Στον δρόμο για τα Όσκαρ - Μέρος 1ο: Η σύγχρονη αμερικάνικη ιστορία στο μικροσκόπιο

Να μετρήσουμε στα καλά της καραντίνας ότι στις φετινές υποψηφιότητες για Όσκαρ καλύτερης ταινίας υπάρχουν και ταινίες χαμηλών τόνων που "μυρίζουν" ανεξάρτητο αμερικάνικο κινηματογράφο, μικρά αλλά καθόλου σιωπηρά δράματα, απομυθοποιητικές αφηγήσεις και δυο ταινίες που αναφέρονται σε μια δύσκολη και "επική" περίοδο της σύγχρονης αμερικάνικης ιστορίας: Η δίκη των 7 του Σικάγο του Ααρον Σόρκιν, παραγωγή του Netflix και Ο Ιούδας και ο Μαύρος Μεσσίας του Σάσα Κινγκ.

Στον δρόμο για τα Όσκαρ - Μέρος 1ο: Η σύγχρονη αμερικάνικη ιστορία στο μικροσκόπιο
ΠΡΟΒΟΛΗ

Η Δίκη των 7 του Σικάγο

Η ταινία αφηγείται την ιστορία της δίκης – παρωδίας στην οποία σύρθηκαν 7 από τους διοργανωτές της αντιπολεμικής συγκέντρωσης στο Σικάγο και ο Μαύρος Πάνθηρας Μπόμπι  Σηλς για “πρόκληση σε ταραχές”. Η δίκη ξεκίνησε στις 23 Σεπτεμβρίου του 1969 και στο εδώλιο κάθισαν δίπλα – δίπλα ο φιλελεύθερος δικηγόρος Ντιλινγκερ, οι μετριοπαθείς ηγέτες των Φοιτητών για μια Δημοκρατική Κοινωνία Ντέιβις και Χάιντεν, οι θεοπάλαβοι χίπηδες Χόφμαν και Ρούμπιν με κορδέλες στα μυαλά και λουλούδια στο πέτο μαζί με τον εθνικό εκπρόσωπο του κινήματος των Μαύρων Πανθήρων – όλο το φάσμα του αμερικάνικου ανταγωνιστικού κινήματος του 60.

Η ταινία ξεκινάει δυναμικά παρουσιάζοντας ένα κίνημα ενωμένο και αποφασισμένο να πάει στο Σικάγο και να διεκδικήσει τον τερματισμό του πολέμου. Οι διαφορετικές του συνιστώσες συναντιούνται στο δρόμο για την μεγάλη διαδήλωση. Ένα χρόνο όμως μετά, μέσα στην αίθουσα ενός δικαστηρίου όπου κάθε μέρα γίνεται όλο και πιο ορατό ότι η απόφαση είναι προειλημμένη, οι διαφορές υπερισχύουν της δύναμης που τους είχε ενώσει πριν. Απέναντι τους έχουν ένα δικαστή που, από την πρώτη στιγμή έχει δώσει σαφές δείγμα με ποιους είναι: δεν δέχεται κανένα από τα αιτήματα των δικηγόρων, φορτώνει τους κατηγορούμενους με ποινές για ασέβεια προς το δικαστήριο – στο τέλος της δίκης ο Σηλς θα χρεωθεί με 4 χρόνια φυλάκισης μόνο για ασέβεια - συνεργάζεται με τους πράκτορες του FBI για να απομακρύνει μάρτυρες που πρόσκεινται φιλικά προς τους κατηγορούμενους. Μάρτυρες κατηγορίας εμφανίζονται οι αστυνομικοί που είχαν διεισδύσει στις τάξεις των διαδηλωτών. Μέσα σε αυτό το κλίμα, η ένταση ανάμεσα στον αντικομφορμιστή Άμπι Χόφαν και τον Δημοκρατικό Τεντ Χέιντεν κορυφώνεται και η σύγκρουση ανάμεσα στις δυο πολιτικές φιλοσοφίες φαίνεται αναπόφευκτη. Όμως….

Κάπου20 λεπτά πριν το τέλος ο Σόρκιν επιλέγει τη χολιγουντανή πεπατημένη. Ο Αμπι συμφιλιώνεται με τον Χέιντεν και τον αποκαλεί “πραγματικό πατριώτη” στην απολογία του. Ο Χέιντεν, παρ’ ότι δελεάζεται από τον δικαστή Χόφμαν με μικρότερη ποινή, στην ομιλία – κλείσιμο επιλέγει τη ρήξη με τον αυταρχικό δικαστή με μια
“έξοδο” έμπλεη πατριωτισμού, που ωθεί όλους του παρόντες, λευκούς και μαύρους, μαζί και τον εισαγγελέα Σουλτς -  που είναι κι αυτός άνθρωπος με ευαισθησίες - και την μυστική πράκτορα O’Κονορ, να σηκωθούν όρθιοι αποτίνοντας φόρο τιμής στους πεσόντες.

Όλοι μαζί, όλοι ενωμένοι, η Αμερική πάνω απ’όλα. Πιο εύκολο τώρα που ο Μπόμπυ Σηλς δεν είναι ανάμεσα στους κατηγορούμενους: μια βδομάδα μετά το δέσιμο με χειροπέδες απαλλάσσεται λόγω κακοδικίας, αφού για τρεις μέρες – και όχι μερικά λεπτά όπως  φαίνεται στην ταινία - έχει παρακολουθήσει την ακροαματική διαδικασία δεμένος χειροπόδαρα και φιμωμένος.  Δεν ακούμε τη δήλωση του Ντίλινγκερ στο τέλος της δίκης: «Ό,τι μας συμβαίνει, παρ’ όλο που είναι κατάφωρα άδικο, δεν είναι τίποτα συγκρινόμενο που αυτό που ζουν οι βιετναμέζοι ή οι μαύροι σε αυτή τη χώρα. Έχω ζήσει ήδη πολύ παραπάνω από το προσδόκιμο ζωής ενός μαύρου που γεννήθηκε την ίδια χρονιά με μένα…» Η ταινία τιτλοφορείται άλλωστε Δική των 7 και όχι των 8 του Σικάγο, όπως πολλές προηγούμενες, αφήνοντας τον Μπόμπι Σηλς απ’ έξω.

Ο Μπόμπι Σηλς όμως είναι πολύ παρών στην ταινία. Κι αυτός και οι Μαύροι του Πάνθηρες. Ο επικεφαλής του κόμματος στο Σικάγο, ο χαρισματικός Φρεντ Χάμπτον, είναι καθισμένος πίσω από τον Σηλς και τον συμβουλεύει στο πρώτο μισό της ταινίας. Όταν, κάπου στη μέση,  ο συνήγορος των κατηγορούμενων Κανστλερ μαζί με τον Χέιντεν επισκέπτονται τον Σηλς στη φυλακή για να του ανακοινώσουν τον θάνατο του Χάμπτον, εκείνος θα τους απαντήσει κυνικά: «Βλέπετε που δεν είναι το ίδιο για σας και για μας;»

Ο Ιούδας και ο Μαύρος Μεσσίας

 

Η Αμερική ποτέ δεν ήταν το ίδιο για τους μαύρους και τους λευκούς και καμία επίφαση ενότητας δεν μπορεί να το αλλάξει, κι αυτό το γνωρίζει πολύ καλά ο Σάσα Κινγκ και οι μαύρες σκηνοθέτιδες και σκηνοθέτες που επιχειρούν να γράψουν μόνοι τους τη δική τους κινηματογραφική εκδοχή της ιστορίας. Μετά το αμφιλεγόμενο “Μάλκομ Χτου Σπάικ Λη το 1992 και το “Σέλματης Αβα ΝτυΒερνέ του 2014, ο Κινγκ στο Ο Ιούδας και ο Μαύρος Μεσσίας καταπιάνεται με τη διείσδυση των μυστικών υπηρεσιών του FBI στους Μαύρους Πάνθηρες, που οδήγησε στην εν ψυχρώ δολοφονία - όπως θα αποδειχτεί μετά από δεκαετίες- του χαρισματικού τους ηγέτη Φρεντ Χάμπτον. Στην ταινία τον ενσαρκώνει ο Ντάνιελ Καλούγια του Get Out, που ίσως σε μερικές βδομάδες πάρει το πρώτο του Όσκαρ για δεύτερο αντρικό ρόλο.

Ο Ιούδας και ο Μαύρος Μεσσίας έχει την αύρα του Black lives matter. Οι ζωές των μαύρων μετράνε. Η αστυνομική αυθαιρεσία και η βία εναντίον τους δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο, έχει τις ρίζες  της στο δουλεμπόριο και τη βαθιά ριζωμένη αντίληψη της “λευκής υπεροχής”. «Θα ήθελες η κόρη σου, όταν μεγαλώσει, να σου φέρει ένα νέγρο στο σπίτι;» ρωτάει ο προϊστάμενος του τον Ρόυ Μίτσελ, πράκτορα του FBI, για να του δώσει να καταλάβει την σοβαρότητα της κατάστασης. «Δεν πρόκειται να συμβεί αυτό, κύριε», απαντάει σοκαρισμένος εκείνος. Και για να μην γίνει αυτό θα πρέπει ο Φρεντ Χάμπτον, που θεωρείται ως απειλή για το αμερικάνικο σύστημα, να βγει από τη μέση.

Μέσα από την κινηματογραφική αφήγηση – σφιχτοδεμένη κινηματογράφηση και συναρπαστικό μοντάζ – αναδύεται η μορφή του Φρεντ Χάμπτον, ενός ακόμα Μαύρου Μεσσία που βρήκε τραγικό θάνατο από τα όπλα των πρακτόρων του FBI. Και μαζί του το δυναμικό κίνημα των Μαύρων Πανθήρων, του κόμματος που ίδρυσαν οι Μπόμπι Σηλς και Χιου Νιούτον το 1966, ένα χρόνο μετά τη δολοφονία του Mαλκολμ Χ. Οι Μαύροι Πάνθηρες ήταν το επιστέγασμα του κινήματος για την ισότητα των αφροαμερικανών. Πεπεισμένοι πως οι λευκοί και η αστυνομία τους δεν θα τους θεωρούσε ποτέ πολίτες ισότιμους με τους άλλους και θα συνέχιζαν τις βιαιοπραγίες, οι Μαύροι Πάνθηρες οπλοφορούσαν οδηγώντας την αμερικάνικη κοινωνία σε μια συνθήκη άτυπου εμφύλιου, ενώ παράλληλα οργάνωναν τις δομές πρόνοιας της μαύρη κοινότητας. Ο Χάμπτον μπόρεσε να ενώσει στο Σικάγο και άλλες ένοπλες ομάδες αφροαμερικανών, αλλά και τις συμμορίες των πορτορικάνων και ομάδες φτωχών και εξαθλιωμένων λευκών, συγκροτώντας ένα κοινό μέτωπο που απειλούσε στην πράξη το αμερικάνικο ρατσιστικό κατεστημένο. Οι μέρες του ήταν μετρημένες.

Στην ταινία ξεδιπλώνεται ο ρόλος που έπαιξε το FBI στην οργάνωση των διώξεων και της εκτέλεσης του Φρεντ Χάμπτον. Ανάμεσα στις “αιτιολογημένες ανθρωποκτονίες” του πορίσματος της αστυνομίας για την επίθεση στο σπίτι του Χάμπτον τα ξημερώματα της 4ης Δεκέμβρη 1969 και την αποδοχή της εν ψυχρώ δολοφονίας χρόνια αργότερα βρίσκεται η μαρτυρία του Ουίλλιαμ Ο’ Νηλ, ένοπλου φρουρού του Χάμπτον, ο οποίος υπό την απειλή φυλάκισης μετέφερε στον Μίτσελ και το FBI πολύτιμες πληροφορίες για τη δράση του Χάμπτον και των Πανθήρων.

Όταν πίσω από την κάμερα στέκεται μαύρος σκηνοθέτης, η αφήγηση είναι σκληρή και χωρίς στρογγυλέματα. Δεν υπάρχουν εδώ καλοί πράκτορες που αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στο καθήκον και την ηθική. Είναι όλοι τους γεμάτοι μίσος και θέλουν να ξεπαστρέψουν τους αντιπάλους τους με κάθε κόστος. Ούτε ηθική ανάταση δεν έχει το μενού. Στο τέλος επικρατούν οι πιο δυνατοί, αυτοί που έχουν τα πιο ισχυρά όπλα. Την εξουσία να σκοτώνουν και να διαφθείρουν. Ο ΛαΚιθ Στάνφιλντ ερμηνεύει με πολλή ψυχή το ρόλο του καταδότη Μπιλ Ο’Νηλ. Του μικρολωποδύτη μαύρου που έπεσε σαν τη μικρή μύγα στον ιστό του FBI και αναγκάστηκε να γίνει ο χαφιές, αυτός που θα χωθεί δίπλα στον Χόφμαν για να αποκτήσει την εμπιστοσύνη του και να τον προδώσει για τριάντα αργύρια… ένα βενζινάδικο στη μέση του πουθενά και τη λησμονιά που δεν του έφερε λύτρωση. Ο προδότης είναι ο πρωταγωνιστής της ταινίας, όχι ο ήρωας. Αυτός που αιωρούταν συνέχεια ανάμεσα στον φόβο του για τον πράκτορα που μια τον εκβίαζε και τον απειλούσε και μια τον πότιζε καλό ουίσκι και τον τάιζε σε ακριβά εστιατόρια, και τον θαυμασμό του για τον Μεσσία, που μετουσίωνε τις αρετές που έλειπαν στον ίδιο: αγάπη για τους ανθρώπους, όραμα και αυτοθυσία. O Χάμπτον έσπασε τα δεσμά του, απόκτησε υπόσταση, έγινε το υποκείμενο της Ιστορίας. Ενώ ο Ο’Νηλ, με το φόβο στα μάτια, έμεινε για πάντα σκλάβος. Διχάστηκε, ένιωσε ότι αυτό που κάνει είναι λάθος, αλλά πρόδωσε. Με πόνο ψυχής, αλλά πρόδωσε.

«Θ’ αφήσω την ιστορία να με κρίνει», ήταν η τελευταία φράση που είπε στη μία και μοναδική συνέντευξη που έδωσε. Κι η ιστορία στάθηκε καλή μαζί του. Του έδωσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ αυτή την καταπληκτική ταινία. Oscars’ favorite!

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ