Στο δρόμο για τα Όσκαρ – Μέρος 2ο: Το μαλακό υπογάστριο της Αμερικής

Βλέποντας τα δυο φαβορί για το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας νομίζει κανείς για μια στιγμή ότι βρίσκεται στο Sundance, το φεστιβάλ ανεξάρτητου κινηματογράφου. Έχουν αργό ρυθμό και μια ανατολίτικη εσωτερικότητα, καθόλου τυχαία καθώς και οι δυο σκηνοθέτες έλκουν την καταγωγή τους από την Άπω Ανατολή. Μετά τον περσινό θρίαμβο των Παράσιτων οι ασιάτες έχουν αφήσει το αποτύπωμα τους.

Στο δρόμο για τα Όσκαρ – Μέρος 2ο: Το μαλακό υπογάστριο της Αμερικής
ΠΡΟΒΟΛΗ

Είναι δυο ταινίες για ανθρώπους που ψάχνουν να βρουν τη σχέση τους με τη χώρα με τόσο διαμετρικά αντίθετα τρόπο που τις κάνει να μοιάζουν με το εικονίδιο του γιν και γιανγκ: ο,τι είναι η μία δεν είναι η άλλη. Ο,τι είναι η Φερν δεν  είναι ο Τζέηκομπ. Και το αντίθετο.

Nomadland

Η Κλόε Ζάο , γεννημένη και μεγαλωμένη στο Πεκίνο, έχει πετύχει μέσα σε τέσσερα χρόνια το ακατόρθωτο: έχει γυρίσει τρεις ταινίες, τη μια πολύ καλύτερη από την επίσης εξαιρετική προηγούμενη, σε σημείο που να αναρωτιέται κανείς σε τι επίπεδα μπορεί να φτάσει στην επόμενη. Στη Χώρα των Νομάδων μας συστήνει τη Φερν, την οποία υποδύεται η Φράνσες Μακ Ντορμαντ, συμπαραγωγός, στον καλύτερο ίσως ρόλο της. Η Φερν στα εξήντα της βιώνει μια τριπλή απώλεια: έχει χάσει τη δουλειά της, τον άντρα της και το σπίτι της. Αρνείται να γλείψει το κοκαλάκι που της πετάνε, το επίδομα πρόνοιας, φορτώνει όσα από τα υπάρχοντα της θεωρεί απαραίτητα – τα πιάτα που της είχε χαρίσει ο πατέρας της, τις φωτογραφίες του άντρα της - σε ένα βαν που το βαφτίζει “πιονέρο” και παίρνει τους δρόμους. Τραβάει κατά το νότο, εκεί που έχει ζέστη,  όπως τα αποδημητικά πουλιά που φεύγουν το φθινόπωρο να ξεχειμωνιάσουν. Πιάνει δουλειά όπου βρει και  μένει στο κοντινότερο πάρκιν. Όταν τελειώνει η ευκαιριακή απασχόληση, φεύγει και πάει στον επόμενο τόπο.

Στο δρόμο συναντάει συνοδοιπόρους, κι άλλους απόκληρους του αμερικάνικου ονείρου που σε μεγάλη ηλικία “επέλεξαν” τη νομαδική ζωή αντί μιας πενιχρής σύνταξης. Η Ζάο και σ΄ αυτή την ταινία δουλεύει με ερασιτέχνες, ανθρώπους που πρωταγωνιστούν ήδη από πριν στις ιστορίες που πλάθει. Η Λίντα Μέη, η Σουάνκι και ο Γκέη αφηγούνται στην ΜακΝτόρμαντ με αμεσότητα και ειλικρίνεια τη ζωή τους, τις απογοητεύσεις τους και τις ελπίδες τους, τόσο που πολλές λήψεις να μοιάζουν με καλοδουλεμένο ντοκιμαντέρ. Η ΜακΝτόρμαντ δούλεψε πολύ μαζί με τη Ζάο για να καταφέρει να μπει στο πετσί του ρόλου, να μπορεί να επικοινωνεί χωρίς κόπο με τους άστεγους συμπρωταγωνιστές της και να χτίζει σχέσεις, να υποδύεται την “άστεγη μα όχι ανέστια” Φερν μέσα από τη στάση του σώματος, τις εκφράσεις και το βλέμμα της. Ο Γκέη έμεινε άφωνος όταν, μετά από την εκ βάθους ψυχής εξομολόγηση και των δυο για τη ζωή τους και τον πόνο που κουβάλαγαν, η Μακ Νρόρμαντ του είπε πως ο άντρας της στην πραγματικότητα είναι ζωντανός και λέγεται Τζόελ Κοέν και η ίδια είναι ηθοποιός.

Όλη τη ταινία γυρνάει γύρω από την “εστία”, το σπιτικό, το home. Τι είναι το σπιτικό; Το μέρος δίπλα στη φωτιά, a place by the fire, όπως αυτό που της προσφέρει ο Ντέηβ, που άφησε το δρόμο για να γυρίσει στο γιο και τον εγγονό του και η ευκατάστατη, σύζυγος μεγαλομεσίτη, αγαπημένη αδερφή της. Οι παραδείσιες εικόνες της φύσης που κυνηγάει η Σουάνκι πριν πεθάνει; Σπίτι είναι εκεί που βρίσκεται η καρδιά, where the heart is. Κι η καρδιά της Φερν είναι μαζί με τον Μπο, το άντρα που έχασε και την απώλεια του δε μπορεί να αναπληρώσει. Το μόνο μέρος που αναγνωρίζει για σπίτι της είναι αυτό που έζησε μαζί του, μια απλή εργατική κατοικία “κι από πίσω της η έρημος μέχρι πέρα τα βουνά”. Ο Μπο πέθανε, το εργοστάσιο έκλεισε, η μικρή κωμόπολη γύρω του ρήμαξε και οι ρίζες που κρατούσαν τη Φερν εκεί για χρόνια κόπηκαν.
Το μικρό της βαν είναι πια το σπιτικό της, και ενώνεται με το νομαδικό ποτάμι των παρ’ ολίγον συνταξιούχων που διαρρηγνύουν την εικόνα του παππού που κάθεται στην πολυθρόνα και διαβάζει παραμύθια στα εγγόνια. Αυτές οι ηλικιωμένες και ηλικιωμένοι, που είναι αναγκασμένοι να δουλεύουν σε σκατοδουλειές ενώ θα έπρεπε να έπαιρναν μια αξιοπρεπή σύνταξη,  αντιμετωπίζουν την τύχη και τη μοναξιά τους δυναμικά, ρίχνονται με τα μούτρα στη ζωή και ρουφάνε ό,τι έχει να τους προσφέρει: τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος που γλιστράνε μέσα από τα γκρίζα σύννεφα, περιστασιακές προγραμματισμένες συναντήσεις κάπου στην έρημο, μακριά απ’ όλους, όπου δίνουν πρακτικές συμβουλές ο ένας στον άλλο, ανοίγουν τις καρδιές τους, τιμούν τους νεκρούς τους.

Μια ιδιότυπη μετακινούμενη κοινότητα μοναχικών ανθρώπων που με περίσσεια ευαισθησία και αγάπη προσεγγίζει η ΜακΝτόρμαντ και κινηματογραφεί η Ζάο, με τη βοήθεια του Τζόσουα Τζέημς Ρίτσαρντ, μόνιμου συνεργάτη της Ζάο πίσω από την κάμερα. Που καταφέρνει να περνάει με άνεση από τα μαγευτικά τοπία που συλλαμβάνει ο ευρυγώνιος του στα close – up στο πρόσωπο της Φερν, που κάθε βλέμμα και κάθε μορφασμός της λέει και μια ιστορία.

Minari

Ο νικητής του περσινού φεστιβάλ του Sundance Λη, Άιζακ Τσουνγκ κεντάει ψιλοβελονιά  μια ιστορία βασισμένη στην αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας, όταν το 1980 οι γονείς του, μετανάστες από την Νότια Κορέα, επέλεξαν να ζήσουν σε ένα αγρόκτημα στο Αρκάνσας. Μετά από τρεις ταινίες μεγάλου μήκους που μάλλον πέρασαν απαρατήρητες, άντλησε αυτή τη φορά από τα βιώματα του και αφηγείται μια ιστορία σύγχρονων πιονέρων, έποικων που ψάχνουν να κάνουν μια αρχή στα γόνιμα χωράφια της γης της Επαγγελίας.

Ο Τζέηκομπ, μετανάστης από την Κορέα στις Η.Π.Α. αγοράζει μια έκταση στο Αρκανσας και μεταφέρει εκεί τη γυναίκα του, Μόνικα, και τα δυο τους παιδιά, την Αν και τον Ντέηβιντ.  Στη Μόνικα δεν αρέσει καθόλου να ζούνε μέσα σε μια τροχοβίλα στην ερημιά, μακριά από άλλους ανθρώπους, σχολεία, νοσοκομεία – ο μικρός Ντέιβιντ έχει ένα σοβαρό πρόβλημα με την καρδιά του – ούτε να επενδύει ο Τζέηκομπ τις πενιχρές τους οικονομίες στα χωράφια γύρω από το σπίτι, που πασχίζει να μετατρέψει σε αγρόκτημα. Καβγάδες ξεσπούν συχνά και τα πράγματα περιπλέκονται περισσότερο όταν η Μόνικα καλεί τη μητέρα της να έρθει από την Κορέα για να μείνει μαζί τους. Η Σόοντζα δεν είναι μια συνηθισμένη γιαγιά. Παίζει χαρτιά,  βλαστημάει και προκαλεί τρόμο στον μικρό Ντέηβιντ, που κάνει τα πάντα για να την ξεφορτωθεί.

Ο Τζέηκομπ είναι όμως αποφασισμένος να ξεπεράσει όλα τα εμπόδια, οικονομικά και οικογενειακά, για να στήσει το αγρόκτημα που ονειρεύεται. Στον αντίποδα της Φερν, από τη Γη των Νομάδων, η γη που πατάει επέλεξε να είναι δική του, γι’ αυτή ζει, δουλεύοντας την γεμίζει ενέργεια. Η γη που του ανήκει δικαιώνει την ύπαρξη του, του προσφέρει συνέχεια, τον βοηθάει να σταθεί όρθιος. Ο ξεριζωμένος  μετανάστης αναζητάει να βγάλει ρίζες και να αποκτήσει μια καινούργια ταυτότητα: να γίνει κι αυτός ένας από τους “χιλμπίληδες”, τους “βλάχους” των Μεγάλων Πεδιάδων, τους καλοκάγαθους αν και χοντροκομμένους απόγονους των καουμπόηδων και των πρώτων έποικων που πήγαν να κατακτήσουν τη χώρα πιο πέρα από τον Μισσισσιππή.

Ο Τσουνγκ κινηματογραφεί την καθημερινότητα των πρωταγωνιστών του με αφοπλιστική απλότητα κι αυτή είναι η μαγεία στην ήπιων τόνων ταινία του, που κυλάει σαν το νερό στο ρυάκι στην άκρη του κτήματος. Εκεί που η γιαγιά σπέρνει το αρωματικό μινάρι. Οι πρωταγωνιστές του έχουν μια αμεσότητα που κερδίζει από την πρώτη στιγμή – υποψηφιότητα για πρώτο αντρικό και δεύτερο γυναικείο ρόλο, αν και η παρουσία του μικρού Άλαν Κίμ έκλεψε καρδιές – το επαναλαμβανόμενο σκηνικό, ένα σπίτι πάνω σε τσιμεντόλιθους και ένα χωράφι, αποκτάει ζωή και λέει κι αυτό μια ιστορία σκληρής δουλειάς, πίστης και κυρίως αγάπης, μιας αγάπης που όσο κι αν κλυδωνίζεται μπορεί να τα βάλει πέρα με τις μεγαλύτερες δυσκολίες.

Σ’ αυτά τα new age ουέστερνς  που σκηνικό τους έχουν τα τοπία των κεντροδυτικών πολιτειών η τράπουλα με τους ρόλους έχει ξαναμοιραστεί: η Φερν και οι σύντροφοι και συνοδοιπόροι της, όπως οι τελευταίες φυλές των ινδιάνων 200 χρόνια πριν, ζουν αποτραβηγμένοι στις άκρες του χάρτη, ‘αόρατοι’ για την κοινωνία που τους πέταξε έξω. Ο Τζέηκομπ μαζί με την οικογένεια του έρχεται από τον παμπάλαιο διεκδικεί αυτό που του αναλογεί στο Νέο Κόσμο.  Η Φερν προχωράει μόνη στη ζωή αφήνει πίσω τα σημάδια από τις ρόδες και τις αναμνήσεις της, ο Τζέηκομπ τα αυλάκια από το τρακτέρ για να σπείρουν τα παιδιά του.

Η δύση και η ανατολή, το γιν και το γιανγκ, δυο αμερικάνικες παραγωγές με ασιατική σφραγίδα θα κονταροχτυπηθούν για το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, σύμφωνα με τα προγνωστικά.

Όποια και να το πάρει, το αξίζει!

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ