέσα στην κοινότητα που συγκροτείται από το τίποτα, από την ανάγκη να μοιραστείς αυτά που δεν έχεις.

Γιατί η Μαύρη Αφρική με τους δικούς μας όρους, αλλά και με τους δικούς της, ζει στην ένδεια. Βλέποντας εκατοντάδες ανθρώπους, νέους, γέρους και μικρά παιδιά, να πηγαινοέρχονται καθημερινά κατά μήκος του δρόμου κουβαλώντας πλαστικά μπιτόνια για να τα γεμίσουν νερό, θυμήθηκα μια κουβέντα που είχα μ’ έναν φίλο πριν από χρόνια, όταν είχα γυρίσει από την Κούβα. Ό,τι και να’ναι το καθεστώς, ό,τι και να λένε για ατομικές ελευθερίες, η Κούβα είναι η Σουηδία του Παγκόσμιου Νότου. Όλα τα σπίτια έχουν νερό και ηλεκτρικό, του είπα. «Μα καλά, αυτό είναι δεδομένο», μου απάντησε αφελώς.

Ναι βέβαια, αυτό είναι δεδομένο για το μικρό κομμάτι του κόσμου στο οποίο ανήκουμε και πολλοί επιμένουν να πιστεύουν πως είναι το κέντρο του. Κι ας πήγαιναν οι γιαγιάδες κι οι προγιαγιάδες τους στη βρύση με τη στάμνα. Κι επιμένουν επίσης να αγνοούν πως οι περισσότεροι άνθρωποι στον πλανήτη δαπανούν μία και δυο και τρεις ώρες την ημέρα για να φέρουν νερό στο σπίτι, που μπορεί και να μην είναι και πολύ πόσιμο, πως μια γυναίκα στην Αφρική δαπανά εννιά με δέκα ώρες την ημέρα για να κάνει τις δουλειές που εμείς κάνουμε σε δυο. Πως είναι μια κοινωνία με μηδενική αυτοματοποίηση, που σχεδόν τα πάντα γίνονται στο χέρι, χωρίς μηχανήματα, χωρίς πλυντήρια, χωρίς ηλεκτρικούς φούρνους, χωρίς ηλεκτρικές μηχανές του κιμά και ηλεκτρικά σίδερα, μια κοινωνία που μαγειρεύει πάνω σε κάρβουνα και πέτρες και κινείται με τα πόδια και με ποδήλατα. Και θα πει κανείς: Ok, αλλά έτσι ήταν από παλιά. Ναι, αλλά τώρα οι συνθήκες που ζουν δεν είναι ίδιες με παλιά. Έχουν κατακτηθεί και έχουν εξαναγκαστεί να ζουν με άλλους ρυθμούς, όχι τους δικούς τους. Και τώρα ο Πρώτος, Λευκός, Γαμώ το Κέρατο μου Κόσμος απαιτεί από αυτούς να κάνουν με το αλέτρι τη δουλειά του τρακτέρ και με το μολύβι τη δουλειά του υπολογιστή.

LET’S DANCE

Κι η Μαύρη Αφρική απαντάει με μουσική. Με μουσικάρες. Φωνάρες, γυναικείες και αντρικές, σαξόφωνα, κρουστά, big bands και μικρότερες, afrobeat, στρατευμένοι καλλιτέχνες, μια ήπειρος κάτω από τη Σαχάρα που απ’ άκρη σ’ άκρη είναι ρυθμός. Όλη η Μαύρη Αφρική χορεύει. Κι η Ουγκάντα αυτή τη στιγμή, φημολογείται, πως χορεύει πιο πολύ απ’όλους. Όλοι χορεύουν συνέχεια, 24/7… σχεδόν. Στον δρόμο, στη δουλειά, όπου και όποτε ακούν μουσική. Και φυσικά τα βράδια. Μέχρι το πρωί. Μέχρι το επόμενο βράδυ.

Η νυχτερινή ζωή της μικρής κωμόπολης κοντά στην οποία έμενα δεν είχε σε τίποτα να ζηλέψει από πολλές πρωτεύουσες ελληνικών νομών. Η πόλη ήταν ζωντανή και χοροπήδαγε μέχρι τις πέντε το πρωί, με πάνω από δέκα χώρους διασκέδασης. Λαϊκά μαγαζιά, όχι σαν τα μεγάλα και ακριβά club για τα οποία είναι διάσημη η Καμπάλα, η πρωτεύουσα της χώρας. Γεμάτα όμως κόσμο κάθε μέρα (εκτός από τη Δευτέρα, που το σύστημα ξεκουράζεται).

Το μαύρο σώμα είναι φτιαγμένο για να πάλλεται. Στερεότυπο με μη ανιχνεύσιμες προεκτάσεις φυλετικών διαχωρισμών; Δεν ξέρω, ελπίζω πως όχι. Μα είτε διαβάζοντας τον Μπόλντουιν, «Πόσο παράξενο και πόσο όμορφο είναι να χορεύεις με την κόρη σου, το γιο σου και τη γυναίκα σου….Θαρρώ πως είναι από τα λίγα πράγματα για τα οποία αξίζει να ζει κανείς, να τους αγγίζεις, να σε αγγίζουν, να κάνετε κέφι, να γελάτε, να κρατάτε το ρυθμό μαζί, ελεύθεροι» (i), είτε βλέποντας τους να χορεύουν, να σμίγουν και να χωρίζουν τα σώματα τους, να ιδρώνουν τη φανέλα, είτε χορεύοντας δίπλα, μαζί τους, ιδρώνοντας κι εγώ τη φανέλα, συνειδητοποίησα πως ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε και απολαμβάνουμε τη μουσική θα ήταν τελείως διαφορετικός αν η μαύρη κουλτούρα δεν την είχε επηρεάσει τόσο καθοριστικά. Με το ρυθμό και την κίνησή τους. Όπως τους επηρεάσαμε κι εμείς. Με τη βία που τους ασκήσαμε.

Τις καλύτερες στιγμές μου τις πέρασα χορεύοντας. Χορεύαμε και παίζαμε, γελάγαμε και χορεύαμε και παίζαμε. Παίζουν με μια αυθορμησιά που οι δικοί μας οι πολιτισμοί έχουν ξεχάσει πια. Οι πολιτισμοί που, σύμφωνα με τον Huizinga, απαγόρευσαν το παιχνίδι στους ενήλικες και που τώρα προσπαθούν να το απαγορεύσουν και στα παιδιά. Πόσα παιδιά πια στις πόλεις μας βγαίνουν έξω στο δρόμο για να παίξουν, πόσα παιδιά πια παίζουν μεταξύ τους και δεν απομονώνονται μπροστά σε μια οθόνη; Αυτοί οι πολιτισμοί χωρίς παιχνίδι είναι καταδικασμένοι να πεθάνουν. Γιατί χωρίς παιχνίδι δεν μαθαίνεις. Να ζεις, να χαίρεσαι, να αγαπάς.

(i)Από το εξαιρετικό βιβλίο του γνωστού Αφροαμερικάνου ακτιβιστή Τζέιμς Μπόλντουιν Just above my head, το οποίο μεταφράστηκε Το Κουαρτέτο του Χάρλεμ, για καθαρά εμπορικούς, φαντάζομαι, λόγους.

Συνεχίζεται...


Διαβάστε ακόμα:

Σύντομο οδοιπορικό στην Ουγκάντα - μέρος δεύτερον

Σύντομο οδοιπορικό στην Ουγκάντα - μέρος πρώτον

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ