«Μπαμπάκα μη σκοτώσεις τη μαμά μας σε παρακαλώ» - Μια αληθινή μαρτυρία στο 2020mag.gr

Θα διηγηθώ μια ιστορία φίλης, που με αφορμή τη σημερινή γυναικοκτονία, θέλησε να μου την μοιραστεί. Είναι η ιστορία η δική της και της μαμάς της.

«Μπαμπάκα μη σκοτώσεις τη μαμά μας σε παρακαλώ» - Μια αληθινή μαρτυρία στο 2020mag.gr
ΠΡΟΒΟΛΗ

Η Λίτσα αναγκάστηκε να φύγει απ’ τον μπαμπά της γιατί την καταπίεζε. Ήταν η όμορφη του χωριού και όταν ο μπαμπάς της έμαθε ότι ξέπαρθενιάστηκε, είπαν ότι χτύπησε με το ποδήλατο κι έβγαλε αίμα το "λουλουδάκι" της.

Αμέσως ο πατέρας έψαξε και βρήκε γαμπρό να του τη "φορτώσει". Έναν τυχαίο φαντάρο ο οποίος έκανε τη θητεία του κοντά στο χωριό. Ο φαντάρος, κρητικός, μέτριας εμφάνισης και με καταγωγή από «μικρότερο» χωριό της Κρήτης απ’ ότι αυτό της ιστορίας μας. Είδε τη Λίτσα κι έπαθε πλάκα. Ξανθιά με πράσινα μάτια, μακριά πόδια κι ένα εκατοστό πιο ψηλή από αυτόν. Δεν είχε συναντήσει ποτέ πιο όμορφη γυναίκα, στο χωριό όλες ήταν μελαχρινές και ξαδέρφες του.

Αποφάσισε λοιπόν ο κρητικός να πάρει το Λιτσάκι απ’ τον μπαμπά της και να την πάει Αθήνα πιστεύοντας τη δικαιολογία της απώλειας παρθενίας.

Το φέρε λοιπόν το Λιτσάκι στην Αθήνα και το κλείδωσε στο σπίτι, μόνο του γιατί δεν ήξερε κανέναν. Αυτός δούλευε, εκείνη καθάριζε και μαγείρευε.

Της ψώνιζε ότι ήθελε, αρκεί να το ενέκρινε, για διασκέδαση την πήγαινε σε τραπέζια κρητικών συγγενών και φίλων που ζούσαν στην Αθήνα και στο Δελφινάριο.

Η Λίτσα ήταν 20 χρονών και ήταν ευγνωμονούσα που την έσωσε απ’ τον εξευτελισμό, οπότε όλα της φάνηκαν όμορφα στρωμένα. Δεν τον αγαπούσε αλλά όπως της είχαν μάθει αυτό δεν ήταν προϋπόθεση ενός πετυχημένου γάμου.

Τον επόμενο χρόνο έκαναν το πρώτο τους παιδί και η Λίτσα επιτέλους βρήκε το νόημα της ζωής της, ο λεβέντης είχε γράψει στο ημερολόγιό του ότι έκλαιγε 1 βδομάδα απ’ τη χαρά του.
Βέβαια όσο η Λίτσα ήταν έγκυος ο "λεβέντης" της ιστορίας την είχε χτυπήσει αλλά της ζήτησε συγγνώμη και αυτή τη δέχτηκε γιατί όταν πήρε κλαίγοντας τη μαμά της να γυρίσει πίσω αυτή της είπε να κάτσει στ’ αυγά της, στο σπίτι της και τον άνδρα της.

Έτσι η Λίτσα πείστηκε ότι ήταν υπερβολική και ότι δε θα την ξαναχτυπούσε. Όταν ήρθε το μωρό, το μικρό Λιτσάκι ασχολούταν όλη μέρα με αυτό και το σπίτι. Την πήγε και στη Ζάκυνθο και αυτή έλιωσε από ευτυχία, ένιωσε τυχερή που είχε βρει ένα καλό παιδί ενώ αυτή ήταν εξ όλης...

Το σενάριο κράτησε 3 χρόνια. Αυτός σίγουρη καλοπληρωμένη δουλεία, δικτυωμένος με τους ξάδερφους Πασοκτζήδες βουλευτές, αυτή μες στο σπίτι χωρίς φίλες, περίμενε ένα Δελφινάριο και ένα τραπέζωμα για να βάλει τα φορέματα και τις γούνες που της έπαιρνε.

Τον 4ο χρόνο ήρθε και το 2ο παιδί.
Μετά από κάποιο καιρό η Λίτσα άρχισε να συνειδητοποιεί ότι κάτι πάει πολύ λάθος και να δυσφορεί. Τότε αυτός ξανασήκωσε χέρι γιατί πίστευε ότι τα είχε με τον απέναντι επειδή την είδε να απλώνει ρούχα και να τραγουδάει «παντρεμένοι κι οι δυο».

Η Λίτσα έκατσε και τις έφαγε γιατί δεν μπορούσε να τον πείσει. Αυτός άρχισε να γίνεται εμμονικός.
Είχε τεράστιο κόμπλεξ που αυτός είχε παντρευτεί την πιο όμορφη απ’ όλους τους συγγενείς και φίλους, έτσι του έλεγαν όλοι.

Όταν έπρεπε αυτή να πάει στο σούπερ μάρκετ, της επέβαλε ή να παίρνει και τα παιδιά μαζί ή να ψωνίζουν μόνο κάθε Παρασκευή απόγευμα. Κάθε αναπνοή, βλέμμα, τραγούδι της Λίτσας ήταν ύποπτο.

Η ίδια άρχισε να δυσφορεί, ν’ αντιδρά, μέχρι που όταν αυτός σήκωνε χέρι αυτή του πετούσε ό,τι έβρισκε στο κεφάλι, ένα μεγάλο τηλέφωνο με καντράν, ένα αγαλματακι του Βενιζέλου κ.λπ., μέχρι που του το άνοιγε, γιατί είχε καλό στόχο και η αγανάκτηση όπλιζε με δύναμη το χέρι της.

Κάποια στιγμή όταν το μεγάλο παιδί ήταν 6 και το μικρό 3, πάνω στον τσακωμό ο "παλίκαρός" μας έριξε μπλε οινόπνευμα στη μοκέτα του καθιστικού να τους κάψει όλους και να καεί.

Δεν έχει σημασία πως σταμάτησε, σημασία έχει ότι η Λίτσα πάλι ζήτησε να γυρίσει στη μαμά της και πάλι η μαμά της, της είπε να μη διαλύσει την οικογένειά της.

Την επόμενη μέρα οι παππούδες πήραν το αυτοκίνητο και πήγαν στην Αθήνα για να συνετίσουν τον γαμπρό.
Τον έπιασαν με το καλό κι αυτός έγινε αρνάκι για όσες μέρες ο παππούς κι η γιαγιά χαίρονταν τα εγγόνια τους.

Παρεμπιπτόντως, τα εγγόνια είχαν δει όλο το σκηνικό, μαζί με άλλα σκηνικά και από τότε το μεγάλο σταμάτησε να κοιμάται σαν παιδί γιατί κάθε φορά που άκουγε την αλυσίδα στο χέρι της μαμάς νόμιζε ότι μάλωναν στα μουγκά και ήθελε να είναι έτοιμο να επέμβει, να παρακαλέσει τον μπαμπά της να μη χτυπάει τη μαμά της.

Το «κόλπο» είχε πιάσει μια-δυο φορές γιατί ο μπαμπάς του, του είχε τεράστια αδυναμία και δεν άντεχε να το βλέπει να κλαίει και να εκλιπαρεί.
Μάλιστα το παιδί είχε καταλάβει ότι όταν έρχονταν οι παππούδες στην Αθήνα ζούσαν για λίγες μέρες ήρεμα και κάθε φορά στο τηλέφωνο τους παρακαλούσε να κατέβουν, όπως και κάθε φορά που το έστελναν στο χωριό στους παππούδες τους παρακαλούσε να το κρατήσουν εκεί.

Τα επόμενα 3 χρόνια ήταν κόλαση, οι τσακωμοί κατέληγαν πάντα σε αίματα, όλα αυτά μπροστά στα μάτια των παιδιών. Η Λίτσα τις έτρωγε αλλά του ρίχνε περισσότερες σαν αγρίμι στο κλουβί είχε αποκτηνωθεί. 

Σταμάτησε να τραγουδάει και να ζωγραφίζει με τα παιδιά της και ξεσπούσε πάνω τους για ασήμαντες αφορμές, έγινε βίαιη κυρίως με το μεγάλο, το κορίτσι. Ο μπαμπάς ωστόσο ποτέ δε σήκωσε χέρι στα παιδιά, μόνο στη μαμά τους.

Μια μέρα πήραν απ’ το σχολείο και είπαν να πάνε να πάρουν το μεγάλο τους κορίτσι γιατί σφάδαζε στους πόνους στην κοιλιά. Το πήγαν σε γιατρούς αλλά δεν έβρισκαν τι εχει.
Το παιδί σταμάτησε να τρώει και ξεκίνησε να κάνει εμέτους. Για ενάμιση μήνα έκανε εμετούς και σταμάτησε να πηγαίνει τουαλέτα, αλλά κανείς δεν ήξερε τι έχει, μέχρι που μια γιατρός σοκαρισμένη συνειδητοποίησε ότι είχε πετρώσει το έντερο της μικρής απ’ το στρες.

Κανείς δεν είχε πάρει χαμπάρι ότι όλα όσα βίωνε το παιδί του δημιούργησαν αγχώδη διαταραχή στα 9.

Το παιδί πήγε τότε στους γονείς του και τους παρακάλεσε να χωρίσουν, αυτοί σοκαρισμένοι άκουσαν «μπαμπάκα αν δε θες να πεθάνω σε παρακαλώ φύγε απ’ το σπίτι».

Έτσι και έγινε.

Ο μπαμπάς ένα βράδυ μάζεψε μερικά πράγματα και τις ζωγραφιές των παιδιών του και έφυγε. Το έκανε για τα παιδιά του αλλά της Λίτσας δε θα της περνούσε, δε θα της έδινε ούτε καν διατροφή. Θα της έκανε τη ζωή δύσκολη. Τους πήρε το σκαλιστό σαλόνι και το ψυγείο και τους ανάγκασε να μοιράσουν τα τρόφιμα στους γείτονες. Δε θα την άφηνε να βρει δουλειά, χρησιμοποίησε κάθε γνωριμία για να το κάνει αυτό. Μέχρι που κατήγγειλε μια σύμβαση της στο δημόσιο ως παράνομη.

Τα παιδιά τα έπαιρνε κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο και δεν σταματούσε να βρίζει τη μαμά τους και τους παππούδες τους. Κάποια στιγμή μάλιστα τους είπε ότι θα τη σκοτώσει γιατί υποπτεύτηκε ότι βρήκε γκόμενο. Μετά από αυτό το κορίτσι βρήκε ένα όπλο στο πάνω ντουλάπι της κουζίνας του και της κόπηκαν τα πόδια. Το είπε στη μαμά της και αυτή την πήγε στην αστυνομία να τα πει όλα.

Η αστυνομία κάλεσε τον μπαμπά και του έκανε συστάσεις. Ο μπαμπάς ένιωσε προδομένος απ’ το κορίτσι αλλά δεν είπε τίποτα και συνέχισε τη ζωή του.

Η μαμά ήξερε πως να τον πληγώσει γιατί δεν πίστεψε ποτέ ότι οι μπάτσοι θα κάνουν κάτι.

Την ιστορία θα τη σταματήσω εδώ, γιατί έχει πολύ πόνο, πολλή βία, πολλά δικαστήρια και δυο παιδιά που αναγκάστηκαν να ζουν με το φόβο του φονικού μέχρι να ενηλικιωθούν, όπου και ο μπαμπάς βρήκε άλλη γυναίκα.

Οι ψυχές αυτών των παιδιών αρχίσαν να καίγονται εκείνο το βράδι με το οινόπνευμα στη μοκέτα.

Κανείς δεν τα βοήθησε.

Από μικρά παιδιά με κατάθλιψη και αγχώδη διαταραχή, κρυμμένα πίσω απ’ τα παιδικά τους γέλια.

Κανείς δεν ήξερε τι περνούν στο σχολείο. Οι παππούδες δεν ήθελαν καμία ευθύνη. Ούτε οι γιατροί. Ούτε οι γείτονες. Ούτε οι μπάτσοι, ακόμα κι όταν η αποκτηνωμένη Λίτσα τα ρήμαζε στο ξύλο. Όλοι τους συνένοχοι στον ψυχικό βιασμό αυτών των παιδιών.

Αυτή η ιστορία ξεκίνησε κάπου στα 80s και δυστυχώς τίποτα δεν έχει αλλάξει.

Χιλιάδες βιασμένες παιδικές ψυχές κυκλοφορούν ανάμεσά μας ως θλιμμένοι ενήλικες.

Χιλιάδες παιδιά ζουν αυτό που έζησαν τα παιδιά της Λίτσας.

Όλοι κάνουν συστάσεις, αλλά κανείς δε θέλει την ευθύνη...

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ