Squid Game: Ένα αλληγορικό "ξεγύμνωμα" του καπιταλισμού

Μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα, η επιτυχία της νέας νοτιοκορεάτικης σειράς του Netflix, “Squid Game” (Το παιχνίδι του καλαμαριού), κατάφερε να προκαλέσει σεισμό στον αλγόριθμο της streaming πλατφόρμας. Όμως, αυτά που έχει να παρουσιάσει και να μεταφέρει στους φανατικούς θεατές της δεν είναι μόνο διασκεδαστικά παιχνίδια που παίζαμε μικροί.

Squid Game: Ένα αλληγορικό
ΠΡΟΒΟΛΗ

Μετά το ταραχώδες “La Casa de Papel” (H τέλεια ληστεία), όπου οι κόκκινες στολές των πρωταγωνιστών λειτούργησαν ως ένα σύμβολο επανάστασης κατά του διεφθαρμένου συστήματος στην Ισπανία, το Netflix έρχεται να προτείνει μια νέα σειρά, αυτή τη φορά απ’ την Νότια Κορέα, όπου οι παρόμοιας απόχρωσης στολές λειτουργούν στον αντίποδα ως σύμβολα καταστολής κι εκμετάλλευσης. Η κρίση του πολιτισμού και κατ’ επέκταση της κοινωνίας μας δεν είναι κάτι που εμφανίστηκε τώρα και γι’ αυτό είν’ εύλογο να υπερθεματίζεται. Μια αιτία της κρίσης έγκειται στην οικονομία, η οποία προβάλλει τον αδυσώπητο ανταγωνισμό μεταξύ των ισχυρών, που με τη σειρά του οδηγεί σε νομισματικό κυκεώνα, πληθωρισμό και ανεργία. Όσοι πιστεύουν πως εμπνεύστηκαν τον καπιταλισμό για να ξαναγράψει την ιστορία με όρους ανάστασης, ίσως πρέπει να γίνουν πιο καχύποπτοι.

H νέα σειρά του Netflix Squid Game” (Το παιχνίδι του καλαμαριού) παρακολουθεί τη ζωή του Σονγκ Γκι-χουν, έναν καταχρεωμένο κι απελπισμένο άνεργο στη Νότια Κορέα, ο οποίος καλείται να συμμετάσχει σε ένα μυστήριο παιχνίδι. Αποδέχεται, έτσι, την προσφορά ενός νεαρού και οδηγείται σε άγνωστη τοποθεσία για να βρεθεί ανάμεσα σε 455 άλλους παίκτες, όλοι με αντίστοιχες μεγάλες οφειλές. Οι παίκτες παρακολουθούνται από μασκοφόρους φύλακες με κόκκινες φόρμες και πολεμικό εξοπλισμό, ενώ τα παιχνίδια επιβλέπονται από έναν βασικό εκπρόσωπο. Οι παίκτες σύντομα ανακαλύπτουν πως η ήττα σε αυτά τα φαινομενικά αστεία παιχνίδια οδηγεί στο θάνατό τους, με κάθε νεκρό να προσθέτει 100 εκατομμύρια γουόν στο τελικό μεγάλο τζακπότ των 45,6 δισεκατομμυρίων γουόν, που κρέμεται εκφοβιστικά πάνω απ’ το κεφάλι τους. Συμμαχίες, προδοσίες, απειλές στην προσπάθεια του καθενός να επιβιώσει από τις φυσικές και ψυχολογικές ανατροπές των παιχνιδιών θανάτου.

Εμπνευσμένος απ’ τις προσωπικές του οικονομικές δυσκολίες, αλλά και τις ταξικές ανισότητες που κυριαρχούν στη Νότια Κορέα, ο δημιουργός της σειράς Χουάνγκ Τόνγκ-χιουκ είχε έτοιμο το σενάριο της σειράς ήδη απ’ το 2008, ωστόσο κανένας παραγωγός δεν ενδιαφέρθηκε να υλοποιήσει την ιδέα του μέχρι το 2019, όταν το Netflix αποδέχθηκε την πρόταση, στο πλαίσιο της επέκτασης της πλατφόρμας στις ξένες παραγωγές. Έτσι, η σειρά κυκλοφόρησε επισήμως στις 17 Σεπτεμβρίου κι από τότε η δημοτικότητά της είναι τόσο μεγάλη, που αρνείται να ξεκολλήσει από το Top 10. Μέσα σε 9 επεισόδια, ο δημιουργός επιθυμεί να περάσει μηνύματα για την ανταγωνιστική κοινωνία στην οποία ζούμε, για όλους εκείνους που καθημερινά αγωνίζονται να ξεπεράσουν τις διάφορες προκλήσεις και να σταθούν νικητές.

Κι όμως, στο δυστοπικό περιβάλλον που προβάλλει η εναλλακτική αυτή σειρά, εντάσσονται γνώριμα στον καθένα στοιχεία, που πλαισιώνουν την διαδραματιζόμενη «κόλαση» με έναν τόνο ελαφρότητας κι ανυποψίας. Τα παιχνίδια, στα οποία καλούνται οι παίκτες να συμμετέχουν φέρνουν σε όλους αναμνήσεις απ’ την αθώα παιδική ηλικία, απ’ τη διελκυστίνδα ως την εκδοχή του δικού μας «1,2,3…κόκκινο φως». Η αποτυχία, ωστόσο, εδώ οδηγεί στο θάνατο. Οι κανόνες του παιχνιδιού δεν τους παρέχουν δεύτερη ευκαιρία. Μια τέτοια έκβαση σοκάρει τόσο τους παίκτες, όσο και τους θεατές που, ακόμα κι αν αυτή η ακραία σκέψη είχε περάσει από το μυαλό τους ως κάτι φανταστικό σε μια έσχατη κατάληξη κοινωνίας μας μελλοντικά, περισσότερο μοιάζει σα να είναι βγαλμένη από βιντεοπαιχνίδι, παρά σαν κάτι που θα μπορούσε να συμβεί στ’ αλήθεια.

Μέσα από σοκαριστικές σκηνές βίας, αίματος (στις οποίες το δεξί βέλος του πληκτρολογίου ήταν συνειδητά πατημένο, γιατί η τόση βία κάνει κακό και γιατί η ψυχική μας υγεία είναι σημαντική), οι συμμετέχοντες επιλέγουν να ανταγωνιστούν τους συμπαίκτες τους. Γιατί, αναρωτιέσαι, αφού ούτως ή άλλως είναι πολύ μικρή η πιθανότητα να κερδίσουν το χρηματικό έπαθλο. Συνέπεια αυτής της μεταστροφής στη συμπεριφορά τους είναι να ενθαρρύνονται τα χειρότερα ένστικτά τους στο στόχο τους να σκοτώσουν όσο περισσότερο χρόνο γίνεται, ώστε να μην έρθει η σειρά τους σ’ αυτή την απελπισμένη ρουλέτα θανάτου. Παράλληλα, μια δράκα πλουτοκρατών, που καταφτάνουν στο νησί ως VIP μέλη, διασκεδάζουν παρακολουθώντας τις τύχες αυτών των ανθρώπων με ένα κυνισμό ανηλεή, χωρίς να διστάζουν να ποντάρουν σ’ αυτούς και να στοιχηματίζουν τη ζωή τους.

Όλες οι τραγικές εξελίξεις στο αλληγορικό «Παιχνίδι του καλαμαριού» μας βοηθούν να αντιληφθούμε πόσο απογυμνωμένος είναι τελικά ο καπιταλιστικός ορθολογισμός από κάθε επένδυση ηθικής και συναισθήματος. Η απληστία εδώ θεωρείται αρετή και το βλέπουμε στο πόσο πλεονέκτες κι εγωιστές γίνονται οι παίκτες, στην απελπισμένη ανάγκη τους να φτάσουν στη νίκη. Κι εκεί είναι που επικρατεί ο διχασμός ανάμεσά τους, ένα βάναυσο κλίμα που προκαλείται απ’ τη δήθεν φιλάνθρωπη θέση που εμπνεύστηκε το ίδιο το σύστημα για τους ίδιους. Αυτό που παρουσιάζει η σειρά είναι ένα έγκλημα ταξικής ουσίας, όπου οι διοργανωτές εκμεταλλεύονται υποψήφιους νεκρούς, μετριάζοντας το άγχος της επόμενης μέρας με την υπόσχεση της σωτηρίας μέσα από τα χρήματα. Γιατί, ας μην ξεχνιόμαστε, το πώς σε επηρεάζει ο καπιταλισμός εξαρτάται πάντοτε από τι ύψος σε τραβάει το πλάνο. Από τα ψηλά, ή από τα χαμηλά;

Ένα σύστημα που στοχεύει στον «αποκλεισμό» των αδύναμων μελών του, του πιο νευραλγικού σημείου της κοινωνικής πυραμίδας, κρύβει από πίσω του αποκτηνωμένους, ηθικά ασπόνδυλους κι αποσυντεθειμένους επινοητές. Οι κατώτερες τάξεις του συστήματος αυτού, αφού έχουν οδηγηθεί στην ολοκληρωτική ταπείνωση, κινούν σα φαντάσματα το ταπεινό κι ευτελισμένο σαρκίο τους, τον «αριθμό» τους στη βιοπάλη, θύματα της σκοτεινής τους ύπαρξης, όπως τρέχουν τα χάμστερ στον τροχό μέσα στο κλουβί τους, προκειμένου να μην νιώθουν εγκλωβισμένα. Και η κοινωνία στην οποία επιβιώνουμε δεν είναι παρά ένα τέτοιο σκληρό παιχνίδι με απάνθρωπους κανόνες, μια κοινωνία που δεν επιθυμεί να υπερβεί τις αντιφάσεις της, αλλά αντίθετα επιλέγει τη διαρκή επίταση των ανισοτήτων υπέρ του «εκσυγχρονισμού», την ύπουλη απόσειση των ευθυνών από πάνω της κι εν τέλει την απόλυτη, αυτοθέλητη κατάρρευση.

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ