Βίκυ Μοσχολιού: Ο μύθος ζει

Η Μοσχολιού μάς έμαθε τι θα πει «δωρική ερμηνεία». Απλή, λιτή κι απέριττη, απαλλαγμένη από κάθε είδους υπερβολή. Αυτός είναι ο επιθετικός προσδιορισμός που χρησιμοποιούν συνήθως οι κριτικοί όταν αναφέρονται στη φωνή της. Μια φωνή σπάνια, παραγεμιστή με θεία ουσία που κατάφερνε - και καταφέρνει ακόμα - να σε εξακοντίζει εκτός ορίων. Θα έλεγε κανείς πως η ίδια η φτωχική καταγωγή της, σε συνδυασμό με το ξεχωριστό, πλούσιο μέταλλο της φωνής της είναι ο συγκερασμός που την ευνόησε και την καθιέρωσε τελικά ως την μουσική συνείδηση του καιρού της.

Βίκυ Μοσχολιού: Ο μύθος ζει
ΠΡΟΒΟΛΗ

Μας έμαθε επίσης το σκληρό επάγγελμα της κορδελιάστρας, καθώς ως τέτοια εργαζόταν προτού γίνει επαγγελματίας τραγουδίστρια. Γεννημένη σαν σήμερα στη συνοικία του Μεταξουργείου, η καριέρα της ξεκίνησε το 1962 στην «Τριάνα του Χειλά» της Λεωφόρου Συγγρού, πλάι στον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τη Δούκισσα. Δύο χρόνια μετά, το 1964, αναγνωρίστηκε επισήμως από όλους, τραγουδώντας το «Χάθηκε το φεγγάρι» του Σταύρου Ξαρχάκου στην κινηματογραφική ταινία «Λόλα». Η σεκάνς όπου τη βλέπουμε ανεβασμένη πάνω στο σκηνικό μιας «παγωμένης» γειτονιάς της Τρούμπας και θρηνεί για το «παλικάρι», εκτός από το ότι αποτελεί μια πολύ συμβολική σκηνή για το ελληνικό σινεμά, θα μείνει επίσης αξέχαστη ως η πρώτη στιγμή της Μοσχολιού.

Στα χρόνια της σαραντάχρονης καριέρας της περπάτησε πέτρα την πέτρα από τη μία επιτυχία στην άλλη. Από τα σκληρά νυχτοκάματα ως πρωτοεμφανιζόμενη, στα μεγάλα νυχτερινά κέντρα της παραλίας ως το πρώτο κασέ κι έπειτα στις εναλλακτικές, έντεχνες, μπουάτ της Πλάκας. Οι δημιουργοί που της εμπιστεύθηκαν τα τραγούδια τους και της χάρισαν ίσως την πιο αξιόλογη λίστα του ελληνικού τραγουδιού είναι πάρα πολλοί, αλλά ενδεικτικά αναφέρονται οι Θεοδωράκης, Πλέσσας, Ζαμπέτας, Πάνου, Τσιτσάνης, Σπανός, Χατζηνάσιος, Καλδάρας, Μαρκόπουλος, Κραουνάκης. Ο μόνος που της ξέφυγε, δισκογραφικά τουλάχιστον, ήταν ο Μάνος Χατζηδάκις κι η ίδια είχε πάντα να το λέει.

Η Μοσχολιού προκαλεί ακόμα και σήμερα μέσα σου μια κορυφαία αμφιλογία, διχάζοντάς σε, για αυτό το σπουδαίο που ήταν ως καλλιτέχνης, αλλά και ως άνθρωπος. Από τη μία το λαϊκό είδωλο, η μεγάλη κυρία του πάλκου, η θαρραλέα, η περπατημένη στη νύχτα με τα αμέτρητα σουξέ, κι από την άλλη ο άνθρωπος Μοσχολιού, η γυναίκα που πορεύτηκε στη ζωή περισσότερο με το συναισθηματικό οπλοστάσιό της, παρά με το πνεύμα της. Εύλογο, βέβαια, γιατί η δουλειά της ήταν το τραγούδι, όχι η ανάλυση του Κάφκα.

Ωστόσο, αυτό που οι κακολογητές σπεύδουν να της προσάψουν ως αρνητικό, είναι οι στιγμές που κατά τους ίδιους άφησε τον εαυτό της να εκτεθεί ανεπανόρθωτα. Παράδειγμα αποτελεί η περίοδος του ζητήματος του θρησκεύματος στις ταυτότητες, όπου σε ζωντανή τηλεοπτική εκπομπή η Μοσχολιού έκανε λόγο για ύπουλο φακέλωμα και για την επιθυμία της να ομολογεί την πίστη της, με έναν σχετικά γραφικό τρόπο. Το προφίλ της θρησκόληπτης παλαιοημερολογίτισσας δεξιάς (ναι, ο συνδυασμός όλων αυτών των στοιχείων κάπως σε συγκλονίζει), φαίνεται πως δεν περνούσε στους λεγόμενους κουλτουριάρηδες.

Αυτή η –ας μου επιτραπεί- μικρόψυχη ιστορία εις βάρος της, που ενώ η ίδια έπαιξε στο Royal Albert Hall, εμείς της αρνιόμασταν το Μέγαρο, τον Λυκαβηττό και το Ηρώδειο αποτέλεσε καίριο πλήγμα για έναν άνθρωπο με τέτοια παρακαταθήκη, τέτοια μουσική κληρονομιά. Ο συντηρητισμός της Μοσχολιού, όσο κι αν δεν μας αρέσει, είναι αυτό που στο κάτω κάτω προσδίδει στην εκκεντρικότητά και λαϊκότητά της.

Και μιλώντας για λαϊκότητα, μπορούμε να πούμε πως τραγούδια όπως το «Κάτω από τη μαρκίζα» είναι κομμάτια που ανήκουν λίγο ή πολύ σε όλους μας και μας θυμίζουν τι μαύρο ίσκιο βγάζει πάντοτε η φωνή της. Με στακάτους ρυθμούς, έξοχες παύσεις, γυρίσματα που σε συντρίβουν κι ένα συρτό vibrato, η ερμηνεία της εδώ αποτελεί, νομίζω, ένα πολύ καλό σεμινάριο για κάθε τραγουδιστή.

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ