Φεστιβάλ Καννών 2021 / Μια "Καλή Μητέρα" και μια κακή ταινία του Σον Πεν (βίντεο - εικόνες)

Κάποιες ταινίες ίσως να μην συμβάλλουν στην εξέλιξη της κινηματογραφικής τέχνης αλλά στην κατανόηση της κοινωνίας. Κι αυτό είναι εξ’ ίσου, αν όχι πιο σημαντικό. 

Φεστιβάλ Καννών 2021 / Μια
ΠΡΟΒΟΛΗ

Μια καλή μητέρα (Bonne Mere)

Μ’ αυτές τις σκέψεις η πρώτη σημερινή μου επιλογή ήταν από την κατηγορία «Ένα Κάποιο Βλέμμα» του φεστιβάλ, το Καλή Μητέρα της Χαφσιά Χερζί, γαλλίδας ηθοποιού, με καταγωγή από τη Βόρεια Αφρική, που έχει πρωταγωνιστήσει σε ταινίες του Κεσίς και τώρα γυρίζει τη δεύτερη δική της ταινία μεγάλου μήκους.

Είναι μια ιστορία από τη Μασσαλία. Η Μασσαλία εκπροσωπείται φέτος με τρεις ταινίες, μας θυμίζει ο Φρεμό (πρόεδρος του Φεστιβάλ) αφού μας επαινεί πρώτα που είμαστε καλά παιδιά και φοράμε όλοι τις μάσκες μας και έτσι δεν έχει σημειωθεί κανένα κρούσμα στο φεστιβάλ (Κάπου διάβασα για τρία, αλλά anyway…).

Η Μασσαλία είναι δυο ώρες με το τρένο μακριά από τις Κάννες, αλλά είναι η μέρα με τη νύχτα. Οι εργατικές συνοικίες στο βόρειο μέρος της πόλης είναι ένα άγριο γκέτο, το μέρος στην Ευρώπη με τη μεγαλύτερη εγκληματικότητα.

Εκεί μεγάλωσε η Χερζί, και τώρα γυρίζει μετά από χρόνια για να δραματοποιήσει κομμάτια από την παιδική της ηλικία και εφηβεία. Ζώντας πλέον μακριά από το γκέτο, καταλαβαίνει "γυρίζοντας" τη φτώχεια και τη μιζέρια. Μόνο που, όπως λέει σε μια συνέντευξη, τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα απ’ ότι τα έχει αφήσει και τα γυρίσματα στην περιοχή ήταν μια χρονοβόρα και ενίοτε επικίνδυνη υπόθεση. Το 90% των ηθοποιών είναι ερασιτέχνες και κάτοικοι της εν λόγω ζώνης, κι αυτό δίνει στην ταινία μια καταπληκτική ζωντάνια που αντισταθμίζει την αργή πλοκή και εστιάζει κυρίως στους χαρακτήρες.

Δεν είναι μια ταινία που πάει κάπου, που έχει κορύφωση και λύση. Είναι η ζωή της Νόρα. Η Σαμπρίνα Μπενχαμέντ εξαιρετική στο ρόλο μιας μετανάστριας από το Μαγκρέμπ που ζει μόνη σε ένα διαμέρισμα στις εργατικές πολυκατοικίες μαζί με την κόρη της και την εγγονή της εκτός γάμου, τον μικρότερο γιο της, τη νύφη της και τον εγγονό της, ενώ ο μεγαλύτερος γιος της βρίσκεται προφυλακισμένος για ληστεία. Η Νόρα εργάζεται καθαρίστρια στο αεροδρόμιο και φυλάει μια ηλικιωμένη και προσπαθεί να τα βγάλει πέρα οικονομικά και συναισθηματικά δίνοντας αγάπη στους γύρω της. Που κι αυτοί προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα όπως μπορούν.

Το κοινό υποδέχτηκε τη σκηνοθέτιδα και τους πρωταγωνιστές με θερμά χειροκροτήματα. Κοιτάζω γύρω και αντιλαμβάνομαι ότι στην Salle Debussy των 1000 και θέσεων οι διαπιστευμένοι του τύπου, παραγωγοί, τεχνικοί και λοιποί πλανητικοί σινέφιλοι μπορεί και να είμαστε λιγότεροι από τους μισούς. Οι υπόλοιποι πρέπει να είναι Μαρσεγιέζοι, άνθρωποι που αγαπούν και θαυμάζουν τη σκηνοθέτιδα και τη δουλειά της και ταξίδεψαν δυο ώρες με το τρένο για να δουν στην οθόνη του «φεστιβάλ των φεστιβάλ» εικόνες της πόλης τους.

Με τους τίτλους τέλους ένα παρατεταμένο, ρυθμικό χειροκρότημα επιβραβεύει τις προσπάθειες των συντελεστών της ταινίας κι εγώ αισθάνομαι σαν να έχω πάει σε γαμήλιο γλέντι χωρίς να ξέρω όύτε τη νύφη ούτε το γαμπρό. Πιστεύω πως έχω διακτινιστεί στη μυστική πύλη που συνδέει το Φεστιβάλ με τον πραγματικό κόσμο εκεί έξω.

Αλλά ο πραγματικός κόσμος εκεί  έξω υπάρχει για να διαλύει τις ψευδαισθήσεις μας.

Ψάχνοντας για στοιχεία σχετικά με τη σκηνοθέτιδα στο διαδίκτυο, έπεσα πάνω σε μια υπόθεση που είχε απασχολήσει –μικρό; – κομμάτι της γαλλικής κοινωνίας. Μια αγωγή ενός ταξιτζή αλγερινής καταγωγής εναντίον της όταν, σε διαπληκτισμό σχετικά με την κούρσα, τον αποκάλεσε «βρωμοάραβα».
Τι συμβαίνει, αναρωτιέμαι; Η αναρρίχηση στον κόσμο του θεάματος αποσπάει κάποιον από το παρελθόν του, που το χρησιμοποιεί πλέον μόνο ως σημείο αναφοράς και έμπνευσης για σενάρια;

Το ραντεβού που είχα για την πρώτη μου συνέντευξη πήγε άπατο, καθώς ο συμπαθής δημιουργός δεν εμφανίστηκε και με ειδοποίησαν μισή ώρα μετά. Τι να κάνω, που έχασα όλο μου το πρωινό για να πάω «διαβασμένη» και τώρα μένουν πέντε ώρες μέχρι την επόμενη προβολή;

Ευτυχώς φέτος, λόγω COVID, το φεστιβάλ εισήγαγε ένα σύστημα ψηφιακών κρατήσεων για τις προβολές που, απ’ όσο παίρνει το αυτί μου, έχει ενοχλήσει και ξεβολέψει πολλούς από τους μόνιμους θαμώνες, αλλά έχει τις ευκολίες του.
Μέσα από μια πλατφόρμα μπορεί κανείς να κρατήσει όποια θέση θέλει – και είναι εύκαιρη. Οι πιο περιζήτητες εξαφανίζονται σχεδόν αμέσως και πρέπει να ξυπνήσει κανείς από τις έξι και μισή για να είναι έτοιμοπόλεμος στις 7 να προλάβει να μπει στην πλατφόρμα πρώτος. Με την ψηφιακή πλατφόρμα καταργείται εν μέρει ένα σύστημα καστών που χωρίζει τους διαπιστευμένους σε 5 με 6 κατηγορίες που γίνονται άμεσα αντιληπτές από το χρώμα στο σήμα, πάνω από τη φωτογραφία. Το δικό μου είναι κίτρινο. Όταν πας να ρωτήσεις κάτι στο Γραφείο Τύπου, πρώτα κοιτάνε το χρώμα και μετά σου απαντάνε.

Ανοίγω λοιπόν το app στο κινητό –το κινητό φέτος στις Κάννες είναι προέκταση του χεριού- κόσμος πάει κι έρχεται κοιτάζοντας και ψάχνοντας σε μικρές οθόνες – και διαλέγω στην τύχη μια ταινία σε μια αίθουσα 600 μέτρα μακριά από το Palais des Festivals. Ευκαιρία να κάνω και μια περατζάδα στην παραλιακή και να δω που παίρνουν το λουτρό τους οι πλούσιοι. Έχω μάθει και τα κόλπα, μια θέση κοντά στην πόρτα γιατί πολλές φορές η τύχη δεν είναι με το μέρος μας.

Η Ημέρα της Σημαίας (Flag day)

Τελευταία ταινία, δημοσιογραφική προβολή από το Επίσημο Διαγωνιστικό η πρόσφατη ταινία του Σον Πεν που κάνει πρεμιέρα στις Κάννες.
Η μία από τις τρεις μόνο συμμετοχές της φετινής αμερικάνικης παραγωγής είναι "μία από τα ίδια" – μια ταινία βασισμένη σε ένα βιβλίο που είναι βασισμένο στην αληθινή ιστορία μιας γυναίκας που αυτοβιογραφείται βασισμένη πιθανότατα στις φιλτραρισμένες αναμνήσεις της.

Η ιστορία της σχέσης του διασήμου παραχαράκτη Τζον Φόγκελ και της κόρης του που τον λάτρευε –την οποία υποδύεται η κόρη του Πεν, Ντίλαν- ένα εναλλακτικό success story από τα αλώνια της white trash Αμερικής στα σαλόνια της δημοσιογραφίας. Ένα κακό σενάριο γυρισμένο άτσαλα, με άσφαιρες "καινοτομίες" (χοντρόκοκκο γύρισμα, απότομες  επιστροφές σε σκηνές από το παρελθόν που υποτίθεται πως κάτι συμβολίζουν, με μια εμμονή του Φογκελ στην Ημέρα της Σημαίας) που δεν το σώζει η υποκριτική δεινότητα του Πεν.  Κάπου λείπει η δραματική ένταση, κάπου αλλού περισσεύει, οι ατάκες που θα έπρεπε να γεμίζουν τον θεατή θλίψη γιατί ανέδυαν την τραγική γελοιότητα του ήρωα, την ταύτιση του με το ψέμα που είχε χτίσει γύρω του, προκαλούσαν τον γέλωτα στους παρακαθήμενους.

Εις αύριον!

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ